Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Kαι τώρα αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα κ. Μητσοτάκη…


Εάν οι υπεύθυνοι της βιομηχανίας του Χόλιγουντ ή του Netflix διέθεταν έστω και στοιχειώδη προνοητικότητα, θα έπρεπε ήδη να είχαν προσλάβει ως σεναριογράφους τους νομικούς, τους δικηγόρους και τους λογογράφους που βρίσκονται στο επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αντίστοιχα, θα τους προσέφεραν άμεσα όσα χρήματα ζητούσαν, με την απαραίτητη προϋπόθεση να εργάζονται αποκλειστικά προς όφελος των επιχειρηματικών τους συμφερόντων, ενισχύοντας έτσι την 7η Τέχνη με τις ιστορίες τους.

Τα όσα παραλογισμένα και απίστευτα συμβαίνουν στη χώρα μας υπό το καθεστώς Μητσοτάκη είναι πέρα από κάθε λογική κατανόηση. Κανένας σεναριογράφος, όσο διακεκριμένος και ευρηματικός κι αν είναι, δεν θα μπορούσε να καταγράψει αυτή την πραγματικότητα σε σενάριο και να την παρουσιάσει ως πολιτική πράξη.

Η εγκληματική συμμορία της εξουσίας ανησύχησε από την έντονη αντίδραση του κόσμου για την τραγωδία των Τεμπών. Σε μια απόπειρα να αναστρέψει την κατάσταση, αποφάσισε να αναθεωρήσει τη στρατηγική της, αλλά η κίνηση αυτή μοιάζει με ελιγμό πανικού. Από την τέταρτη ταχύτητα που κινούνταν, ξαφνικά βρέθηκαν να «κινούν» την κατάσταση προς τα πίσω, σε μια προσπάθεια να βγάλουν άκρη.

Αυτό που φαινόταν σαφές και αδιαμφισβήτητο με τις δημόσιες τοποθετήσεις του πρωθυπουργού σχετικά με το ατύχημα των Τεμπών, ότι δεν υπήρχε εύφλεκτο φορτίο, τώρα φαίνεται να αναθεωρείται, με την υπόθεση να επανέρχεται στη Βουλή και να τίθεται υπό συζήτηση η δυνατότητα προανακριτικής.

Η αμέλεια του σταθμάρχη και η ατυχία του μηχανοδηγού παρουσιάστηκαν ως τα κύρια αίτια της τραγωδίας, δίνοντας στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να απαλλαγεί από την ευθύνη και να βρει εύκολα εξιλαστήρια θύματα. Ωστόσο, η απώλεια 57 ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, παραμένει μια ανεξίτηλη πληγή.

Στην ίδια στιγμή, ο πρωθυπουργός της Σερβίας παραιτήθηκε για ένα ατύχημα με λιγότερους θύματα, δείχνοντας τη διαφορά στη πολιτική ευθιξία και την έννοια της πολιτικής ευθύνης. Αντίθετα, στη χώρα μας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δείχνει καμία διάθεση να αναλάβει την ευθύνη, αποδεικνύοντας ότι πέρα από κάθε ανθρώπινο όριο, όχι μόνο δεν προτίθεται να παραιτηθεί, αλλά συνεχίζει να παραπλανά την κοινή γνώμη, ενώ περιβάλλεται από ένα διαπλεκόμενο και ελεγχόμενο μιντιακό σύστημα που τον στηρίζει. Παρά τα όσα έχουν συμβεί, η στρατηγική του παραμένει η ίδια: να παρουσιαστεί ως ο ισχυρός ηγέτης που θα ρίξει φως στην υπόθεση, ενώ στην πραγματικότητα επιχειρεί να κερδίσει πολιτικά από την τραγωδία.

Όλα αυτά τα τρομακτικά και «ανάποδα» σενάρια, που μοιάζουν σαν σκηνές από μια ταινία τρόμου, προκειμένου να γίνουν πραγματικότητα από τους υπερταλαντούχους πρωταγωνιστές του Κυριάκου Μητσοτάκη, απαιτούν και το αντίστοιχο φιλοθεάμον κοινό. Αυτό το κοινό θα πρέπει να γεμίσει ασφυκτικά τις «κινηματογραφικές αίθουσες» του Νεομητσοτακισμού, αφήνοντας στον «κινηματογραφικό» κουμπαρά του τη δική του ψήφο, η οποία είναι το πιο σημαντικό του «εισιτήριο».

Όμως, ας μην περιμένουμε πολλά από τον ενιαίο πολιτικό μας θίασο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αστεία και άνευρη δήλωση του κ. Ανδρουλάκη για το επίπεδο ενός πολιτικού αρχηγού, λίγο μετά τα πρωτοφανή σε όγκο συλλαλητήρια. Ο ηγέτης του «ακρωτηριασμένου» ΠΑΣΟΚ, αντί να ασκήσει κριτική στη κυβέρνηση, εκτίμησε ότι πρέπει να παραιτηθεί η διοίκηση της ΕΡΤ επειδή «έθαψε» τις διαδηλώσεις, χωρίς να αναφέρει το παραμικρό για το πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή το κεφάλι του σάπιου και «βρωμερού» ψαριού που οδηγεί τη χώρα. Εξίσου απογοητευτική ήταν η τοποθέτηση της κυρίας Διαμαντοπούλου, η οποία, ως νεόκοπη πολιτικός που φαίνεται να προσγειώθηκε χθες στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, υπερασπίστηκε έμμεσα την κυβέρνηση και το «τεκμήριο της αθωότητάς» της. Εκείνοι, λοιπόν, απορούν για τα χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά τους, χωρίς να συνειδητοποιούν την πολιτική τους ένδεια.

Εντύπωση προκαλεί επίσης η σιωπή του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος φαίνεται να διατυμπανίζει με τον δικό του τρόπο ότι έχει αλλάξει «ενδιαφέροντα» και «επαγγελματικούς προσανατολισμούς». Το εγχώριο σύστημα, τρομοκρατημένο αλλά με αρκετές εναλλακτικές επιλογές στα χέρια του, θα συνεχίσει την προσφιλή του επικοινωνιακή τακτική, με τεχνάσματα, καθυστερήσεις, αλλαγή ατζέντας και οργανωμένους αποπροσανατολισμούς της κοινής γνώμης. Ή, αν η κατάσταση ξεφύγει, θα απομακρύνει όποιους θεωρεί πια αχρείαστους.

Τρεις εβδομάδες μετά το δυστύχημα είχε βγάλει τις αποφάσεις του εκ των προτέρων

Καμία», απαντά στο ερώτημα αν η μεγάλη φωτιά είχε σχέση με τα υλικά που μετέφερε το τραίνο. Και συνεχίζει:

«Το γνωρίζουμε αυτό πια με βεβαιότητα. Γνωρίζουμε ακριβώς τι μετέφερε το εμπορικό τρένο. Δεν υπήρχε τίποτα εύφλεκτο. Η σύγκρουση ήταν τόσο βίαιη και τόσο σφοδρή που προκάλεσε, αυτό μας λένε οι ειδικοί, μία πρώτη ανάφλεξη και προφανώς στη συνέχεια υπήρχαν εύφλεκτα υλικά -λάδια- τα οποία πήρανε φωτιά όταν έγινε η σύγκρουση. Άρα, σε αυτό θέλω να το απαντήσω κατηγορηματικά γιατί ξέρετε -όχι μόνο στη χώρα μας- πια παντού ευδοκιμούν οι θεωρίες συνωμοσίες. Δεν υπήρχε τίποτα ύποπτο στην εμπορική αμαξοστοιχία.» 

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αποφεύγει σαν τον διάολο το λιβάνι αυτό το ενδεχόμενο κάτι που παραπέμπει σε άλλες σκέψεις. Θα τον άγγιζε μια αντίθετη αποκάλυψη που ίσως θα έδειχνε προς την κατεύθυνση παράνομου κυκλώματος παράνομης διακίνησης απαγορευμένου φορτίου; Κανείς δεν είχε πει κάτι τέτοιο!

Τρεις εβδομάδες μετά το δυστύχημα προεξοφληθεί «με βεβαιότητα» και δηλώνει πως γνωρίζει (με βεβαιότητα) τι μετέφερε το εμπορικό τρένο. Και το προεξοφληθεί λέγοντας: «Δεν μετέφερε τίποτα εύφλεκτο». Γιατί αισθάνεται την ανάγκη να είναι τόσο καταφατικός και δεν παραπέμπει στις έρευνες; Γιατί ακόμα και στην ερώτηση δεν απαντά «απευθυνθείτε στους ειδικούς»;

Προχωρά όμως ακόμα πιο πέρα:

Προσθέτει κατηγορίες ότι«ευδοκιμούν οι θεωρίες συνωμοσίας» προσβάλλοντας και προσπαθώντας να αποδομήσει αντίθετες δηλώσεις και εκτιμήσεις ειδικών. Και συνεχίζει επίσης με το απόλυτο ύφος του «δεν υπήρχε τίποτα ύποπτο στην εμπορική αμαξοστοιχία».

Τι τον κάνει να αποκλείει αυτό το σενάριο; Ουδείς τον κατηγόρησε ότι έβαλε η κυβέρνηση εύφλεκτες ύλες! Γιατί αποφεύγει και αποκλείει κάποιο τέτοιο σενάριο το οποίο ενδέχεται να ενέπλεκε κάποιο κύκλωμα όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες υποθέσεις. Τι ακριβώς φοβόταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν προτίμησε να αποκλείσει το σενάριο παρά να παραπέμψει σε ειδικούς;

Τι φοβάται και δεν δίνει τον λόγο σε ανεξάρτητη έρευνα και στους ειδικούς αλλά αντίθετα σπεύδει από την πρώτη στιγμή να αποκλείσει αυτό το σενάριο;

Και τελικά, τι τον κάνει να προεξοφλεί την απουσία παράνομων υλικών που θα οδηγούσαν σε εξάλειψη κάποιου κυκλώματος, έστω και αργά…

Αεροπειρατεία των θεσμών η συγκάλυψη

Η συγκέντρωση του περασμένου Κυριακάτικου συλλαλητηρίου στο Σύνταγμα, που αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα της τελευταίας δεκαετίας, δεν είχε ως μοναδικό κινητήριο λόγο το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, όσο κι αν αυτό καθόρισε τη δημόσια ατμόσφαιρα. Η πραγματική κινητοποίηση, όπως υποστηρίζεται, προήλθε από την επιχείρηση συγκάλυψης που άρχισε να εκτυλίσσεται αμέσως μετά το δυστύχημα. Αυτό το κάλυμμα δεν αφορούσε απλά την παραβίαση νόμων ή διαδικασιών, αλλά την προσπάθεια να παραμείνουν κρυφές σοβαρές αποκαλύψεις, όπως αυτή της έκρηξης που σκότωσε δεκάδες ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχασαν τη ζωή τους από την σύγκρουση αλλά από την έκρηξη. Κι αυτή η εξαιρετικά σοβαρή πτυχή των γεγονότων δεν πρέπει να αγνοείται, καθώς αφορά άμεσα τη ζωή και την ασφάλεια των πολιτών.

Η προσπάθεια να κρυφτούν οι κρίσιμες αποδείξεις από την αρχή της έρευνας, όπως η απώλεια βιντεοσκοπημένων και η αφαίρεση εγγράφων, αναδεικνύει την προσπάθεια συστηματικής συγκάλυψης που από την πρώτη στιγμή προσπαθεί να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη και να αποτρέψει την απόδοση δικαιοσύνης. Αντ’ αυτού, η δικαιοσύνη, αντί να παρέμβει άμεσα και να ερευνήσει τα γεγονότα, φαίνεται να έχει αποδεχτεί μια στάση αδιαφορίας ή και υποχωρητικότητας, παραμένοντας ανενεργή και αφήνοντας τα ερωτήματα να συσσωρεύονται. Οι δικαστικοί λειτουργοί, ανεξαρτήτως της εκτίμησης που τους πρέπει, δεν πρέπει να είναι άμοιροι ευθυνών, και είναι ξεκάθαρο ότι αρκετοί δεν αξίζουν τον σεβασμό που τους αποδίδεται, ειδικά όταν τα γεγονότα φωνάζουν για άμεση παρέμβαση.

Το πιο σημαντικό θύμα αυτής της υπόθεσης, πέρα από την τραγική απώλεια νέων ανθρώπων, είναι η αξιοπιστία του ελληνικού κράτους και των θεσμών του. Η μαζική συμμετοχή των πολιτών στην κινητοποίηση είναι, ουσιαστικά, μια κραυγή για δικαιοσύνη και μια αντίδραση απέναντι στην ξεδιάντροπη διαχείριση των γεγονότων. Οι πολίτες δεν αποδέχονται να περάσουν οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και οι μεθοδεύσεις χωρίς αντίδραση, και το κύριο μήνυμα που αποστέλλουν είναι ότι δεν θα αφήσουν την πολιτεία να κρύψει την αλήθεια και να αποπέμψει τη δικαιοσύνη σε δεύτερη μοίρα.

Η απογοήτευση από την αδράνεια και την αποτυχία της πολιτείας να παρέμβει και να αποδώσει δικαιοσύνη είναι τόσο έντονη που η κινητοποίηση, αν και δεν έχει κομματική ή αντιπολιτευτική χροιά, αποτελεί μια αποκαλυπτική εκδήλωση της αμφισβήτησης της ελληνικής δημοκρατίας και των θεσμών της. Είναι, με άλλα λόγια, μια επίδειξη της απογοήτευσης και του θυμού των πολιτών, οι οποίοι βλέπουν ότι η δικαιοσύνη και οι θεσμοί δεν λειτουργούν για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, αλλά μάλλον για να εξυπηρετήσουν σκοπιμότητες.

Τα λόγια του καθηγητή που καθυστέρησε να παραδώσει το πόρισμα και οι πιέσεις που φαίνεται να δέχτηκε είναι ενδεικτικά της πίεσης που ασκείται σε αυτούς που πρέπει να αποφανθούν για την αλήθεια. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και με τους ανακριτές που δεν εξετάζουν σε βάθος τα στοιχεία που θα έπρεπε να έχουν ερευνηθεί. Όλοι αυτοί φαίνεται να κινούνται κάτω από την επιρροή ισχυρών παραγόντων, οι οποίοι καθοδηγούν τις ενέργειες και τις αποφάσεις της κυβέρνησης και των θεσμικών οργάνων.

Επιπλέον, η δημόσια διαπόμπευση και η δολοφονία χαρακτήρα μέσω των social media, την οποία δέχονται συγγενείς των θυμάτων και άλλοι, αποκαλύπτει την προσπάθεια εξουθένωσης κάθε φωνής αντίστασης και αμφισβήτησης. Αντί να επικεντρωθούμε στην αποκάλυψη της αλήθειας, συσχετιζόμαστε με μια τεχνητή εικόνα που εξυπηρετεί τα συμφέροντα αυτών που προσπαθούν να καλύψουν τις ευθύνες τους.

Αυτή η κινητοποίηση, η οποία υπερέβη τα στενά όρια της κομματικής πολιτικής, φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη για έναν πιο υπεύθυνο και αξιόπιστο πολιτικό διάλογο και την αναγκαία ανασυγκρότηση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Τα γεγονότα του περασμένου Κυριακάτικου συλλαλητηρίου, και η σφοδρή αντίδραση της κοινωνίας, καταδεικνύουν ότι η παρακμή και η αλαζονεία της κυβέρνησης μπορεί να οδηγήσουν την κατάσταση σε ακόμα πιο επικίνδυνες καταστάσεις για το μέλλον.

Χωρίς τον Κοκοτσάκη και τα ευρήματά του η διερεύνηση για το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών θα είχε «σβήσει»

Ο Βασίλης Κοκοτσάκης καταγγέλλει μια οργανωμένη προσπάθεια να «δολοφονηθεί» ο χαρακτήρας του με ψεύδη και προσφεύγει στη Δικαιοσύνη. Τα ευρήματά του για την τραγωδία των Τεμπών έχουν αποδειχθεί τόσο σημαντικά και καθοριστικά τα τελευταία δύο χρόνια, που συνεχώς εκθέτουν και στριμώχνουν έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό. Σήμερα, ο πόλεμος εναντίον του έχει κορυφωθεί, και η μαζικότητα των πρόσφατων συγκεντρώσεων με αφορμή τις αποκαλύψεις του τον φέρνει πλέον αντιμέτωπο ευθέως με το Μαξίμου.

Χωρίς τον Κρητικό πραγματογνώμονα, που εργάστηκε ακούραστα για τις οικογένειες των θυμάτων των Τεμπών, και τα ευρήματά του, η έρευνα για το πολύνεκρο δυστύχημα θα είχε «σβήσει» από τον πρώτο κιόλας χρόνο. Η επικαιρότητα θα είχε στραφεί σε άλλα θέματα και η συσκοτισμένη δίκη θα είχε όχι μόνο ξεκινήσει, αλλά και προχωρήσει προς μια «βολική» ολοκλήρωση, με το αφήγημα του πρωθυπουργού να κυριαρχεί, το οποίο θα απέδιδε την ευθύνη στον… σταθμάρχη.

Η συνεχής στοχοποίηση του Κοκοτσάκη έχει σαφή αιτία. Ο ίδιος διαρκώς εκθέτει τις ατελέσφορες ανακριτικές έρευνες, καταρρίπτει τα κρατικά πορίσματα και διαψεύδει τα κυβερνητικά αφηγήματα. Με τα αδιάσειστα στοιχεία του κρατάει το ζήτημα ψηλά και ενοχλεί αυτούς που θέλουν να το θάψουν.

  1. Είναι ο πρώτος που διερεύνησε, ως ειδικός στις πυρκαγιές, την ύπαρξη ενός «μανιταριού» αμέσως μετά τη σύγκρουση των δύο τρένων. Αρχικά, αμφισβητήθηκε η διαπίστωση του για χημική έκρηξη, καθώς ο ίδιος ο Μητσοτάκης είχε δηλώσει ότι δεν υπήρχε τίποτα ύποπτο στην εμπορική αμαξοστοιχία. Σήμερα, ωστόσο, όλοι αποδέχονται το πόρισμα του Κοκοτσάκη.
  2. Αργότερα, ο Κοκοτσάκης έκανε λόγο για παράνομο φορτίο με εκρηκτικές ύλες στην εμπορική αμαξοστοιχία, εντοπίζοντας και το βαγόνι. Παρά τις έντονες αντιδράσεις και ειρωνείες, δικαιώθηκε πλήρως.
  3. Ο Κοκοτσάκης ήταν εκείνος που διέψευσε το παραμύθι περί έκρηξης από «έλαιο σιλικόνης» που παρουσίασαν τα πορίσματα της Πυροσβεστικής και του Χημείου του Κράτους.
  4. Είναι ο πραγματογνώμονας που απέδειξε, με στοιχεία, ότι δεν πέθαναν όλοι οι επιβάτες από τη σύγκρουση, όπως ήθελαν να πιστεύουμε οι επίσημες Αρχές και το Μαξίμου, αλλά ότι ένα σημαντικό ποσοστό, ενδεχομένως και οι μισοί, κάηκαν ζωντανοί από τις εκρηκτικές ύλες. Και σε αυτό το σημείο, επιχειρήθηκε να απαξιωθεί ο Κοκοτσάκης, αλλά και πάλι αποδείχθηκε ότι η αλήθεια ήταν με το μέρος του.

Είναι σαφές ότι ο Κοκοτσάκης έχει αφιερώσει τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του για να αποκαλύψει όσα συγκαλύπτονται. Αν σήμερα μιλάμε για έγκλημα, είναι κυρίως χάρη στα ευρήματά του, τα οποία αρχικά αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία από το Μαξίμου, αλλά που με την πορεία των γεγονότων δικαιώνονται.

Η αρχική του πραγματογνωμοσύνη επικαιροποιήθηκε πολλές φορές, και διαρκώς βάθυνε. Συνεργάστηκε με εξειδικευμένα κέντρα του εξωτερικού για να βρει όσα η ελληνική Δικαιοσύνη αρνήθηκε να αναζητήσει, όσα εμπόδιζαν η Πυροσβεστική, ο ΟΣΕ και το οργανωμένο σύστημα γύρω από το Μαξίμου, το οποίο πειθαρχούσε στις επιταγές μιας απάνθρωπης συγκάλυψης.

Ο Κοκοτσάκης εντόπισε ακόμα και φωτογραφίες που απεικονίζουν περίεργες φιγούρες αγνώστων γύρω από τα τρένα αμέσως μετά την έκρηξη, αλλά και πεταμένα συντρίμμια που παρέμεναν εκεί μετά το δυστύχημα, όπως και πλαστογραφημένες φωτογραφίες των βαγονιών από τις ίδιες τις Αρχές.

Προχθές, ο Κοκοτσάκης έκανε μια ανάρτηση στο Facebook που προκαλεί ανησυχία: «Η στοχοποίησή μου μπορεί να καταστεί επικίνδυνη για μένα και την οικογένειά μου. Υπεύθυνους θεωρώ εκείνους που σχεδιάζουν, εξυφαίνουν και διασπείρουν τέτοιου είδους συκοφαντίες, μεταξύ των οποίων είναι και πρόσωπα που είναι υποχρεωμένα από το Σύνταγμα να προστατεύουν και όχι να εκθέτουν τους πολίτες».

Αντέδρασε με προσφυγή στη Δικαιοσύνη κατά δημοσιεύματος του site (Liberal) που τον κατηγορεί για μοντάζ διαλόγων και βίντεο, παραμονή της συγκέντρωσης στο Σύνταγμα, όπως και κατά του υπουργού Υγείας Άδωνη Γεωργιάδη, ο οποίος το υιοθέτησε χωρίς επιφυλάξεις. Αν και είναι ευρέως γνωστό ότι τις «μονταζιέρες» για την υπόθεση των Τεμπών τις διαχειρίζεται αποκλειστικά το Μαξίμου και οι εκλεκτοί του στον ΟΣΕ, κανείς άλλος.

Λίγες ώρες πριν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Μαρινάκης επιτέθηκε στον Κοκοτσάκη για τη συμπληρωματική έκθεσή του, κατηγορώντας τον ότι «παραπλανά τη γνώμη της κοινής γνώμης» και χαρακτηρίζοντας τις πραγματογνωμοσύνες του ως «μη αξιόπιστες». Ωστόσο, ο Μαρινάκης ξέχασε να αναφέρει ότι η μοναδική κρατική πραγματογνωμοσύνη για τα Τέμπη έως τώρα ήταν το αμφιβόλου αξίας πόρισμα της Πυροσβεστικής, που μιλούσε για «φωτιά από το εκνέφωμα του ελαίου ψύξης». Αν τώρα αναμένεται το νέο πόρισμα του ΕΜΠ για τα αίτια της έκρηξης, αυτό οφείλεται στην πίεση της έρευνας του Κοκοτσάκη.

Ο Κοκοτσάκης εκφράζει ανησυχία για την ασφάλειά του, δεδομένων των προβοκατόρικων ενεργειών εναντίον του. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, είναι άλλοι αυτοί που έχουν χάσει τον ύπνο τους από τα ευρήματά του, τα οποία συνεχώς ανατρέπουν το κυβερνητικό αφήγημα.

Αλλάζει γραμμή η κυβέρνηση

Στη Βουλή, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης παρουσιάστηκε με ένα νέο κυβερνητικό αφήγημα, το οποίο αντανακλά την πίεση που ασκούν οι μαζικές διαδηλώσεις για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή της Πλεύσης Ελευθερίας, Αλεξάνδρου Καζαμία, ο Μαρινάκης υποστήριξε ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να διερευνήσει οποιαδήποτε υπόθεση αν περιλαμβάνει το όνομα πολιτικού προσώπου, εφόσον αυτή φτάσει στη Βουλή, κάτι που αποτελεί στροφή από τη μέχρι τώρα στάση της κυβέρνησης. Αναφερόμενος στην πρόταση για σύσταση προκαταρκτικής εξέτασης για την περιβόητη σύμβαση 717, σημείωσε πως η πλειοψηφία την είχε απορρίψει.

Στην τοποθέτησή του, ο Μαρινάκης αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς περί συγκάλυψης, επισημαίνοντας πως η διαδικασία που ακολουθείται τα τελευταία δύο χρόνια δεν έχει απορρίψει τις έρευνες, αλλά αντιθέτως η κυβέρνηση έχει διευκολύνει κάθε έρευνα που αφορούσε πολιτικά πρόσωπα. Ειδικά για τη σύμβαση 717, ανέφερε ότι μόνο για αυτήν υπήρξε εξεταστική επιτροπή και όχι για άλλες υποθέσεις.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρθηκε και στη διαχείριση των συγκεντρώσεων από την ΕΡΤ, παραδεχόμενος ότι στο πρώτο δελτίο της Κυριακής, στις 12 το μεσημέρι, υπήρξε καθυστέρηση στην κάλυψη του θέματος, ωστόσο αντέτεινε ότι δεν υπήρξε προσπάθεια να υποβαθμιστεί η σημαντικότητα των συγκεντρώσεων. Υποστήριξε πως η ΕΡΤ έκανε σύνδεση με την πλατεία Συντάγματος πριν το δελτίο και ότι η συγκέντρωση δεν είχε ακόμη συγκεντρώσει πλήθος όταν το θέμα έπαιξε στο πρώτο δελτίο.

Αναφορικά με τις κατηγορίες για αστυνομική βία κατά φωτορεπόρτερ, ο Μαρινάκης δήλωσε πως η κυβέρνηση καταδικάζει κάθε επίθεση που οδηγεί σε τραυματισμό, παραδεχόμενος ότι υπήρξε επίθεση με μολότοφ κατά της αστυνομίας. Στην κριτική του Καζαμία, ο Μαρινάκης υπερασπίστηκε την κυβερνητική στάση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς περί «γκεμπελικών μεθόδων» και «μονταζιέρας».

Ο Αλεξάνδρος Καζαμίας αντέτεινε με σφοδρότητα, κατηγορώντας την κυβέρνηση για συγκάλυψη και παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Ο Καζαμίας τόνισε πως οι συνεχείς ψευδείς δηλώσεις της κυβέρνησης δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματική ευθύνη, ενώ καταδίκασε και τις πρακτικές του προεδρείου της Βουλής επί θητείας Τασούλα, το οποίο, όπως είπε, εμπόδιζε τους βουλευτές να αποκτήσουν πρόσβαση στη δικογραφία για τη σύμβαση 717.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις