Εν μέσω κλιμάκωσης των γεωπολιτικών εντάσεων σε παγκόσμια κλίμακα, οι πυρηνικές δυνάμεις συνεχίζουν να εκσυγχρονίζουν τα οπλοστάσιά τους, ενώ οι δαπάνες στο πεδίο αυτό αυξήθηκαν κατά το ένα τρίτο τα τελευταία πέντε χρόνια, καταγράφουν δυο εκθέσεις που δίνονται στη δημοσιότητα σήμερα.
Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Εκστρατείας για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων (ICAN), τα εννέα κράτη που διαθέτουν πυρηνικά οπλοστάσιο (η Ρωσία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ινδία, η Κίνα, το Ισραήλ, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Πακιστάν κι η Βόρεια Κορέα) δαπάνησαν συνολικά την περασμένη χρονιά 91 δισεκ. δολάρια (85 δισεκ. ευρώ) γι’ αυτά.
Το κείμενο τονίζει, όπως και άλλη έκθεση, από το Διεθνές Ινστιτούτο Μελετών για την Ειρήνη με έδρα τη Στοκχόλμη (SIPRI), πως οι χώρες αυτές αύξησαν σημαντικά τις δαπάνες τους, καθώς προχωρούν σε εκσυγχρονισμό των όπλων τους και αναπτύσσουν νέα.
«Νομίζω πως είναι ακριβές να πούμε πως βρίσκεται σε εξέλιξη κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών», δήλωσε η διευθύντρια της ICAN, η Μελίσα Παρκ, στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Ο Γουίλφρεντ Γουάν, ο διευθυντής του προγράμματος για τα όπλα μαζικής καταστροφής στο SIPRI, υπογραμμίζει από την πλευρά του πως «είχαμε να δούμε τα πυρηνικά όπλα να διαδραματίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις από τον ψυχρό πόλεμο».
Κατά τα δεδομένα του SIPRI, ο εκτιμώμενος συνολικός αριθμός των πυρηνικών κεφαλών στον κόσμο μειώθηκε: ανερχόταν σε 12.121 στην αρχή της χρονιάς, από 12.512 στις αρχές της περασμένης.
Μέρος τους καταστράφηκε, όμως οι 9.585 ήταν έτοιμες να χρησιμοποιηθούν δυνητικά, δηλαδή εννέα περισσότερες από ό,τι πέρυσι.
Και από αυτές, οι 2.100 διατηρούνταν σε κατάσταση «υψηλού επιχειρησιακού συναγερμού», τοποθετημένες σε βαλλιστικούς πυραύλους.
Σχεδόν όλες αυτές οι πυρηνικές κεφαλές ανήκουν στη Ρωσία και στις ΗΠΑ — πρόκειται άλλωστε για τις δύο χώρες που κατέχουν το 90% των πυρηνικών όπλων σε παγκόσμια κλίμακα.
Για πρώτη φορά ωστόσο, τονίζει επίσης το SIPRI, η Κίνα έθεσε «ορισμένες κεφαλές σε κατάσταση υψηλού επιχειρησιακού συναγερμού» — που σημαίνει έτοιμες να εκτοξευθούν αμέσως.
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί το δημοσίευμα-«φωτιά» της Telegraph σύμφωνα με το οποίο «το ΝΑΤΟ βρίσκεται σε συνομιλίες για να αναπτύξει περισσότερα πυρηνικά όπλα βγάζοντάς τα από συνθήκες αποθήκευσης και θέτοντάς τα σε ετοιμότητα ενόψει της αυξανόμενης απειλής από τηn Ρωσία και την Κίνα».
2.898 δολάρια το δευτερόλεπτο
Σύμφωνα με την ICAN, οι παγκόσμιες δαπάνες για τα πυρηνικά όπλα αυξήθηκαν κατά 10,8 δισεκ. δολάρια το 2023 σε ετήσια βάση, με το 80% αυτή της αύξησης να αναλογεί στις ΗΠΑ.
Το μερίδιο της Ουάσιγκτον στις συνολικές δαπάνες (51,5 δισεκ. δολάρια) «είναι υψηλότερο από αυτό όλων των άλλων χωρών με πυρηνικά όπλα μαζί», λογαριάζει.
Ακολουθούν η Κίνα (11,8 δισεκ. δολάρια) και η Ρωσία (8,3 δισεκ. δολάρια). Η Βρετανία αύξησε κατά πολύ τις δαπάνες της (+17% στα 8,1 δισεκ. δολάρια) για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.
Όλες μαζί, οι πυρηνικές δυνάμεις δαπανούσαν 2.898 δολάρια το δευτερόλεπτο για να πυρηνικά όπλα τους, τονίζεται στην έκθεση της ICAN. Τα ποσά αυξήθηκαν αλματωδώς, κατά 33%, από το 2018 (όταν ανέρχονταν σε 68,2 δισεκ. δολάρια), δηλαδή τη χρονιά που άρχισε η συγκέντρωση δεδομένων από την εκστρατεία.
«Επενδύουν στον Αρμαγεδδώνα»
Η κυρία Παρκ κατήγγειλε την «απαράδεκτη» χρήση «δημόσιου χρήματος», χαρακτηρίζοντας το ύψος των ποσών που δαπανώνται για πυρηνικά όπλα «χυδαίο».
Σημείωσε πως τα ποσά αυτά είναι μεγαλύτερα από αυτά που εκτιμά το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα ότι θα απαιτούνταν για να τερματιστεί εντελώς η πείνα στον κόσμο.
Οι επενδύσεις δεν είναι μόνο ανώφελες, αλλά εξαιρετικά επικίνδυνες, τόνισε η διευθύντρια της ICAN, η οποία έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης το 2017 για τη συμβολή της στην υιοθέτηση της συνθήκης για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων.
«Αντί να επενδύουν στον Αρμαγεδδώνα, τα εννιά κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα θα έπρεπε να ακολουθήσουν το παράδειγμα των μισών χωρών χωρών του κόσμου και να εφαρμόσουν τη συνθήκη», ανέφερε η Αλίσια Σάντερς-Ζάκρε, εκ των συγγραφέων της έκθεσης της ICAN.
«Ζούμε σήμερα σε μια από τις πιο επικίνδυνες περιόδους στην ιστορία της ανθρωπότητας», προειδοποίησε από την πλευρά του ο διευθυντής του SIPRI Σμιθ.
«Οι πηγές αστάθειας είναι πολυάριθμες: πολιτικές αντιπαλότητες, οικονομικές ανισότητες, περιβαλλοντικές επιπλοκές, επιτάχυνση της κούρσας εξοπλισμών. Βρισκόμαστε μπροστά στην άβυσσο κι είναι καιρός οι μεγάλες δυνάμεις να κάνουν ένα βήμα πίσω και να σκεφτούν. Κατά προτίμηση μαζί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου