Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Σύνδρομο «Κόπωσης συμπόνιας»: Τι είναι και γιατί χτυπάει πολλούς γιατρούς από την πανδημία και μετά


 Το σύνδρομο της «κόπωσης συμπόνιας» χτυπάει πολλούς γιατρούς από την πανδημία και μετά, οι οποίοι καταρρέουν από τον πόνο ασθενών - Η διαφορά από το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης - Οι έρευνες στο εξωτερικό και η ελληνική πραγματικότητα.

Τι είναι το σύνδρομο «κόπωσης ενσυναίσθησης» από το οποίο πάσχουν όλο και περισσότεροι γιατροί σε χώρες του εξωτερικού αλλά και την Ελλάδα; Πρόσφατη έρευνα που έγινε στο Ηνωμένο Βασίλειο (σε δείγμα 1.855 γιατρών) μέτρησε 7 στους 10 γενικούς γιατρούς να νιώθουν… κόπωση από τη συμπόνια. Γιατροί δηλαδή εξουθενωμένοι από τα ωράρια και τον φόρτο εργασίας, από το άγχος και την πίεση της καθημερινότητας, από τη συναισθηματική φόρτιση του λειτουργήματός τους. Στην Ελλάδα η «κόπωση ενσυναίσθησης» φαίνεται ότι είχε ήδη αποκτήσει βαθιές ρίζες πριν καν το σύνδρομο διαγνωστεί.

«Η κόπωση συμπόνιας ή κόπωση από συμπόνια είναι η συναισθηματική εξάντληση που προκαλείται από συνεχή έκθεση σε πόνο, σε τραύμα ή σε ανησυχία άλλων ανθρώπων» λέει στο «Βήμα» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Επικοινωνίας – ΜΜΕ και Δημόσιας Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας της Σχολής Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής Εφη Σίμου. Οπως εξηγεί, η κατάσταση αυτή, παρά το γεγονός ότι έχει κοινά στοιχεία με το burnout (σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης), δεν είναι το ίδιο.

«Τα συμπτώματα της κόπωσης συμπόνιας είναι η συναισθηματική αποστασιοποίηση, συναισθηματική εξάντληση, μειωμένη ενσυναίσθηση, έχει επιπτώσεις και στη σωματική υγεία (κούραση, πονοκεφάλους, διαταραχές στον ύπνο κ.λπ.), αλλαγές στη συμπεριφορά, απόσπαση της προσοχής». Και η απόσπαση της προσοχής δεν αποκλείεται να επηρεάσει την ποιότητα παροχής υγείας. Κάτι τέτοιο, μάλιστα, καταγράφεται και στις απόψεις των συμμετεχόντων στη βρετανική έρευνα: το 44% αυτών ανησυχούσαν ότι η κόπωση από συμπόνια θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο και στις παρεχόμενες υπηρεσίες ενώ το 77% των γενικών γιατρών δήλωσαν ότι επηρέασε την ικανότητά τους να επικοινωνούν με τους ασθενείς.

«Ενας γιατρός με ενσυναίσθηση, σύμφωνα με μελέτες, κάνει ορθότερες διαγνώσεις, λιγότερα ιατρικά λάθη, ζητάει λιγότερες άσκοπες εργαστηριακές εξετάσεις και επί της ουσίας επηρεάζεται όχι μόνο η ποιότητα ζωής και υγείας τού ασθενούς αλλά και η έκβαση της ασθένειάς του» επισημαίνει ο Βασίλης Κιοσσές. Ο κ. Κιοσσές είναι ψυχολόγος, εκπαιδευμένος στην Προσωποκεντρική Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα της ενσυναίσθησης στην εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας – το πρόγραμμά του «Ελα στη θέση μου, Γιατρέ!», βραβευμένο το 2019 με το Παγκόσμιο Βραβείο Καινοτομίας, διδάχθηκε ως μάθημα επιλογής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από το 2014 έως το 2017.

Επισημαίνει την έλλειψη εκπαίδευσης που θα θωράκιζε έναν γιατρό για να μπορέσει να σχετιστεί με έναν ασθενή του οποίου η υγεία ίσως βρίσκεται σε κίνδυνο. «Προκειμένου να αντέξει, επειδή δεν ξέρει πώς μπορεί να το κάνει, ο γιατρός υιοθετεί στάση απόσυρσης. Αποσυνδέεται συναισθηματικά, δεν έχει ενέργεια να νοιαστεί, νιώθει αδύναμος και ανίσχυρος, ενίοτε μπορεί να νιώθει θυμωμένος ή πολύ θλιμμένος».

Τι πρέπει να γίνει

Μπορεί να αντιμετωπιστεί ή να προβλεφθεί μια τέτοια κατάσταση; Με βάση την εμπειρία από το εξωτερικό, σύμφωνα με την κυρία Σίμου, μπορεί να γίνουν παρεμβάσεις σε δύο άξονες. «Ο ένας αφορά το εργασιακό περιβάλλον: σεμινάρια στα νοσοκομεία, π.χ., ώστε τα άτομα να αναγνωρίσουν, να κατανοήσουν, να μάθουν να διαχειρίζονται και να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα τα δικά τους και των άλλων, αλλά και ομάδες συζήτησης και υποστήριξης για μοίρασμα εμπειριών και συναισθημάτων. Ο δεύτερος άξονας αφορά την αυτοφροντίδα. Με βάση τη βιβλιογραφία, συνήθως τα άτομα που πάσχουν από το σύνδρομο συμπόνιας έχουν αυξημένη ενσυναίσθηση αλλά δεν έχουν διδαχθεί πώς θα θεσπίσουν προσωπικά όρια. Γιατί φυσικά μπορούμε να έχουμε ενσυναίσθηση χωρίς να καταρρεύσουμε από κόπωση συμπόνιας».

Το σύνδρομο αυτό φυσικά δεν αφορά μόνο τη Μεγάλη Βρετανία. Οπως αναφέρει o Καναδικός Ιατρικός Σύλλογος, η αλλαγή και η εντατικοποίηση της εργασίας των γιατρών λόγω COVID-19 αύξησαν κατά πολύ τα ποσοστά των γιατρών που πάσχουν από αυτό.


Επίσης, σε πρόσφατη αναφορά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σχετικά με την ψυχική υγεία των γιατρών στη Φινλανδία αναφέρεται ότι αποτελεί ένα σύνδρομο που δεν διαγιγνώσκεται εύκολα και δεν αντιμετωπίζεται όπως πρέπει. Παράλληλα, σε έρευνα σε 562 γιατρούς της Νοτιοδυτικής Κίνας που δημοσιεύτηκε πέρυσι στο περιοδικό «BMC Psychiatry», οι 417 (74,2%) είχαν διαταραχή ενσυναίσθησης, ενώ υψηλά ήταν τα ποσοστά των γιατρών που είχαν σοβαρή κόπωση συμπόνιας, με ένα μεγάλο μέρος αυτών να σκέφτονται να παραιτηθούν.


Στην Ελλάδα δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής αντίστοιχη έρευνα, αλλά «γνωρίζουμε τι συμβαίνει», όπως λέει στο «Βήμα» ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. «Οι έλληνες γιατροί δουλεύουν σε εξουθενωτικές συνθήκες. Για παράδειγμα, η ευρωπαϊκή οδηγία σχετικά με τις ώρες εργασίας και με τις ώρες ανάπαυσης δεν τηρείται στη χώρα μας – ο ΠΙΣ είναι στη φάση της προετοιμασίας για να απευθυνθεί γι’ αυτό το θέμα στα ευρωπαϊκά όργανα. Και η πραγματικότητα είναι ότι πολλές φορές δημιουργούνται θέματα γιατί ένας υπερβολικά κουρασμένος γιατρός ενδεχομένως να μην είναι πολύ χαμογελαστός, ενδεχομένως να μην έχει τη δυνατότητα να διαθέσει τον χρόνο που απαιτείται για να πλησιάσει με ενσυναίσθηση έναν ασθενή, και αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις». Οπως επισημαίνει ο κ. Εξαδάκτυλος, αυτό που επιδεινώνει τα πράγματα στη χώρα μας είναι ότι το ΕΣΥ δεν είναι ελκυστικό στους γιατρούς, με αποτέλεσμα να παραιτούνται. «Το τελευταίο τρίμηνο οι παραιτήσεις, ακόμα και στις χαμηλότερες βαθμίδες, είναι περισσότερες από τις συνταξιοδοτήσεις» καταλήγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις