Τα σενάρια για το πώς θα εξελιχθούν οι ελληνοαμερικανικές και συνακόλουθα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις - Οι νέες ισορροπίες από τις επιλογές Τραμπ, τα εξοπλιστικά, το Κουρδικό, οι δύο πόλεμοι και ο αντίκτυπος στο Κυπριακό.
Μετά τις αμερικανικές εκλογές, σχεδόν όλα τα κυβερνητικά στελέχη έχουν να το λένε πως πρόβλεψαν εγκαίρως την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ενώ στην πραγματικότητα αυτή που είχε πέσει αταλάντευτα μέσα ήταν η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Την ίδια άποψη συμμεριζόταν και ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης άλλοι υπουργοί ωστόσο ένιωθαν πολύ άνετα με τον φιλέλληνα Μπάιντεν και δεν έκρυβαν την προτίμησή τους, μολονότι στη δεξιά πτέρυγα της ΝΔ ο Τραμπ είχε μεγάλη απήχηση.
Τα σενάρια για το πώς θα εξελιχθούν οι ελληνοαμερικανικές και συνακόλουθα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ενώνουν με έναν γκρίζο ιστό τις τρεις πρωτεύουσες, αν και έμπειροι πολιτικοί εκτιμούν ότι παρότι φαίνεται ότι πολλά θα αλλάξουν στο τρίγωνο Ουάσιγκτον – Αθήνας – Αγκυρας, είναι πιθανόν να παραμείνουν τα ίδια.
Οι επιλογές Τραμπ και οι νέες ισορροπίες
Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να απομονωθεί η πραγματικότητα από τον θόρυβο της συγκυρίας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη που φαινόταν να γέρνει προς τον φιλέλληνα Μπάιντεν, επενδύει τώρα στη σχέση που ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια και με τα δύο αμερικανικά κόμματα. Ο Ερντογάν, ο οποίος πόνταρε στην καλή προσωπική χημεία του με τον Τραμπ, εμφανίζεται να προβληματίζεται για τις επιλογές προσώπων σε κρίσιμα πόστα, όπως το υπουργείο Εξωτερικών, που δείχνουν ότι η παλιά σχέση των δύο ηγετών μάλλον δεν θα αναβιώσει με τους ίδιους όρους.
Οπως και να έχει, οι σχέσεις μεταξύ κρατών δεν προσδιορίζονται από το ισοζύγιο των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων τους, συνήθως είναι πιο περίπλοκες. Σε αυτή τη φάση δύσκολα μπορεί να προβλέψει κάποιος πώς θα κινηθεί ο Τραμπ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ακόμα δυσκολότερο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που δεν αποτελούν την πρώτη του προτεραιότητα. Τα ερωτήματα που τίθενται, πάντως, δεν απαντώνται με όρους ελληνοτουρκικής διένεξης. Μια κρίση στη σχέση Τουρκίας – ΗΠΑ ποιες επιπτώσεις θα έχει στον ελληνοτουρκικό διάλογο και στην πολιτική των ήρεμων νερών; Αν υπάρξει όξυνση ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία οι ΗΠΑ θα παρέμβουν υπέρ της Ελλάδας ή θα επιβάλουν μορατόριουμ μέσω διπλωματικών διαδικασιών; Αν ο Ερντογάν αλλάξει στάση απέναντι στο Ισραήλ, δεν θα διευρύνει το περιθώριο να γίνει ξανά συμπαθής στην Ουάσιγκτον; Μήπως το Κουρδικό δηλητηριάσει ανεπανόρθωτα τη σχέση Τουρκίας – ΗΠΑ;
Ελληνοτουρκικές σχέσεις
Στο υπουργείο Εξωτερικών υπάρχει η εκτίμηση ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν στρατηγικό χαρακτήρα, ότι έχουν αυτονομηθεί σε σχέση με τρίτους παράγοντες, όπως η ΕΕ και οι ΗΠΑ, και πλέον δεν ετεροπροσδιορίζονται. Ο διάλογος, εξηγούν διπλωματικές πηγές, είναι απολύτως δομημένος, με θεματικές και χρονοδιαγράμματα, και καμία πλευρά δεν έχει συμφέρον να διαταράξει το καλό κλίμα, ιδίως εξαιτίας των πολέμων στην Ουκρανία και στη Γάζα. Αρα, προσθέτουν, οι σχέσεις των δύο χωρών δεν θα επηρεαστούν αρνητικά από την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο.
Επισημαίνουν, μάλιστα, την άψογη συνεργασία Αθήνας – Ουάσιγκτον στη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ και υπενθυμίζουν την ιστορική ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Κογκρέσο το 2022, κατόπιν κοινής πρόσκλησης από το Δημοκρατικό και από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Η Ελλάδα έχει στρατηγική συμμαχία με την Αμερική και προβάλλεται ως ένας αξιόπιστος σύμμαχος.
Εξοπλιστικά και Κουρδικό
Στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας παραμένουν πολλά αγκάθια: η αγορά και ο εκσυγχρονισμός των F-16, οι κυρώσεις CAATSA και το ενδεχόμενο επιστροφής της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, το οποίο εξαρτάται από την κατοχή πυραύλων S-400, το Κουρδικό και η αμερικανική στήριξη στο YPG. Το μεγαλύτερο από όλα είναι η ρήξη της Τουρκίας με το Ισραήλ, το οποίο την έχει κατατάξει στον νούμερο ένα εχθρό του, και ταυτόχρονα η στάθμιση που θα κάνει η Αμερική στη σχέση της Τουρκίας με το Ιράν.
Η διαφαινόμενη τοποθέτηση του Μάρκο Ρούμπιο και του Μάικ Γουόλτς στις θέσεις του υπουργού Εξωτερικών και του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας αντίστοιχα, ενδεχομένως να επηρεάσει την πορεία των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας, καθώς στο παρελθόν οι δύο πολιτικοί είχαν συμμετάσχει σε διάφορες πρωτοβουλίες κατά της Άγκυρας. Ωστόσο, η Αγκυρα κάνει ήδη τις κινήσεις της σε ό,τι αφορά τα εξοπλιστικά, ενώ έχει ξεκινήσει συνομιλίες με τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Ασαντ, για να προλάβει τις εξελίξεις στο Κουρδικό.
Το σκηνικό είναι σύνθετο και είναι ακόμα νωρίς για να ξεδιαλύνει. Σε αυτήν όμως την ακόμα ρευστή συγκυρία, η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου θα πραγματοποιήσει μια επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, την ερχόμενη Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο των διμερών πολιτικών διαβουλεύσεων Ελλάδας – ΗΠΑ. Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εν όψει της θητείας της χώρας μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ως εκλεγμένου μέλους του ΣΑΗΕ για τη διετία 2025-2026. Η επίσκεψη ήταν προγραμματισμένη από καιρό, αλλά διόλου τυχαία επελέγη να γίνει λίγο μετά τις αμερικανικές εκλογές. Η υφυπουργός Εξωτερικών γνωρίζει πολύ καλά την αμερικανική πολιτική σκηνή και είναι καλά δικτυωμένη και στο Δημοκρατικό και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Επιπλέον, σήμερα ο Γιώργος Γεραπετρίτης αναμένεται να συμμετάσχει στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ που συνεδριάζει στις Βρυξέλλες, με μια πολύ επίκαιρη ατζέντα που περιλαμβάνει τις διατλαντικές σχέσεις και τους κινδύνους για την Ευρώπη από έναν εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας, τον πόλεμο στην Ουκρανία και το Μεσανατολικό.
Ουκρανία, Γάζα και δαπάνες ΝΑΤΟ
Οι αμυντικές δαπάνες και το ΝΑΤΟ αναμένεται να είναι το μεγάλο θέμα των προσεχών μηνών, καθώς δεν είναι σαφές τι είδους «παζάρι» θα γίνει με την Ουκρανία αλλά και με τη Γάζα, στην οποία δεν αναμειγνύεται το ΝΑΤΟ. Στην πρώτη περίπτωση πολλοί αναμένουν ότι ο Τραμπ θα πιέσει τον Ζελένσκι για έναν επώδυνο συμβιβασμό προκειμένου να λήξει ο πόλεμος και στη δεύτερη περίπτωση εκτιμάται ότι η λύση των δύο κρατών, την οποία υποστήριζαν η κυβέρνηση Μπάιντεν και οι σημαντικότερες αραβικές χώρες της περιοχής (Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία), θα βραδυπορήσει, δίνοντας πλεονέκτημα χειρισμών στην Τουρκία.
Επιπλέον, εντός της Βορειοατλαντικής συμμαχίας υπάρχει ανησυχία για το ενδεχόμενο να επιμείνει ο Τραμπ στην αύξηση της χρηματοδότησης του ΝΑΤΟ από τα κράτη-μέλη στο 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες. Η Ελλάδα βρισκόταν πάντα στο 2% των αμυντικών δαπανών, άλλες όμως μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, όχι. Η Ευρώπη είναι βαθιά διχασμένη, με τη Βρετανία και τη Γαλλία να δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν να στηρίζουν την Ουκρανία και ότι είναι διατεθειμένες να διαφοροποιηθούν από τις επιλογές του Τραμπ.
Συνεπώς, η πολιτική για τις αμυντικές δαπάνες απειλεί να προκαλέσει μείζονα κρίση εντός του ΝΑΤΟ.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η Ελλάδα και η Κύπρος μπορεί να κληθούν να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Η χώρα μας γιατί έχει σταθερά προσανατολισμένο τον αμυντικό της σχεδιασμό προς την Τουρκία, ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ προς τη Ρωσία. Και η Κύπρος, επειδή από ό,τι φαίνεται θα υποστεί πιέσεις για λύση του Κυπριακού, το οποίο αποτελεί εμπόδιο για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στην Αν. Μεσόγειο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου