Η κατάρρευση του συστήματος της Υγείας δεν οφείλεται στο ότι η Ελλάδα χρεοκόπησε, η χρεοκοπία δεν είναι κάποια ασθένεια. Τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα μας την χρεοκόπησαν – με τη διαφθορά τους, τη διαπλοκή, τη σπατάλη, την κακοδιαχείριση
Οι κοινωνικές ανισότητες, που υφίστανται σε απαράδεκτο βαθμό, είναι η βασική αιτία των παθογενειών και των προβλημάτων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Όπως τόνισε ο κ. Τούντας, Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, οι Έλληνες δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκείς υπηρεσίες υγείας, καθώς τα νοσοκομεία αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις χρηματοδότησης, προσωπικού και έχουν συχνά προβλήματα κακοδιοίκησης.Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που παρουσιάζει τόσο υψηλό ποσοστό ιδιωτικών πληρωμών στον τομέα της υγείας. Η αδυναμία του ΕΣΥ έχει οδηγήσει σε απαράδεκτη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών, οι οποίες φτάνουν το 40% των συνολικών εξόδων υγείας στη χώρα μας, καταργώντας έτσι την έννοια της δημόσιας υγείας.
Η Ελλάδα, μαζί με τη Σιγκαπούρη και τις ΗΠΑ, καταγράφει τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία, παρόλο που οι αποδοχές των Ελλήνων είναι πολύ χαμηλότερες σε σχέση με εκείνες των πολιτών αυτών των χωρών. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος πλήρους ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας, κάτι που θα είναι οικονομικά ασύμφορο για τους περισσότερους Έλληνες, λόγω της φτωχοποίησης που έχουν υποστεί.
Το ποσοστό του πληθυσμού που αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του για υγειονομική περίθαλψη λόγω του κόστους, είναι εκρηκτικά υψηλό. Το 2023, το ποσοστό στην Ελλάδα φτάνει το 9,4%, από 5,0% το 2020, ενώ στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 1%. Αυτό δείχνει την πλήρη αποτυχία της πολιτικής για την υγεία, αφού αντί να βελτιώνεται, η κατάσταση χειροτερεύει συνεχώς.
Πέρα από αυτό, οι «καταστροφικές δαπάνες υγείας» – δηλαδή οι άμεσες δαπάνες των νοικοκυριών – συνιστούν σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, εντείνοντας τις ανισότητες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα. Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού αναγκάζεται να πληρώνει για ιατρική περίθαλψη και φάρμακα, γεγονός που στην ουσία λειτουργεί ως έμμεση φορολογία, όπως συμβαίνει και με τη μέση εκπαίδευση, όπου οι γονείς επιβαρύνονται με τα φροντιστήρια, κάτι που δεν ισχύει σε πολλές άλλες χώρες.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, που μείωσε σημαντικά τα εισοδήματα, αλλά και από τις χρόνιες αδυναμίες του ΕΣΥ, οι οποίες έχουν επιδεινωθεί με την πάροδο των ετών, αναγκάζοντας τους πολίτες να καταφεύγουν όλο και περισσότερο στον ιδιωτικό τομέα.
Η Πολιτεία καλείται να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο πρόβλημα του συστήματος υγείας: το γεγονός ότι μόνο το 20% του πληθυσμού απευθύνεται στο δημόσιο για πρωτοβάθμια φροντίδα, ενώ το 80% επιλέγει τον ιδιωτικό τομέα. Ο λόγος είναι ότι οι πολίτες γνωρίζουν ότι στο δημόσιο σύστημα δεν θα λάβουν τις υπηρεσίες που χρειάζονται.
Όταν καθιερώθηκε το ΕΣΥ το 1983, προβλέφθηκε να χρηματοδοτείται από τη φορολογία, κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ, λόγω της διάσπασης των ταμείων. Αντ’ αυτού, διαμορφώθηκε ένα υβριδικό σύστημα με χρηματοδότηση από τη φορολογία και την κοινωνική ασφάλιση, με μεγάλο ποσοστό να καλύπτεται από ιδιωτική χρηματοδότηση. Έτσι, καταλήξαμε σε ένα μη λειτουργικό σύστημα, με χαμηλή δημόσια χρηματοδότηση. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι συνολικές δαπάνες για την υγεία, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρέμειναν σχεδόν σταθερές, εκτός από τα χρόνια της πανδημίας, όταν αυξήθηκαν λόγω της πτώσης του ΑΕΠ, χωρίς αυτό να αντικατοπτρίζει ουσιαστική βελτίωση.
Η Ελλάδα δαπανά μόλις το 7,8% του ΑΕΠ της για την υγεία, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 9,9%, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει σημαντικά μικρότερο ΑΕΠ. Σχετικά με την κατά κεφαλή δαπάνη για την υγεία, η Ελλάδα ξοδεύει μόλις 1.603 €, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 3.523 €, γεγονός που σημαίνει ότι η Ελλάδα δαπανά λιγότερο από το μισό του μέσου όρου της ΕΕ για την υγεία. Παράλληλα, η δημόσια χρηματοδότηση καλύπτει μόνο το 60% των συνολικών δαπανών για την υγεία, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 80%.
Επιπλέον, το 5% του υπολοίπου 40% καλύπτεται από ιδιωτικές ασφαλίσεις, ενώ το υπόλοιπο 35% αφορά καθαρά ιδιωτικές πληρωμές των νοικοκυριών. Αυτό το ποσοστό είναι πάνω από διπλάσιο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 15,2%.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 2020 στην Ελλάδα οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές των νοικοκυριών αποτελούσαν τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνολικής δαπάνης για την υγεία. Από αυτές, οι άτυπες πληρωμές αντιπροσώπευαν πάνω από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών.
Η συνεχώς αυξανόμενη τιμή των υπηρεσιών υγείας, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη ακρίβεια, αναμένεται να δημιουργήσει νέες δυσκολίες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, ενώ ταυτόχρονα θα αυξήσει το ποσοστό των υγειονομικών αναγκών που παραμένουν ακάλυπτες λόγω οικονομικών λόγων. Όταν μιλάμε για «ακάλυπτες ανάγκες υγείας», αναφερόμαστε σε μια κατάσταση αναποτελεσματικότητας του συστήματος υγείας, το οποίο αδυνατεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του. Επιπλέον, αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη επιβάρυνση του ΕΣΥ, κυρίως σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, καθώς πολλοί πολίτες θα καταφεύγουν σε υπηρεσίες που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να έχουν αποφευχθεί.
Αναφορικά με τις άμεσες ιδιωτικές δαπάνες, παρατηρούμε ότι το 13% αυτών αφορούν φάρμακα, ποσοστό που είναι τετραπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ (4%). Επιπλέον, 11% αφορά νοσοκομειακή περίθαλψη (ενώ στην ΕΕ το ποσοστό είναι μόλις 1%), 6,5% αφορά εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και 4,5% οδοντιατρική φροντίδα. Υπολογίζεται ότι το 25% των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών σχετίζεται με τα «φακελάκια», δηλαδή τις άτυπες και παράνομες πληρωμές.
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά ανησυχητική, καθώς οι λεγόμενες «καταστροφικές δαπάνες» υγείας έχουν φτάσει το 8% του πληθυσμού, ένα ποσοστό που αποδίδεται στις πολύ υψηλές άμεσες ιδιωτικές δαπάνες. Οι καταστροφικές δαπάνες ορίζονται ως εκείνες που ξεπερνούν το 40% των συνολικών δαπανών του νοικοκυριού, αφού αφαιρεθούν τα βασικά έξοδα για διατροφή, στέγαση και λογαριασμούς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.
Επιπλέον, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο μέσος μισθός στην Ελλάδα το 2023 ήταν 17.013 €, ενώ στην ΕΕ ο αντίστοιχος μέσος μισθός ανήλθε σε 37.863 €. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ όπου ο μέσος μισθός μειώθηκε από το 2009 (21.191 €) στο 2023 (17.013 €), καταγράφοντας πτώση 20%, την ίδια στιγμή που ο μέσος μισθός στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 44% την ίδια περίοδο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που παρουσίασε μείωση του ονομαστικού μισθού το 2024, ενώ σε άλλες χώρες σημειώθηκαν αυξήσεις στο κόστος εργασίας. Συγκεκριμένα, στο τρίτο τρίμηνο του 2024, ενώ η Ευρωζώνη και η ΕΕ παρουσίασαν αύξηση του κόστους ωριαίων μισθών και ημερομισθίων, η Ελλάδα παρουσίασε μείωση -2,9%. Αντίθετα, χώρες όπως η Ρουμανία, η Κροατία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία κατέγραψαν αυξήσεις που ξεπέρασαν το 10%.
Εν κατακλείδι, η εικόνα του ελληνικού συστήματος υγείας είναι απογοητευτική, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την οικονομική εξαθλίωση των πολιτών. Αυτό επιβεβαιώνει την αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της υγείας, η οποία μετακυλίει το μεγαλύτερο μέρος του κόστους στους ιδιώτες, δημιουργώντας μια κρυφή φορολόγηση.
Σε κάθε περίπτωση, είναι απαράδεκτο να ισχυρίζεται η πολιτική ηγεσία ότι η κατάσταση στην Υγεία είναι ικανοποιητική. Μια τέτοια δήλωση μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως «πολιτικός αυτισμός», από ανθρώπους που είναι αποκομμένοι από τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Όσοι πολιτικοί προσπαθήσουν να αποδώσουν την κατάρρευση του συστήματος Υγείας στη χρεοκοπία της χώρας, πρέπει να γνωρίζουν ότι η Ελλάδα δεν χρεοκόπησε εξαιτίας κάποιου φυσικού φαινομένου, αλλά λόγω των κυβερνήσεων που τη διακυβέρνησαν, με τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τη σπατάλη και την κακοδιοίκηση που την οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου