Τα κουκιά στη Κρήτη σπάνια τα έδιναν στα ζώα, αφού τα έτρωγαν οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη τεχνική στη διατροφή χοίρων, όπως ο Φραγκιδομανώλης από τη Γαλιά, ο οποίος έσπερνε κάποια στρέμματα κουκιά, ειδικά για να ταίζει τα ζώα του, αλλά ιδιαίτερα τους χοίρους του, που σε συνδυασμό με βελανίδια, κατάφερνε να πετύχει το νοστιμότερο χοιρινό κρέας!
Τα καλά κουκιά θεωρούνται τα «βραστερά», που ψήνονται «με μια βράση μόνο!». Ποτέ δεν τα μαγείρευαν όπως είναι , αν πρώτα δεν τα «ξεμάτιζαν», αν δεν αφαιρούσαν δηλαδή το μπροστινό τμήμα ή μάτι . Αυτό γινόταν είτε με τα δόντια είτε με δύο σιδερόπετρες , που η μία να είναι αιχμηρή, αλλά τα ξεματίζονται και με το μαχαίρι. Υπήρχε μάλιστα μια νοοτροπία σε κάποιες γυναίκες που συμβούλευαν «να μη τα ξεματίζουν με το μαχαίρι γιατί δεν θα ψηθούν καλά». Τα κουκιά τα έσπερναν το Φθινόπωρο «στη γέμωση» του φεγγαριού, «για να κάνουνε πολλά κουκιά!»
Αν ήταν λίγες οι κουκιές, έκοβαν τα λουβιά απ’ ευθείας με τα χέρια, αν ήταν πολλά, θέριζαν όλες τις κουκιές με το δραπάνι σαν μέστωναν την άνοιξη, και τα στη συνέχεια τα έκαναν δεμάθια, και τα πήγαιναν στ’ αλώνι, ή στη ταράτσα του σπιτιού. Άμα ξεραίνονταν καλά, δεν τα αλώνιζαν με το βολόσυρο, γιατί έσπαγαν τα κουκιά. Αφού τα έκαναν ένα σωρό στη μέση του αλωνιού, τα κοπάνιζαν με τον κόπανο. Τα μεν άχυρα (κουκάχυρα), που στη πραγματικότητα ήταν κομμάτια μεγάλα βλαστοί από τις κουκιές, τα σάκιαζαν σε μεγάλα σακιά τις λεγόμενες «σάκες», και τα πήγαιναν στην αποθήκη σαν εκλεκτή τροφή των ζώων, κυρίως βοοειδών και αιγοπροβάτων.
Λόγω του μεγάλου μέγεθος του άχυρου των κουκιών, υπήρχε η περοπαιχτική φράση που αφορούσε κάποια κατηγορία ανήθικων γυναικών. «Αυτηνής ο πισινός δε στένει μηδέ κουκάχερο»!
Στο αλώνι, ενώ τα κουκιά τα έκαναν ένα σωρό, στη συνέχεια τα σάκιαζαν και τα μετέφεραν στο σπίτι, για να τα αποθήκευαν στα πιθάρια. Εκεί για να μη «μαμουνιάσουν», έριχναν μέσα διάφορα απωθητικά βότανα, όπως φασκομηλιά δάφνη, θύμο κλπ, πριν εμφανιστεί η «ψυλλόσκονη», δηλαδή σκόνη για ψύλλους, ψείρες κλπ . Τα τρώγανε είτε ξερά, είτε φουρνισμένα είτε βρεγμένα στο νερό (βρεχτοκούκια) ή «σούφροι», οι οποίοι ήταν και σπουδαίο συνοδευτικό της ρακής! Τα έτρωγαν και χλωρά με ελιές κυρίως στις νηστείες, αλλά και σαν συνοδευτικό πάλι της ρακής. Τα κουκιά, όσο κι αν ήταν απαραίτητα σε ένα φτωχό σπίτι, για αυτό ακριβώς το λόγο, επειδή τα έτρωγαν κατά κόρον, τα είχαν βαρεθεί, οπότε οι ίδιοι είχαν υποβαθμίσει και την έννοιά τους!
Έτσι πολλές φορές ο σύζυγος που απατούσε τη γυναίκα του έλεγε:
«Οι θα κάθομαι να τρώω συνέχεια κουκιά!». Ή «Ε μα όλο κουκιά θα τρώγω? Να φάω και μιαολιά κριάς!». Κάποιες πάλι φορές σε κουβέντα στη περίπτωση διαφωνίας, απαντούσε ο συνομιλητής με τη φράση : «Οϊ κουκιά!», συνώνυμο του «οϊ δε κατέχω ήντα»! Όπως θα λέγαμε «σαχλαμάρες» ή «βλακείες» κλπ.
Υπήρχαν σπίτια που είχαν μόνο κουκιά, και φυσικό επακόλουθο ήταν να τα έχουν βαρεθεί:
«Κουκιά ‘φαγα τη ταχινή, κουκιά το μεσημέρι, κουκιά τα’ απομεσήμερο, κουκιά και τα’ αποσπέρι!»
Ε, λογικό το θεωρούσαν αν βρούνε παραέξω και νόστιμο κρέας, να πέσουν με τα μούτρα!
Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου