ΑΥΤΟΧΘΩΝ
αὐτόχθων αυτός = ο ίδιος + χθών-χθονός = γη
αυτός που κατοικεί από την αρχή στη γη των προγόνων του.
ΙΘΑΓΕΝΗΣ
ιθαγενής ιθύς= ευθύς, ίσιος, κατευθείαν+γένος:
αυτός που προέρχεται απευθείας από το ίδιο γένος των προγόνων, που δεν έχει φυλετικές προσμίξεις.
(Οι γηγενείς είχαν ως καύχημα την εντοπιότητα).
Ο Ησύχιος ερμηνεύει:
εὐθέως, ταχέως.
( Ὁμηρικὸ εἶθαρ).
Στη Ν. Ελληνική δηλώνει κυρίως τους αυτόχθονες των τόπων που ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι από τον 15ο αι. και μετά.
Με αυτή τη χρήση η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. indigene=αυτόχθων λατ. indigena, σε αντιδιαστολή προς το Ευρωπαίος.
ΥΠΗΚΟΟΣ
υπό + ακοή = αυτός που υπόκειται υπακούει στην πολιτική εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγέτη.
Είναι δηλαδή πολίτης ενός κράτους.
ΓΗΓΕΝΗΣ
γη + -γενής γένος
αυτός που ζει στη χώρα που γεννήθηκε ο ίδιος και οι γονείς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου