Το πόρισμα του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση δείχνει να είναι σίγουρο για το ποιο ήταν το σκάνδαλο των υποκλοπών με χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator. Αφορούσε απλώς τέσσερις ιδιώτες που εμπλέκονται με την εμπορεία του συγκεκριμένου λογισμικού και οι οποίοι κατηγορούνται ότι όντως το χρησιμοποίησαν αποδεδειγμένα σε δύο περιπτώσεις «επιτυχών» μολύνσεων, στον Κουκάκη και τη Σίφορντ.
Όλα τα άλλα, είτε είναι σύννομα, όπως για παράδειγμα οι παρακολουθήσεις υπουργών, αξιωματούχων και πολιτικών από την ΕΥΠ, είτε απλώς δεν έλαβαν χώρα, όπως για παράδειγμα η ανάμειξη του γραφείου του πρωθυπουργού στην όλη υπόθεση.
Μόνο που αυτό προσπερνά μια σειρά από κρίσιμες ενδείξεις που κάθε άλλο παρά συμπτώσεις είναι.
Ενδείξεις που δεν είναι «συμπτώσεις»
Πρώτον, ότι δεν εξηγεί γιατί αυτοί οι άνθρωποι, που κατά βάση ήταν επιχειρηματίες που εμπορεύονται το κατασκοπευτικό λογισμικό, πήραν την πρωτοβουλία να προσπαθήσουν να κάνουν αυτές τις παρακολουθήσεις. Δηλαδή, πρέπει κάπως να εξηγηθεί το κίνητρο.
Δεύτερον, δεν εξηγεί γιατί επέλεξαν αυτούς τους στόχους που περιλάμβαναν υπουργούς, στελέχη της διοίκησης, δικαστικούς, ανώτατους αξιωματικούς, πολιτικούς και δημοσιογράφους.
Τρίτον, αποδίδοντας το σε «σύμπτωση» δεν εξηγεί γιατί υπάρχουν «κοινοί στόχοι» παρακολούθησης της ΕΥΠ και μόλυνσης με Predator.
Τέταρτον, δεν εξηγεί εάν σχετίζεται με την υπόθεση το γεγονός ότι οι εταιρείες με τις οποίες εμπλέκονται αυτοί οι άνθρωποι είχαν οικονομικές συναλλαγές με το δημόσιο και ζήτησαν από το δημόσιο να τους διευκολύνει να κάνουν επιχειρηματικές συναλλαγές στο εξωτερικό, δηλαδή να τους επιτρέψει να εξάγουν λογισμικό παρακολούθησης.
Όμως, με το να μην απαντά αυτά τα ερωτήματα, ή να τα απαντά με τρόπο που ουσιαστικά και τυπικά κλείνει την υπόθεση, στην πραγματικότητα δείχνει ότι επί της ουσίας η υπόθεση είναι ανοιχτή, ακόμη και εάν έχει τερματιστεί η συγκεκριμένη δικαστική της διερεύνηση.
Μια υπόθεση επί της ουσίας ανοιχτή
Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα που ήταν γνωστά για αυτή την υπόθεση από όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι με τις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις ήδη από το 2022.
Εξαρχής, είχε γίνει κατανοητό ότι δύσκολα θα έβρισκε κανείς μια απόδειξη αγοράς από κάποια δημόσια υπηρεσία που θα είχε εκδώσει για το Predator η Intellexa. Στην περίοδο που συζητάμε είχε ήδη αρχίσει να εγείρεται θέμα για το εάν στην Ευρώπη μπορούσαν υπηρεσίες ασφαλείας να προμηθευτούν νόμιμα τέτοιο λογισμικό.
Αυτό που τέθηκε ως ερώτημα είναι εάν είχε διαμορφωθεί μια «παράλληλη δομή», σε μια γκρίζα ζώνη εντός και εκτός ΕΥΠ, με συμμετοχή και στελεχών της υπηρεσίας και ιδιωτών, με χρηματοδότηση της ντε φάκτο προμήθειας του λογισμικού είτε από άλλες συναλλαγές κρατικών προμηθειών, όπως αυτές που έκαναν οι συγκεκριμένες εταιρείες, είτε ως αντάλλαγμα για τη διευκόλυνση εξαγωγής αυτού του λογισμικού σε άλλα χώρες, πράγμα που όντως επίσης έγινε.
Δεύτερον, εξαρχής τέθηκε ένα ζήτημα για τις «νόμιμες επισυνδέσεις, το οποίο το πόρισμα Ζήση προσπερνά οχυρωμένο πίσω από μια επίφαση τυπικής νομιμότητας. Δηλαδή, το ερώτημα γιατί τέθηκαν σε παρακολούθηση υπουργοί, στελέχη της διοίκησης, ο οικονομικός εισαγγελέας, δημοσιογράφοι κ.λπ. παρότι προφανώς δεν περιλαμβάνονται στους τυπικούς στόχους για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Αντιθέτως, είναι ένας κατάλογος παρακολουθούμενων που αντικειμενικά παραπέμπει σε προσπάθεια «ελέγχου» αυτών των ανθρώπων. Και το ζήτημα αυτό έγινε πιο έντονο με βάση την άμεση υπαγωγή της ΕΥΠ στον πρωθυπουργό και άρα και στο γραφείο του. Και εδώ η διερεύνηση θα ήταν δύσκολη, γιατί υπηρεσίες όπως η ΕΥΠ είναι αρκετά στεγανοποιημένες και καλυπτόμενες πίσω από αρκετές δικλείδες απορρήτου, που σημαίνει ότι εάν οι εμπλεκόμενοι αρνούνται εμπλοκή και εάν δεν παρέχονται τα πρωτογενή υλικά της παρακολούθηση όπως είναι τα πληροφοριακά δελτία και ευρύτερα οι καταγραφές δεν γίνεται κατανοητός ούτε ο λόγος της παρακολούθησης ούτε η διαδρομή των πληροφοριών. Όμως, προφανώς η δυσκολία δεν μειώνει την ανάγκη κάτι να ερευνηθεί.
Τρίτον, το γεγονός ότι θεωρήθηκε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ότι μπορεί να γίνει σύννομα με απλή επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας παρακολούθηση υπουργών, πολιτικών, ανώτατων αξιωματικών, δημοσιογράφων και δικαστικών, χωρίς καμία εξέταση της σκοπιμότητάς της, σήμαινε ότι δεν έγινε και καμία προσπάθεια να καταγραφεί η συσχέτιση ανάμεσα στις νόμιμες παρακολουθήσεις και τις μολύνσεις με Predator.
Γιατί είναι ακριβώς αυτά τα ερωτήματα που θα οδηγούσαν στην εύλογη υπόθεση ότι όταν φάνηκε ότι ένα είδος νόμιμης παρακολούθησης είτε δεν επαρκούσε, είτε μπορεί να δημιουργούσε προβλήματα, έγινε η επιλογή της χρήσης του παράνομου λογισμικού.
Είναι σαφές ότι δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή η θεωρία ότι επρόκειτο απλώς για κάποιους ιδιώτες που άγνωστο γιατί αποφάσισαν να παρακολουθήσουν υπουργούς, πολιτικούς, στελέχη της διοίκησης, δικαστικούς, αξιωματικούς κ.λπ.
Μάλιστα, το πόρισμα ακόμη και αυτή τη θεωρία την υπονομεύει αφού δεν την αντιμετωπίζει με τη σοβαρότητα που αναλογεί. Και αυτό επιλέγει να την αντιμετωπίσει μόνο υπό το πρίσμα του – τότε – πλημμελήματος της παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικών επικοινωνιών και όχι υπό το πρίσμα της κακουργηματικής παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που απειλεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και την εθνική ασφάλεια, παρότι αυτοί στους οποίους ξέρουμε ότι έγινε προσπάθεια μόλυνσης με το παράνομο λογισμικό περιλάμβαναν υπουργούς, πολιτικούς, ανώτατους αξιωματικούς κ.λπ.
Επιπλέον, το πόρισμα αρνείται κατηγορηματικά να εξετάσει κατηγορίες περί κατασκοπίας, παρότι ένας από τους ανθρώπους για τους οποίους αποφαίνεται ότι υπάρχουν ποινικές ευθύνες είναι ένας πρώην αξιωματικός υπηρεσίας πληροφοριών ξένης χώρας!
Να σημειώσουμε εδώ ότι το γεγονός ότι το πόρισμα αναφέρει ως πράγματι τελεσθείσες μόνο δύο μολύνσεις με Predator, αυτές που αφορούν τους Κουκάκη και Σίφορντ, καθώς φαίνεται ότι δεν επιδιώχτηκε η βοήθεια εξειδικευμένων εργαστηρίων όπως το Citizen Lab για να διαπιστωθούν και άλλες μολύνσεις, «διευκολύνει» τον περιορισμό της κατηγορίας μόνο στην παραβίαση απορρήτου τηλεφωνικών επικοινωνιών, αφού δεν είναι αξιωματούχοι. Όμως, εύλογα θα περίμενε κανείς παραπέρα έρευνα και διερεύνηση των αποπειρών που αποδεδειγμένα έγιναν για να διαπιστωθούν μολύνσεις, μια που εκεί το είδος των στόχων παραπέμπει σε κακουργηματική παραβίαση προσωπικών δεδομένων που απειλεί το δημοκρατικό πολίτευμα και την εθνική ασφάλεια, σε κατασκοπία και άλλα συναφή σοβαρά αδικήματα που αφορούν τα κρατικά μυστικά. Ωστόσο, το πόρισμα φαίνεται να περιορίστηκε απλώς στη διαπίστωση των μολύνσεων που τα ίδια τα θύματα είχαν φροντίσει να τεκμηριώσουν με δική τους πρωτοβουλία. Είναι ως εάν η μη διερεύνηση περιστατικών, να θεωρείται και απόδειξη ότι αυτά δεν έλαβαν χώρα.
Η άρνηση εξέτασης κρίσιμων πλευρών
Όμως, είναι σαφές ότι παρακολουθήσεις τέτοιου είδους, τέτοιου κόστους, και τέτοιας κλίμακας δεν γίνονται από χόμπι ή έξη. Γίνονται είτε για λογαριασμό φορέων κρατικής εξουσίας εντός της χώρας, είτε για λογαριασμό ξένων δυνάμεων, είτε για λογαριασμό ιδιωτικών συμφερόντων. Το γεγονός ότι καμία περίπτωση δεν εξετάζεται ή διερευνάται, όχι μόνο καθιστά ιδιαίτερα ελλιπές το πόρισμα αλλά και παραπέμπει σε συγκάλυψη.
Προφανώς και η εναλλακτική υπόθεση, αυτή που εξαρχής όρισε τη φόρτιση γύρω από αυτό το σκάνδαλο έχει σημαντικές απαιτήσεις τεκμηρίωσης ώστε να μην είναι απλώς μια εικασία. Όμως, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο να διερευνάς μια συνεκτική υπόθεση, με όλη τη δυσκολία της τεκμηρίωσης, και το να μην την συζητάς καν.
Και η εναλλακτική υπόθεση ήταν ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην υπαγωγή της ΕΥΠ στον πρωθυπουργό, τις αποφάσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών μέσω ΕΥΠ για υπουργούς, αξιωματούχους, δικαστικούς και πολιτικούς που εν συνεχεία έγιναν και στόχοι του Predator, τις υπαρκτές συναλλαγές ανάμεσα στις εταιρείες που εμπορεύονται το παράνομο λογισμικό Predator και το ελληνικό δημόσιο, συμπεριλαμβανομένης της διευκόλυνσης εξαγωγής του στο εξωτερικό, τις «κοινωνικές επαφές» που υπήρχαν ανάμεσα σε πολιτικά στελέχη και εκπροσώπους των επιχειρήσεων και προφανώς την απόπειρα μόλυνσης των κινητών τηλεφώνων πολιτικών, υπουργών, αξιωματούχων, αξιωματικών, δικαστικών, δημοσιογράφων με το παράνομο λογισμικό, παραπέμπει σε κάτι που σε κανένα βαθμό δεν ήταν «ιδιωτική υπόθεση».
Αντιθέτως, παραπέμπει, έστω και ως υπόθεση προς διερεύνηση, σε κάτι άλλο: στον «πειρασμό» να αξιοποιηθεί αρχικά η δυνατότητα της ΕΥΠ να παρακολουθεί πρακτικά οποιονδήποτε με βάση τη γενική επίκληση της «εθνικής ασφάλειας» και στη συνέχεια των λογισμικών τύπου Predator, μέσα από μια δομή που λειτουργούσε «παράλληλα» προς την τυπική της ΕΥΠ. Προφανώς σε μια τέτοια περίπτωση θα μιλούσαμε για ένα μείζον πολιτικό ζήτημα, και όντως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα.
Γιατί, όπως έχει κατ’ επανάληψη γραφτεί ούτε η «εποπτεία», που πρέπει να ασκείται στους υπουργούς και εν γένει στους αξιωματούχους, περιλαμβάνει την παρακολούθησή τους, ούτε προφανώς ανήκει σε οποιαδήποτε εκδοχή θεμιτής άσκηση εξουσίας η κατοχή πληροφοριών προς χρήση ως διαπραγματευτικό χαρτί ή ακόμη χειρότερα ως μέσο εκβιασμού για την υλοποίηση της μίας ή της άλλης ατζέντας ή για την εξασφάλιση ατιμωρησίας.
Προφανώς και αυτή η εναλλακτική υπόθεση παραπέμπει σε σοβαρότατες κατηγορίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να τεθεί και να διερευνηθεί με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν αλλά και αυτά που θα μπορούσαν να αναζητηθούν. Γιατί όσο προβληματικό θα ήταν να είχαμε ανώτερους εισαγγελικούς λειτουργούς που ελαφρά τη καρδία θα διατύπωναν κατηγορίες σε βάρος πολιτικών και κυβερνητικών παραγόντων, άλλο τόσο προβληματικό είναι να έχουμε δικαστικά πορίσματα που μέσα στην απαλλακτική τους σπουδή ούτε καν θέτουν τα ερωτήματα.
Γιατί πολύ απλά η εξουσία δεν μπορεί να είναι συνώνυμη με την ασυλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου