Γιατί το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό γυρίζει την πλάτη στο ΕΣΥ - Το 65% των νέων γιατρών βλέπει την καριέρα του εκτός χώρας, ενώ 2 στους 3 νοσηλευτές θέλουν να παραιτηθούν
Το 2012, στην αρχή της οικονομικής κρίσης, αποφάσισε να αφήσει την Ελλάδα στα 32 του χρόνια και να φύγει με την έγκυο σύζυγό του για να εργαστεί σε νοσοκομείο της Σουηδίας. Ενδεκα χρόνια μετά, η ζωή τον έφερε πίσω στην Ελλάδα, αυτή τη φορά σε ογκολογική κλινική του ΕΣΥ. Ομως τα πράγματα αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τόσο ευοίωνα για τον έμπειρο πλέον νοσηλευτή όσο ήλπιζε.
«Αναγκαστήκαμε να φύγουμε, καθώς η κρίση είχε παγώσει τα πάντα. Ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα που εργαζόμουν η κατάσταση ήταν δύσκολη. Ο δε ερχομός του πρώτου μας παιδιού μάς έκανε να αποφασίσουμε την αναζήτηση δουλειάς στο εξωτερικό» λέει σήμερα ο ίδιος μιλώντας στο «Βήμα», περιγράφοντας μια πορεία… εξόδου, αλλά και την εικόνα της χώρας που αντίκρισε πολλά χρόνια μετά, με την επιστροφή του.
Ο Θάνος Π. έφτασε τελικά πίσω στην Ελλάδα έναν χρόνο νωρίτερα μαζί με τη σύζυγό του, η οποία ανέλαβε μια σημαντική θέση στον χώρο της εκπαίδευσης, και με τα δύο παιδιά τους. «Η επιστροφή μας στην Ελλάδα είχε να κάνει αφενός με την αλλαγή των συνθηκών στη χώρα, τη θέση που προτάθηκε στη σύζυγό μου, αλλά και για γενικότερους λόγους κοινωνικότητας. Εξάλλου ποτέ δεν είχαμε σκεφτεί ότι θα μείνουμε για πάντα έξω» εξηγεί ο ίδιος.
Μπορεί οι ίδιοι βέβαια να είχαν τις δουλειές τους στην Ελλάδα, αλλά η ανύπαρκτη πρόνοια σε θέματα μέριμνας του κράτους απέναντι στις ανάγκες των οικογενειών τον εντυπωσίασε. «Μπορεί να εξασφαλίσαμε θέσεις εργασίας, αλλά κατά τα άλλα δεν βλέπω στη χώρα καμιά μέριμνα» περιγράφει ο ίδιος.
«Τα παιδιά μου ξεκίνησαν σε ένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα και αναγκάζομαι να πληρώνω εγώ για το σχολείο τους, καθώς το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα εδώ δεν επιτρέπει περιόδους προσαρμογής ή παράλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα. Ταυτόχρονα το ΕΣΥ παραμένει σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από αυτές που έχουν διαμορφωθεί στο εξωτερικό. Οι παρεχόμενες υπηρεσίες απέχουν σε ποιότητα, παρότι με πολύ απλές δράσεις μπορεί να υπάρχει γρήγορη αναβάθμισή τους. Στο εξωτερικό το δημόσιο σύστημα Υγείας αποτελεί προτεραιότητα και ενισχύεται διαρκώς ειδικά μετά την πανδημία, ενώ εδώ δεν βλέπουμε να ενισχύεται όσο θα έπρεπε» συνεχίζει.
Στον κλάδο, δε, είναι ο μόνος που έφυγε στο παρελθόν από τη χώρα, με το brain drain να συνεχίζεται αμείωτο σε γιατρούς και νοσηλευτές, με τους δεύτερους μάλιστα να αποτελούν πλέον τη μεγαλύτερη πληγή για το δημόσιο σύστημα Υγείας της χώρας. Σχεδόν 20.000 γιατροί και πάνω από 3.000 νοσηλευτές φαίνεται να εγκατέλειψαν την Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια προκειμένου να βρουν αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας καλά αμειβόμενης στο εξωτερικό. Κάποιοι από αυτούς βέβαια επέστρεψαν, αλλά, όπως επισημαίνουν τόσο οι εκπρόσωποι των γιατρών όσο και των νοσηλευτών, το σχετικό ισοζύγιο εξακολουθεί να είναι δραματικά αρνητικό.
Δεν μας λείπουν οι γιατροί
«Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε κάποια ουσιώδη μετακίνηση γιατρών από το εξωτερικό προς τη χώρα» λέει στο «Βήμα» ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. «Παραμένει η κατάσταση που υπήρχε πάντα, δηλαδή κάποιοι φεύγουν και κάποιοι επιστρέφουν, στη συντριπτική πλειοψηφία τους δηλαδή πάνω από το 90%, για να εργαστούν στον ιδιωτικό τομέα. Να υπενθυμίσω δε ότι το 2012 έφυγαν μόνο από τη Θεσσαλονίκη 2.000 γιατροί για τη Γερμανία. Δεν έχουμε δει να έρχονται πίσω τόσοι. Ξέρουμε ότι αυτή τη στιγμή οι έλληνες γιατροί που βρίσκονται στο εξωτερικό είναι περίπου 18.000-20.000. Το δε χειρότερο εντοπίζεται και σε μία έρευνα που έγινε το καλοκαίρι στους νέους γιατρούς της Θεσσαλονίκης, όπου το 65% εξ αυτών βλέπει την καριέρα του εκτός χώρας. Πάντως, σήμερα, οι γιατροί δεν βρίσκουν καθόλου ελκυστικό το ΕΣΥ. Για τους δε γιατρούς που είναι στο εξωτερικό θα έλεγα ότι δεν έχει θεσμοθετηθεί και κάποιο καλό κίνητρο για να επιστρέψουν. Δεν έχουν αλλάξει ούτε οι συνθήκες εργασίας ούτε ο τρόπος διοίκησης ούτε οι μισθοί, όπου έξω είναι τουλάχιστον τριπλάσιοι. Και επίσης πέρασε και μια διάταξη η οποία είναι επιστημονικής φύσεως: η παραμονή των γιατρών μετά το 67ο έτος της ηλικίας τους στο νοσοκομείο, διατηρώντας παράλληλα τη θέση της διεύθυνσης. Αυτό αποτελεί μείζον αντικίνητρο για έναν νέο γιατρό να έρθει και να ενταχθεί σε μια διεύθυνση νοσοκομείου. Οπως είναι επίσης και αντικίνητρο για έναν γιατρό που αναμένει για να εξελιχθεί» συμπληρώνει ο κ. Εξαδάκτυλος.
Μεγάλη η απουσία νοσηλευτών
Οσον αφορά τους νοσηλευτές, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση «Health at a Glance» («Η υγεία με μια ματιά») του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για το 2024, η Ελλάδα καταγράφει τη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η χώρα μας έχει μόλις 3,9 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους όταν ο μέσος όρος είναι 8,4, δηλαδή κάτω από τους μισούς! Επίσης, σε αμιγώς νοσηλευτικό προσωπικό (δηλαδή χωρίς τους βοηθούς νοσηλευτές) η αναλογία υποχωρεί στους 2,4 ανά 1.000 άτομα πληθυσμού, όταν ο μέσος όρος είναι περίπου 7,5.
Οπως λέει στο «Βήμα» ο α’ αντιπρόεδρος της Ενωσης Νοσηλευτών Ελλάδας Λάμπρος Μπίζας, «το 95% της φροντίδας που λαμβάνει ένας ασθενής κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του παρέχεται από νοσηλευτές. Ωστόσο, παρατηρείται ότι ένας σημαντικός αριθμός νοσηλευτών εγκαταλείπει το επάγγελμα, αναζητώντας άλλες επαγγελματικές επιλογές. Οι κυριότεροι παράγοντες δυσαρέσκειας περιλαμβάνουν τις εναλλαγές ωραρίων, τον υψηλό φόρτο εργασίας, τους χαμηλούς μισθούς και την έλλειψη αναγνώρισης του κοινωνικού ρόλου του επαγγέλματος. Επίσης ένα ανησυχητικό φαινόμενο που αναδύθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας είναι η «σιωπηλή παραίτηση» (quiet quitting), όπου οι νοσηλευτές εκπληρώνουν μόνο τις ελάχιστες απαιτήσεις της δουλειάς τους, χωρίς επιπλέον προσπάθεια. Στην Ελλάδα, το φαινόμενο αυτό άγγιξε το 66,4% του νοσηλευτικού προσωπικού».
Ανησυχητικές πρακτικές
Παράλληλα σημειώνει: «Στο εξωτερικό υπάρχουν χώρες που προκειμένου να προσελκύσουν νοσηλευτικό προσωπικό προσφέρουν σημαντικές παροχές σε όλη την οικογένεια του νοσηλευτή. Π.χ. στην Ιρλανδία προσφέρεται κατοικία». Ο κ. Μπίζας ακόμη προβλέπει ότι η τάση είναι το να προσλαμβάνονται άτομα στην Ευρώπη όπου δεν θα έχουν τα απαραίτητα προσόντα και θα προσφέρουν χαμηλότερες υπηρεσίες. «Αυτή τη στιγμή η Γερμανία προσλαμβάνει άτομα από χώρες της Ασίας όπου μετά από ταχύρρυθμη εκπαίδευση στη γλώσσα για 6 μήνες τα εντάσσει στο σύστημα Υγείας. Αυτή η τακτική μπορεί να επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη, όπου τότε πραγματικά φοβόμαστε ότι θα μιλάμε για ελλιπή παροχή φροντίδας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου