Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Ἡ ἀγγλικὴ λέξη Bank (τράπεζα) καὶ ἡ ἀρχαιοελληνική της προέλευση

 


Ἡ ἀγγλικὴ λέξη Bank (τράπεζα) καὶ ἡ ἀρχαιοελληνική της προέλευση 

Ὁ ἑλληνικὸς θεσμὸς τῆς τράπεζας καὶ οἱ ἀπαρχές του 

Ἀπὸ τὴν λέξη «πήγμα» (ἐκ τοῦ ρήματος «πήγνυμι») ποὺ σημαίνει πάγκος Ἐτροῦσκοι καὶ Ρωμαῖοι ἔκαναν τὸ πήγμα pango/ banco, δηλαδὴ ξύλινο πάγκο ἢ τράπεζα ποὺ πάνω τους κάνουμε καὶ τὶς χρηματικὲς συναλλαγές. 

Ὁ ἴδιος ὁ ὅρος «τράπεζα» προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἐμπόριο τοῦ χρήματος χρησιμοποιοῦσαν στὶς διάφορες συναλλαγές τους ἕνα τραπέζι, μιὰ τράπεζα, πάνω στὴν ὁποία γίνονταν οἱ διάφορες ἐμπορικές τους πράξεις. Αὐτὸ τὸ τραπέζι εἶναι ποὺ ἔδωσε τὸ σχετικὸ ὄνομα. 

Ὁ ρόλος τῶν ἀργυραμοιβῶν 

Οἱ πρῶτες ἐνδείξεις ποὺ διαθέτουμε γιὰ τὴ δραστηριοποίηση τραπεζῶν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἀνάγονται στὸν 6ο αἰ. π.Χ. Ὡς γνωστόν, ὁ κυρίαρχος τότε θεσμὸς τῆς πόλης-κράτους εἶχε ἀποτέλεσμα τὴν ὕπαρξη μεγάλου ἀριθμοῦ ἀνεξαρτήτων κρατῶν, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔκοβαν δικά τους νομίσματα, ποικίλης πραγματικῆς, ὀνομαστικῆς καὶ ἐμπορικῆς ἀξίας. Ἡ κυκλοφορία τόσο πολλῶν καὶ ἀνόμοιων ὡς πρὸς τὴν ἀξία τους νομισμάτων δυσκόλευε ἐξαιρετικὰ τὶς διάφορες ἐμπορικὲς συναλλαγὲς καὶ ἔκανε τὴν παρουσία τοῦ ἀργυραμοιβοῦ ἑνὸς ἀτόμου ποὺ θὰ ἀντάλλασσε τὰ διάφορα νομίσματα ἐντελῶς ἀναγκαία. Ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν εἰδικοὶ ποὺ νὰ γνωρίζουν, π.χ., τὶς ἀξίες καὶ τὸ βάρος τῶν νομισμάτων κάθε κράτους καὶ νὰ καθορίζουν τὴν ἀξία τους σὲ σχέση μὲ τὸ νόμισμα τῆς χώρας στὴν ὁποία γινόταν ἡ συναλλαγή. Ἔπρεπε ἀκόμη νὰ ξεχωρίζουν τὰ κίβδηλα νομίσματα, ἀφοῦ κυκλοφοροῦσε καὶ κάλπικο χρῆμα, καὶ νὰ ἐντοπίζουν τα λιποβαρή. 

Ἀπὸ πολὺ νωρίς, πιθανότατα ἀπὸ τὸν 6ο κιόλας αἰ. π.Χ., ὁρισμένοι ἰδιῶτες συνήθιζαν νὰ καταθέτουν σὲ ἀρχαία ἑλληνικὰ ἱερὰ (καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτὰ μὲ πανελλήνια ἀναγνώριση, ὅπως λόγου χάρη τὰ ἱερὰ τοῦ Ἀπόλλωνος στοὺς Δελφοὺς καὶ στὴ Δῆλο) διάφορα ποσὰ γιὰ φύλαξη. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ γνώριζε ἰδιαίτερη ἔξαρση κυρίως σὲ περιόδους ἀναταραχῶν καὶ πολεμικῶν συρράξεων. Ἡ ἱερότητα καὶ τὸ ἀπαραβίαστο τῶν ὁρίων τῶν ἱερῶν ἦταν σεβαστὰ ἀπὸ ὅλους καὶ ἑπομένως τὰ χρήματα αὐτὰ εἶχαν ἐδῶ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ἀσφάλεια. Ἔτσι σιγά-σιγά στὰ ἱερὰ συσσωρεύονταν σημαντικὰ ποσά. Ἡ συνήθεια τῆς κατάθεσης χρημάτων σὲ ἱερά, ποὺ πρόσφερε ἀσφάλεια ὄχι ὅμως καὶ αὔξηση τῶν σχετικῶν κεφαλαίων, περιορίστηκε ἀπὸ τὴ δράση ὁρισμένων εὐφυῶν ἀτόμων. Προσφέροντας τόκο, ἄρχισαν αὐτοὶ νὰ προσελκύουν τὰ χρήματα αὐτά, αὐξάνοντας ἔτσι τὸ κεφάλαιό τους, πρᾶγμα ποὺ σήμαινε καὶ ἐπέκταση τοῦ κύκλου τῶν ἐργασιῶν τους. Ἡ ἐνέργεια αὐτή, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴν παροχὴ ἐκ μέρους τοὺς ἐντόκων δανείων σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ «ρευστό», δημιούργησε τὶς πρῶτες τράπεζες. Πολὺ γρήγορα καὶ τὰ ἱερὰ ὑποχρεώθηκαν στὴν καθιέρωση τόκων γιὰ τὶς καταθέσεις ἀλλὰ σὲ σχέση μὲ τὶς ἰδιωτικὲς τράπεζες βρίσκονταν σὲ μειονεκτικὴ θέση. Οἱ «ἱερὲς τράπεζες» γιὰ ὁποιαδήποτε σοβαρὴ δραστηριότητά τους ἔπρεπε προηγουμένως νὰ ἔχουν τὴν ἔγκριση τῶν ἀρχῶν τῆς πόλης στὴν ὁποία ἀνῆκαν τὰ ἱερά. Αὐτὸ εἶχε ἀποτέλεσμα τὸ χάσιμο πολύτιμου χρόνου, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε τοὺς ἀνυπόμονους καταθέτες καὶ τοὺς ἀπελπισμένους δανειολῆπτες νὰ καταφεύγουν στοὺς τραπεζῖτες ἢ σὲ μεμονωμένα ἄτομα. 

Καταθέσεις καὶ δάνεια 

Στὶς κύριες τραπεζικὲς ἐργασίες, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν νομισμάτων καὶ τὸν ἔλεγχο τῆς γνησιότητάς τους, τὶς ἔντοκες καταθέσεις καὶ τὰ ἔντοκα δάνεια στὰ ὁποῖα ἤδη ἀναφερθήκαμε παραπάνω, συγκαταλέγονταν καὶ ἄλλες. Ἀνάμεσά τους ἡ διαχείριση περιουσιῶν, ἡ συγκατάθεση σὲ δάνειο, ἡ ἀποδοχὴ παρακαταθηκῶν κυρίως ἀπὸ τὶς «ἱερὲς τράπεζες» , ἡ ἐντολὴ πληρωμῆς πρὸς τρίτους, ὅπως καὶ ἡ ἔκδοση πιστωτικῶν ἐπιστολῶν ποὺ ἐξοφλοῦνταν σὲ ἄλλη πόλη ἀπὸ κάποιον ἄλλο τραπεζίτη μὲ τὸν ὁποῖο συνεργαζόταν ἡ τράπεζα ποὺ εἶχε ἐκδώσει τὴ σχετικὴ ἐπιστολή. Ἀναφέρεται ὅτι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Κικέρων κάλυψε κάποτε τὰ ἔξοδα τοῦ γιοῦ του, ὅταν αὐτὸς βρισκόταν στὴν Ἀθήνα. 

Γιὰ τὴν ἀνταλλαγὴ καὶ τὴ «δοκιμασία» τῶν νομισμάτων, ἐργασίες ποὺ ἔκαναν καὶ οἱ ἀργυραμοιβοί, ἡ προμήθεια ἦταν συνήθως γύρω στὸ 5%-6% ἐπὶ τῆς ἀξίας τῶν νομισμάτων, μὲ μιὰ πρόσθετη ἐπιβάρυνση ἂν ἡ ἀνταλλαγὴ γινόταν ἀνάμεσα σὲ νομίσματα κατασκευασμένα ἀπὸ διαφορετικὰ μέταλλα. Γιὰ τὶς παρακαταθῆκες, τὴ φύλαξη δηλαδὴ χρημάτων, πολύτιμων ἀντικειμένων κ.ά., οἱ τράπεζες δὲν φαίνεται νὰ εἰσέπρατταν «φύλακτρα». Ἑπομένως ἀπὸ τὴ δραστηριότητα αὐτὴ δὲν πρέπει νὰ εἶχαν κέρδη, δὲν ἔδιναν ὅμως τόκο γιὰ τὶς βραχυπρόθεσμες καταθέσεις. 

Γιὰ καταθέσεις μεγάλης διάρκειας ξέρουμε π.χ. ὅτι στὴν Ἀθήνα τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. τὸ ἐπιτόκιο ἦταν γύρω στὸ 10% ἐνῷ γύρω στὸ 12% κυμαινόταν τὸ ἐπιτόκιο τῶν δανείων. Ὡστόσο ἂν τὸ κράτος δανειζόταν ἀπὸ ἕνα δικό του ἱερὸ «πετύχαινε», ὅπως ἦταν φυσικό, πολὺ χαμηλότερο ἐπιτόκιο. Ὁπωσδήποτε τὰ δάνεια ποὺ παρεῖχαν τὰ ἱερὰ ἦταν τα συμφερότερα, ἀφοῦ τὸ ἐπιτόκιό τους ἦταν κατὰ κανόνα μικρότερο ἀπὸ αὐτὸ τῶν ἰδιωτικῶν τραπεζῶν. 

Οἱ τραπεζῖτες ρύθμιζαν τὸ ὕψος τοῦ ἐπιτοκίου ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος τοῦ κινδύνου ποὺ διέτρεχε τὸ δανειζόμενο ποσό τους. Τὰ ὑψηλότερα ἐπιτόκια τὰ εἶχαν τα λεγόμενα ναυτοδάνεια, τὰ ὁποῖα ἔφταναν ἀκόμη καὶ στὸ 100% ὅταν, σὲ περίπτωση ἀπώλειας τοῦ πλοίου μαζὶ μὲ τὸ φορτίο του, ὁ δανειστὴς δὲν εἶχε καμία ἀξίωση ἀπὸ τὸν δανειζόμενο. Γενικὰ τὰ δάνεια ἀπὸ τράπεζες δὲν συνέφεραν καὶ γι’ αὐτὸ οἱ δανειστὲς στρέφονταν κυρίως σὲ ἰδιῶτες. 

Καὶ νομοθετικὲς ρυθμίσεις 

Στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, γιὰ τὴν ὁποία οἱ παλαιότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τράπεζες ἀνάγονται στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τραπεζίτη δὲν ἔχαιρε ἰδιαίτερης ἐκτίμησης. Οἱ τράπεζες σχετίζονταν μὲ δάνεια καὶ σύμφωνα μὲ τὰ πάτρια ἤθη «ὅπου ὑπῆρχε δάνειο δὲν ὑπῆρχε φίλος», μιὰ καὶ ὅταν «ἕνας ἄνθρωπος εἶναι φίλος δὲν δανείζει ἀλλὰ δίνει». Καὶ σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση τόκος ἦταν ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ δανειζομένου πρὸς τὸν δανειστή του. Ὁ Πλάτων στοὺς Νόμους του ρητὰ ζητᾶ νὰ ἀπαγορευτοῦν τὰ ἔντοκα δάνεια. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ γιατί οἱ γνωστοὶ τραπεζῖτες τῆς Ἀθήνας εἶναι σχετικὰ λίγοι καὶ ἀκόμη τὸ γιατί οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν μέτοικοι καὶ εἶχαν ὑπαλλήλους δούλους. 

Ὡστόσο ἡ τιμιότητα καὶ ἡ ἐντιμότητα τῶν τραπεζιτῶν ἦταν ὑπεράνω πάσης ἀμφισβητήσεως, ὅπως καθαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὴν ἰσχὺ ποὺ εἶχαν οἱ μαρτυρίες τους στὰ δικαστήρια. Ὡς μέτοικοι στεροῦνταν, ὡς γνωστόν, τοῦ δικαιώματος νὰ ἔχουν ἀκίνητη περιουσία. Ἑπομένως στὰ δάνεια ποὺ ἔδιναν δὲν μποροῦσαν νὰ ζητήσουν ὑποθήκη ἀκινήτου καὶ αὐτὸ ὁπωσδήποτε ἐπηρέαζε καὶ τὸν καθορισμὸ τοῦ ὕψους τοῦ ἐπιτοκίου στὰ δάνειά τους. Πολὺ γνωστὸς τραπεζίτης τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ 4ου αἰ. ἦταν ὁ Πασίων, δοῦλος κι αὐτός, στὸν ὁποῖο τὰ ἀφεντικά του, ἀφοῦ τὸν ἀπελευθέρωσαν, πούλησαν (ἢ νοίκιασαν) τὴν τράπεζά τους. Αὔξησε τὴ ρευστότητα τῶν κεφαλαίων τῆς τράπεζας, διεύρυνε τὸν κύκλο τῶν ἐργασιῶν της καὶ εἰσήγαγε ὁρισμένες καινοτομίες στὸ ὅλο τραπεζικὸ σύστημα τῆς ἐποχῆς. Ἐξ αἰτίας τῶν δωρεῶν του πρὸς τὸ ἀθηναϊκὸ κράτος ἀπέκτησε τελικὰ πολιτικὰ δικαιώματα. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ αὐτός, ὅταν ἀποσύρθηκε γιὰ λόγους ὑγείας ἀπὸ τὴ δουλειά, νοίκιασε γιὰ λίγα χρόνια τὴν ἐπιχείρησή του στὸν δοῦλο του Φορμίωνα, τὸν ὁποῖο καὶ ἀπελευθέρωσε. Καὶ ὁ Φορμίων, ἀφοῦ κατάφερε νὰ ἀνοίξει δική του τράπεζα, ἔκανε μιὰ πολὺ πετυχημένη καριέρα τραπεζίτη, κερδίζοντας καὶ αὐτὸς τὰ δικαιώματα τοῦ ἀθηναίου πολίτη. 

Τελειώνοντας, θὰ ἤθελα νὰ μνημονεύσω μιὰ βασικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς σύγχρονες τράπεζες καὶ σ’ αὐτὲς τῆς ἀρχαιότητας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διαφορὰ τῶν ἀρχαίων καὶ τῶν σημερινῶν τραπεζιτῶν ὡς πρὸς τὴν κοινωνική τους θέση. 

Οἱ τράπεζες στὶς ἡμέρες μας εἶναι βασικὰ πιστωτικὰ ἱδρύματα ποὺ στοχεύουν στὴν ἐνθάρρυνση παραγωγικῶν ἐπενδύσεων ἐνῷ στὴν ἀρχαία Ἀθήνα τὰ χρήματα τῶν τραπεζῶν δὲν κατευθύνονταν σὲ παραγωγικοὺς σκοπούς. Ὅπως ἐπισημαίνουν οἱ Μ. Μ. Austin – Ρ. Vidal Naquet, «τὸ βασικὸ γνώρισμα τῆς σύγχρονης τράπεζας ἀπουσίαζε ἀπὸ τὶς τράπεζες τῆς κλασικῆς Ἑλλάδας». 

Ἄρθρο Μιχάλης Α. Τιβέριος, καθηγητὴς Κλασικῆς Ἀρχαιολογίας στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις