Ο κόσμος, μέσω των μεγάλων συγκεντρώσεων για την τραγωδία των Τεμπών που πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, έχει σαφώς εκφράσει την απογοήτευσή του. Παρά το γεγονός ότι το μήνυμα είναι εξαιρετικά ξεκάθαρο, το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία φαίνεται να το αγνοούν, συνεχίζοντας να αντιμετωπίζουν την κατάσταση με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο, χωρίς να αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα των ανησυχιών και των αντιδράσεων του κόσμου.
Η κυβέρνηση, πρόσφατα, επιδόθηκε σε πανηγυρισμούς επειδή στις παρελάσεις της 25ης Μαρτίου δεν υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τους πολίτες, όπως αγανάκτηση ή αποδοκιμασία προς τους υπουργούς. Όμως, αυτή η “ηρεμία” που παρουσίασε, ήταν στην πραγματικότητα μια φανταστική εικόνα που δημιούργησε η κυβέρνηση για να αναδείξει την ιδέα της αποδοχής της κοινωνίας, χρησιμοποιώντας την πόλωση και τις αντιπαραθέσεις ως μέσο διαχείρισης της επικαιρότητας. Παρ’ όλα αυτά, τόσο στις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη όσο και στις παρελάσεις, δεν παρατηρήθηκαν φαινόμενα βίας ή εκρήξεων θυμού. Όποιος παρακολούθησε προσεκτικά αυτές τις διαδηλώσεις ή εξέτασε τις εικόνες από τα βίντεο των συμμετεχόντων, θα διαπίστωνε ότι το πλήθος που συμμετείχε, περιλαμβάνοντας και τη μεσαία τάξη, δεν έχει καμία σχέση με τα ακραία και βίαια πλήθη του 2012, όταν το κοινωνικό τοπίο χαρακτηριζόταν από τις έντονες εκρήξεις θυμού και αναταραχής.
Το ενδιαφέρον σε αυτή τη νέα αντίδραση, όμως, είναι πως δεν υπήρξε εκδηλωμένος θυμός ή βία, αλλά ένας «βρασμός» χωρίς θυμό. Οι διαδηλωτές εκδήλωσαν την απογοήτευσή τους με ηρεμία και σεβασμό, και κυρίως με περιφρόνηση. Ο νέος θυμός, που διακατέχει την κοινωνία, δεν εκφράζεται πια με βίαιες πράξεις, σπασίματα ή κακές αντιδράσεις. Αντίθετα, ο θυμός εκδηλώνεται με περιφρόνηση. Αυτή η περιφρόνηση αφορά τη μείωση της αξιοπιστίας των θεσμών, της πολιτικής ηγεσίας, των συνδικαλιστών, των τραπεζιτών, των δικαστών, των μητροπολιτών και όλων εκείνων που θεωρούνται υπεύθυνοι για την κατάσταση. Εκδηλώνεται με την αδιαφορία για τα λόγια τους, την άρνηση να τους ακούσουν, και την περιφρόνηση για την εξουσία που εκπροσωπούν. Σήμερα, ακόμα και οι πολιτικοί και οι δημόσιοι φορείς που συνήθως απολαμβάνουν ευρεία αναγνώριση, πλέον, δεν έχουν κανένα ακροατήριο – το κοινό δεν τους ακούει, ακόμη και όταν αυτοί προσπαθούν να επηρεάσουν τις κοινωνικές συζητήσεις.
Αυτό το νέο συναισθηματικό βήμα στην κοινωνία, από τον θυμό στην περιφρόνηση, αποκαλύπτει ότι οι πολίτες πλέον, παρά την αρχική οργή, έχουν «παραδώσει» την ελπίδα τους για αλλαγή στους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς. Δεν περιμένουν πια τίποτα από τους ηγέτες τους. Η ελπίδα που συνδέεται με τον θυμό έχει εξανεμιστεί. Αυτό το συναισθηματικό άλμα αποδεικνύει μια κατάσταση απογοήτευσης και αδράνειας που χαρακτηρίζει την κοινωνία σήμερα. Η απογοήτευση οδηγεί τους ανθρώπους στο να αποστασιοποιηθούν από το σύστημα και να απομακρυνθούν από τις παραδοσιακές μορφές αντίδρασης, που βασίζονται στη διαμαρτυρία και τις εντάσεις.
Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η απογοήτευση δεν περιορίζεται μόνο στα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας, αλλά αγγίζει και την ανώτερη μεσαία τάξη. Αυτοί οι άνθρωποι, που συνήθως θεωρούνται πιο ευνοημένοι και πιο προστατευμένοι, βλέπουν ότι η καθημερινότητά τους έχει κατακλυστεί από μια σειρά προβλημάτων και αδικιών που δεν μπορεί πια να αγνοήσει κανείς. Αυτή η τάξη φαίνεται να έχει αποδεχτεί τη σκιά μιας πραγματικότητας όπου τα προσωπικά δεδομένα παρακολουθούνται διαρκώς, και η οικονομική δύναμη συγκεντρώνεται σε λίγες μεγάλες εταιρείες που κυριαρχούν σε όλους τους τομείς της αγοράς. Οι άνθρωποι αυτοί, έχοντας απογοητευτεί, είναι εξοργισμένοι από την ελίτ των μεγάλων επιχειρήσεων και τα συμφέροντα που εκμεταλλεύονται τις θέσεις τους, ενώ οι υπόλοιποι παραμένουν αγνοημένοι και παραμελημένοι.
Αυτοί οι πολίτες, λοιπόν, απομακρύνονται από τις παραδοσιακές μορφές αντίδρασης και προχωρούν σε μια ειρηνική επανάσταση, χωρίς να εκφράζουν τον θυμό τους με φωνές και βία, αλλά με μια σιωπηρή και αποφασιστική αδιαφορία. Αυτή η στάση αντικατοπτρίζει την αποδοκιμασία τους απέναντι σε όλους τους θεσμούς του πολιτικού συστήματος, που εκλαμβάνονται ως διεφθαρμένοι και αναποτελεσματικοί.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να αναγνωρίζει αυτή την αλλαγή και αυτή την απογοήτευση. Αντί να κατανοήσει την κλίση της κοινωνίας και να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες και τις επιθυμίες του κόσμου, συνεχίζει να υποκρίνεται και να ζει στον κόσμο της, αποφεύγοντας να αντιληφθεί την αλήθεια που βρίσκεται μπροστά της. Το πολιτικό σύστημα, σύμφωνα με την ανάλυση, αποφεύγει την αναγνώριση των πραγματικών προβλημάτων και, με την αλαζονεία της εξουσίας, συνεχίζει την ίδια πορεία, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Αυτό το σύστημα δεν περιορίζεται μόνο στην κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο. Περιλαμβάνει επίσης τη Δικαιοσύνη, η οποία παρά τα τραγικά γεγονότα, όπως τα Τέμπη, παραμένει αδρανής και συνεχίζει να εκδίδει αποφάσεις που αμφισβητούν την εμπιστοσύνη του κοινού. Περιλαμβάνει και τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία έχουν χάσει τη σύνδεση με το κοινό και πλέον παρακολουθούνται μόνο από το 30% των τηλεθεατών. Η κοινωνία δεν «βλέπει» πλέον τις παραδοσιακές τηλεοπτικές εκπομπές ή τις κυβερνητικές συνεντεύξεις, οι οποίες δείχνουν να χάνουν το ενδιαφέρον του κοινού. Ακόμα και η Εκκλησία, που κάποτε διατηρούσε ένα σημαντικό κοινωνικό ρόλο, αντιμετωπίζει την κριτική για την αργοπορημένη και ανεπαρκή αντίδρασή της, όπως φάνηκε από την καθυστερημένη αντίδραση στους πρόσφατους πολιτιστικούς και κοινωνικούς θορύβους. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι το σύστημα, όσο και αν προσπαθεί να το αγνοήσει, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια βαθιά και αμετάκλητη αλλαγή στην κοινωνία.
Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα φαίνεται να έχει αλλάξει δραματικά και να έχει επηρεάσει τις προτιμήσεις των πολιτών, οι οποίοι πλέον αναζητούν νέες επιλογές πέρα από τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές. Μάλιστα, φαίνεται ότι πλέον είναι δυνατόν για κάθε πολίτη να διεκδικήσει ψήφο ανεξαρτήτως πολιτικού χώρου, με τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές του πολιτικού συστήματος να έχουν εξαφανιστεί.
Ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας, που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές του κόμματος, αναφέρουν πλέον την πρόθεση τους να στραφούν σε άλλες πολιτικές επιλογές, ενώ η ίδια η Νέα Δημοκρατία, προσπαθώντας να διατηρήσει τη συσπείρωσή της, έδωσε νέα ζωή στη Ζωή, προσπαθώντας να την αναδείξει ως μια «συριζαϊκή» επιλογή, για να προσελκύσει τους απογοητευμένους ψηφοφόρους. Αυτό φανερώνει μια κοινωνία που δείχνει να μην αποδέχεται τις παραδοσιακές πολιτικές ταυτότητες και να αναζητά νέες εκδοχές της πολιτικής.
Παρά τις διαδοχικές ειδοποιήσεις και τα μηνύματα που στάλθηκαν μέσω διαφόρων γεγονότων, όπως οι εκλογές του 2024 και οι μεγάλες διαδηλώσεις, το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να έχει λάβει σοβαρά υπόψη του τις ανησυχίες της κοινωνίας. Η αποχή από τις εκλογές και οι διαδηλώσεις θεωρήθηκαν από την κυβέρνηση ως μια «παράξενη» αντίδραση του κόσμου, η οποία ερμηνεύθηκε με τον τρόπο που εξυπηρετεί τα συμφέροντά της: «Μας είπαν με την αποχή ότι είστε καλοί, αλλά μας θέλουν καλύτερους». Η αντίδραση του πολιτικού συστήματος, παραμένοντας αδρανής και αμετάβλητη, μοιάζει να αντιμετωπίζει τις κοινωνικές διαμαρτυρίες με ειρωνεία και αδιαφορία, προτιμώντας την «κακομεταχείριση» της δημόσιας συζήτησης παρά την αναγνώριση των αιτίων της κοινωνικής απογοήτευσης.
Οι θεσμοί, όπως το Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη, δεν καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με σοβαρότητα. Αντιθέτως, οι ενέργειες τους φαίνονται να δημιουργούν περισσότερο χάος και σύγχυση. Η κυβερνητική πολιτική, η οποία συχνά παραβιάζει το Σύνταγμα, η αλληλεγγύη των θεσμών και τα ΜΜΕ που υποστηρίζουν το κατεστημένο, καταλήγουν να επιτίθενται σε όποιον προσπαθεί να διαμαρτυρηθεί ή να εκφράσει διαφορετική άποψη, αποδεικνύοντας έτσι μια αναλγησία και μια αποσύνδεση από την πραγματικότητα της κοινωνίας.
Είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψουμε ότι οι υπεύθυνοι του πολιτικού συστήματος δεν κατανοούν τις συνέπειες των πράξεών τους. Μάλλον, αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι ότι η λαϊκή αγανάκτηση και απογοήτευση είναι προτιμότερη για αυτούς από την πιθανότητα να αποκαλυφθούν τα πολιτικά τους εγκλήματα. Η αποδοχή της κοινωνικής δυσαρέσκειας φαίνεται να είναι πιο εύκολη από την ανάγκη για ουσιαστική αλλαγή.
Αυτή η κατάσταση οδηγεί την κοινωνία σε μια δυστοπία. Οι πολίτες βρίσκονται σε μια παγίδα, παλεύοντας για τη δημοκρατία και την ελευθερία, έχοντας βιώσει έναν κόσμο που έχει προοδεύσει μόνο για να καταλήξει σε έναν νέο καθεστώς όπου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες τους περιορίζονται, κάτω από μια συγκέντρωση εξουσίας που θυμίζει τα «σοβιέτ» του παρελθόντος. Ο κόσμος, αντί να «πετάει» από τα αεροπλάνα προς την ελευθερία, όπως αναφέρει ο εγγονός ενός φίλου, είναι η κοινωνία που «πετάει» προς την ελευθερία, έχοντας αποδεχτεί την ανάγκη να υπερασπιστεί τα βασικά της δικαιώματα και την ελευθερία της έκφρασης, ακόμα και απέναντι στην αυταρχική κυριαρχία του πολιτικού συστήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου