Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Αστράγαλοι, κύβοι, κότσια, σφυρά, ζάρια…


 Του Γιώργου Λεκάκη

Αστράγαλος (πληθ. αστράγαλοι), αρχικώς λεγόταν το μικρό κόκκαλο (κοκκαλάκι), ένας από τους σπονδύλους (κυρίως του τραχήλου, «τραχηλικός / αυχενικός σπόνδυλος») – βλ. Όμηρ.

Και το εξόγκωμα στην άρθρωση / άρθρο του ποδιού, το κοκαλάκι του ταρσού (ιδίως για άλογα) – Ηρόδ. Ξενοφ. Θεόκρ. (λατ. talus).

Αλλά και:

            - ο καρπός του χεριού (ἀστράγαλος χειρός),

            - γυναικείο κόσμημα (ενώτιο – σκουλαρίκι, και ξύλινη απομίμησή τους),

            - τα καλλίγραμμα πόδια (στον πληθ.) - τα ευαίσθητα πόδια συγκρίνονταν με τους αστραγάλους,

            - είδος φυτού όσπριου (λαθούρι)[1]

            - μαύρο βότσαλο.

            - μέτρο, για τους ιατρούς – σαν την σημερινή δόση «δακτυλήθρα».

            - διακοσμητικό στοιχείο του ιωνικού και του κορινθιακού επιστυλίου. Λ.χ. σώζεται αστράγαλος από την διακόσμηση της βάσης του Θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς.

Και εν τέλει:

            - παιγνίδι με κότσια[2] / σφυρά[3] / ζάρια[4] - Ομ. Ιλ., Ηρόδ.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τα ΖΑΡΙΑ, ΕΔΩ.

Aρχικώς οι αστράγαλοι ήταν κατασκευασμένοι από κόκκαλα αρθρώσεων. Ποτέ δεν είχαν περισσότερες από 4 επίπεδες πλευρές - ενώ οι κύβοι είχαν έξι - έτσι ώστε το 1 και το 6 και το 3 και το 4 να είναι το ένα απέναντι από το άλλο. Έπαιζαν ρίχνοντας 4 αστραγάλους με το χέρι, ή από ένα κύπελλο (πύργο - ΔΙΑΒΑΣΤΕ για έναν αρχαία πύργο / ζαριέρα ΕΔΩ). Η καλύτερη ρίψη (βόλος / βολή), ήταν όταν το κάθε ζάρι είχε διαφορετικό αριθμό: Λεγόταν «Αφροδίτη» (λατ. jactus Veneris), ή Μίδας ή Ηρακλής. Η χειρότερη, όταν όλα είχαν τον ίδιο αριθμό, λεγόταν «Κύων» (λατ. canis).

Αστραγαλίζω = παίζω με τους αστραγάλους - Πλάτ.

Αστραγάλισις (η) = το παιγνίδι με τους αστραγάλους - Αριστ. Τους οποίους κουνούσαν / έσειαν («διασείστους» - Αισχ. 1.59, Αρποκρ.), που φαίνεται πως από παλιά ήταν συνυφασμένο με την τύχη, και ήταν μάστιγα, διότι πολλοί

            - χολώνονταν («ἀστραγάλοισι χολωθείς» - Il.23.88)

            - μάλωναν («ἀστραγάλῃσιν ἐρύσας») και

            - «έκοβαν» («ἐκκόψας» - Menec.1) από φίλοι.- φράση που έμεινε έως σήμερα παροιμιώδης «κόβουμε ή κόψαμε» λένε οι φίλοι, που πλέον κόβουν τους δεσμούς φιλίας τους).

Αστράγαλοι έχουν βρεθεί σε πολλά μέρη της Ελλάδος: Λ.χ. στον Τύμβο Συκεώνος Καρδίτσας, στην Ιθάκη, κ.α. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΑΣΤΡΑΓΑΛΩΝ, ΕΔΩ.

Ο αστράγαλος ήταν και αναθηματικό αντικείμενο (IG 42.102.58, Επίδαυρος 4ος αι. π.Χ. και 7.2420.21 Θήβαι, 3ος π.Χ.). Ενώ αναφέρεται και χύτευση στήλης αστραγάλου [επιγρ. IG 13.474.137 (V a.C.), cf. Δίδυμα 39.20, Vitr.3.5.7].

Αστράγαλοι ήταν υφασμένοι σε μαστίγια - «ἡ ἐκ τῶν ἀστραγάλων μάστιξ» - Λουκ. Asin.38.

Τέλος, ο αστράγαλος (και η τρίχα ή οι τρίχες) του λύκου εθεωρούντο προφυλακτικό / αποτροπαϊκό, που έπρεπε να φορούν την τρίτη ημέρα («τῇ τρίτῃ (ἡμέρα) λύκου τρίχας ἢ ἀστράγαλον - P II 143 και «φυλακτήριον τῆς πράξεως· λύκου ἀστράγαλον περιάπτου» - P IV 1317).

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

Η λέξις αστράγαλος ετυμολογείται από την ρίζα εστ- η οποία δίνει λέξεις σχετικές με την δύναμη, τον οπλισμό (εστία, κλπ.) και ζώα ή πράγματα που είναι καλά οπλισμένα:

        > αστ- (> αστακός) > αρχ. ινδ. asthnah, κλπ.

        > οστ- > οστέον / οστούν, όστακον / οστακός[5], όστρεον[6], όστρακον, κλπ.

Παράγωγα - σύνθετα: αστραγάλειος, αστραγαλίζω, αστραγαλίσκος, αστραγαλωτός (μσν. αστραγαλώδης), αστραγαλόμαντις / αστραγαλομαντεία, αστραγαλεκτομή, κ.ά.

L&S:

ἀστράγαλος: [-τρα-], ὁ, (ἴδε ὀστέον) εἶς τῶν σπονδύλων, ἰδίως τοῦ τραχήλου, τὸν ῥ’ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῶ, νείατον ἀστράγαλον, τοῦτο δὴ ἔτρωσεν ἐν τῷ συνδέσμῳ καὶ τῇ συναφῇ τοῦ τραχήλου καὶ τῆς κεφαλῆς κατὰ τὸν ἔσχατον σπόνδυλον (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ξ. 466, Ὀδ. Λ. 65. 

τὸ κατὰ τὴν ἄρθρωσιν τῆς κνήμης καὶ τοῦ ἄκρου ποδὸς ἐξόγκωμα ἔνθα τὰ σφυρά. Λατ. talus· «παρὰ δὲ τὴν πέζαν ἑκατέρωθεν προὔχουσιν ἀστράγαλοι, εἰς οὓς αἱ περόναι καταλήγουσιν· οἱ δὲ ἀστραγάλους οὐ τὰ προὔχοντα, ἀλλὰ τὰ ἔνδον κρυπτόμενα ὑπὸ σφυρόν» (Πολυδ. Β΄, 192), Ἡρόδ. 3. 129, Ξεν. Ἱππ. 1, 15, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 25· ὁ Θεόκρ. 10. 36 παραβάλλει κομψοὺς πόδας πρὸς ἀστραγάλους, οἱ μὲν πόδες ἀστράγαλοί τευς, «οἶον εὔρυθμοι καὶ ὀρθοί· ἢ λευκοὶ ὡς οἱ ἀστράγαλοι [τῶν κυβευόντων]» Σχόλ. αὐτόθι.

πλ. ἀστράγαλοι, οὓς μετεχειρίζοντο ἀστραγαλίζοντες, ἢ διὰ τῶν ἀστραγάλων παιζομένη παιδιά, ἀμφ’ ἀστραγάλοισι χολωθεὶς Ἰλ. Ψ. 88, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 94· διερρίπτουν εἰς τὴν ὁδὸν ἀστραγάλους τέ τινας διασείστους κτλ. Αἰσχίν. 9. 9· «διασείστους (ἀστραγάλους) - παρὰ τὸ κινεῖσθαι καὶ διασείεσθαι πρότερον, εἶτα βάλλεσθαι… Μένανδρος Πωλουμένοις» Ἁρποκρ.· - ἀστρ. μεμολιβδωμένοι, ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν οἱ παῖδες, ἀνοίγοντες ὀπὴν εἰς τὸ κοῖλον μέρος τοῦ ἀστραγάλου καὶ χέοντες ἐντὸς αὐτῆς ἀναλελυμένον μόλυβδον (,Ἀριστ. Προβλ. 16, 3· πρβλ. ἀρτιάζω: - κατὰ πρῶτον ἦσαν ἁπλῶς οἱ φυσικοὶ ἀστράγαλοι οὓς συχνὰ μετεχειρίζοντο οἱ παῖδες παίζοντες καθὼς φαίνεται ἐν μαρμάρῳ τινὶ ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ, (ἴδε καὶ Λεξ. Ἑλλ. Ἀρχ. Α. Ραγκαβῆ σ. 145), πρβλ. Λατ. tali· ἀλλὰ σὺν τῷ χρόνῳ ἡ λέξις ἀστράγαλοι κατήντησε νὰ σημαίνῃ ἁπλῶς κύβους - ἀντ’ ἀστραγάλων κονδύλοισι παίζετε Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλοις» 9. Ἀλλ’ οἱ ἀστράγαλοι ἐξηκολούθουν νὰ ἔχωσι μόνον τέσσαρας ἐπιπέδους πλευρὰς τὰς δὲ ὑπολοίπους δύο στρογγύλας. Αἱ ἐπίπεδοι πλευραὶ ἔφερον στίγματα· ἡ δὲ πλευρὰ ἡ φέρουσα τὸ ἓν στίγμα ἦτο ἐν τῇ ἐναντίᾳ πλευρᾷ τῆς φερούσης τὰ ἕξ, ἡ δὲ φέρουσα τὰ τρία ἐν τῇ ἐναντίᾳ τῆς ἐχοὺσης τὰ τέσσαρα· οἱ ἀριθμοὶ τέσσαρα καὶ πέντε ἔλειπον Οἱ κυρίως καλούμενοι κύβοι εἶχον στίγματα καὶ εἰς τὰς ἓξ πλευράς. Ἔπαιζον δὲ ῥίπτοντες τέσσαρας ἀστραγάλους ἐκ τῆς παλάμης τῆς χειρὸς ἢ ἀπὸ πυξίδος ἥτις ἐκαλεῖτο πύργος. Ὁ ἄριστος βόλος, δηλ. ἡ ῥίψις ὅτε ἕκαστος ἀστράγαλος εἶχε διάφορον θέσιν τῶν ἄλλων, δηλ. διάφ. ἀριθμόν, ἐκαλεῖτο Ἀφροδίτη, Λατ. jactus Veneris, ὡσαύτως Μίδας καὶ Ἡρακλῆς· ὁ δὲ χείριστος ὅτε πάντες ἐδείκνυον τὴν αὐτὴν πλευράν, κύων, Λατ. canis, canicula. Ἴδε Εὐστ. 1397. 34 κἑξ. καὶ Πολυδ. Θ΄, 99 κἑξ. ἔνθα οὐκ ὀλίγα ὑπάρχουσι περὶ ἀστραγάλων. - Τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων ἔπαιζον καὶ κατ’ ἄλλον τρόπον, ὅστις ὠνομάζετο τρόπα (τροῦπα νῦν ἐν Κυζίκῳ)· «ἡ δὲ τρόπα καλουμένη παιδιὰ γίνεται μὲν ὡς τὸ πολὺ δι’ ἀστραγάλων, οὓς ἀφιέντες στοχάζονται βόθρου τινὸς εἰς ὑποδοχὴν τῆς τοιαύτης ῥίψεως ἐξεπίτηδες πεποιημένου· πολλάκις δὲ καὶ ἀκύλοις καὶ βαλάνοις ἀντὶ τῶν ἀστραγάλων οἱ ῥίπτοντες ἐχρῶντο» Πολυδ. Θ΄, 103. Ὑπῆρχε καὶ ἄλλη παιδιὰ παιζομένη διὰ πέντε ἀστραγάλων ἢ λιθαρίων, ἴδε πεντέλιθοι. IV. ἡ ἐκ τῶν ἀστραγάλων μάστιξ, μαστίγιον ἀποτελούμενον ἐκ κομβολογίου ἀστραγάλων, Λουκ. Ὄν. 38· καλεῖται προσέτι, ἀστραγαλωτὴ μάστιξ, «παρὰ δὲ Κράτητι ἐν ταῖς Τόλμαις καὶ ἀστραγαλωτή τις μάστιξ ὠνόμασται» Πολυδ. Ι΄, 54· ἱμᾶσιν ἀστραγαλωτοῖς μαστιγοῦνται Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 153Α. V. κόσμημά τι περιθέον τὸ κιονόκρανον Ἰωνικοῦ ῥυθμοῦ, Ἐπιγρ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160.35 κἐξ. (§ 11). Βιτρούβ. 3. 3· πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτων. VI. εἶδος φυτοῦ, «θάμνος ἐστὶ μικρός, ἐπὶ γῆς φυόμενος, φύλλοις καὶ κλωνίοις ὅμοιος ἐρεβίνθω· ἄνθη πορφυρᾶ, μικρά· ῥίζα ὕπεστι στρογγύλη, ὥσπερ ῥάφανος εὐμεγέθης, πραφυάδας ἔχουσα στερεάς, μελαίνας, σκληροτέρας ὡς κέρατα ἀντεμπεπλεγμένας ἀλλήλαις, γευσαμένῳ στυπτικὰς» Διοσκ. 4.62. VII. μέτρον τι παρ’ ἰατροῖς ἐν χρήσει.

ΚΥΒΟΣ

Ο κύβος (> λατ. cubus) ήταν ένα κυβικό ζάρι, σημειωμένο και στις 6 πλευρές του - Ηρόδ. Οι αρχαίοι Έλληνες έριχναν τρία ζάρια, έτσι ώστε η ρίψη τρὶς ἕξ (τρία εξάρια) ήταν η πιο υψηλή ζαριά - Αισχύλ., Πλάτ.

Εξ ου και ο μαθηματικός όρος «εις τον κύβο», δηλ. αριθμός που τριπλασιάζεται με τον εαυτό του, (όπως το 27 είναι ο «κύβος» του 3 - Πλάτ.).[7]

Η ετυμολογία του είναι από την ρίζα κυπ- (κύπελλο) > κυβ.

Έλεγαν «κρίνειν τι ἐν κύβοις», να το αποφασίσουν στα ζάρια, δηλ. στην τύχη - Αισχύλ. Και σήμερα λέμε παροιμιωδώς «έπαιξαν / εκρίνανε στα ζάρια»… «άναρρίπτω κύβον» = ριψοκινδυνεύω παίρνοντας τολμηρή απόφαση… «ἔσχατον κύβον ἀφίημι» = δοκιμάζω την τύχη μου για τελευταία φορά…

Η κυβεία (ρ. κυβεύω) = παίξιμο των κύβων, ζάρια - Ξεν. Και μεταφ. η ταχυδακτυλουργία, η δεξιοτεχνία, η απάτη, το τέχνασμα - Κ.Δ.

Κύβο έλεγαν και τις μεμονωμένες κουκκίδες του ζαριού – «βέβληκ' Ἀχιλλεὺς δύο κύβω καὶ τέσσαρα» (ο Αχιλλεύς έριξε δύο άσσους και ένα τέσσερα - έκτοτε "ζαριά Αχιλλέως") - Αισχύλ. Αριστοφ.

Και:

            - το μέρος όπου παίζει κανείς, ρίχνει κύβους – Ερμίπ. Σχολ. Ar. Vesp. 672.

            - κάθε πράγμα που έχει κυβικό σχήμα

            - τεμάχιο παστωμένου ψαριού - Αθ. VII, 324 c.

            - είδος πλακούντα / πίττας ή ζυμαρικού ή ψωμιού, με κυβικό σχήμα,

            - η κοιλότητα τών ζώων, που βρίσκεται επάνω από τον μηρό των βοοειδών - Αθ. IX, 399 a > γοτθ. hups = ισχίο,

            - μέρος αρδευτικής μηχανής…

Παράγωγα - σύνθετα:

κυβεύω, κυβίζω, κυβικός, κυβίας[8], κύβιον, κυβοστός[9], κυβεών[10], κυβοειδής, κυβεπίκυβος[11] ή κυβόκυβος[12], κυβόλεξο[13], κυβόλιθος, κυβομαντεία, κυβόμετρο[14], κλπ.

L&S:

κύβος: ῠ ἴδε ἐν τέλ., ὁ, Λατ. cubus, στερεὸν τετράγωνον μετὰ ἓξ πλευρῶν, κύβος, Τίμ. Λοκρ. 98C· κύβος τοῦ παιγνιδίου σεσημειωμένος καὶ ἐπὶ τῶν ἓξ αὐτοῦ πλευρῶν, διαφέρων οὕτω τοῦ ἀστραγάλου, ὅστις ἔφερε σημεῖα μόνον ἐπὶ τῶν τεσσάρων πλευρῶν (ἔχων τὰς ὑπολοίπους δύο στρογγύλας), τὸ πλεῖστον (ὡς εἰκός) κατὰ πληθ., Ἡρόδ. 1. 94, Σοφ. Ἀποσπ. 380, κτλ.· ἔπαιζον δὲ οἱ Ἕλληνες διὰ τριῶν κύβων, ἴδε κατωτ

        - κύβων βολαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ἐν πτώσει κύβων Πλάτ. Πολ. 604C· περὶ κύβους τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι Λυσ. 146. 34· ― παροιμ., ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι, δηλ. τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐκ τύχης, Σοφ. Ἀποσπ. 763· κρίνειν τι ἐν κύβοις, ἀποφασίζειν τι διὰ τῶν κύβων, ἤτοι τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Θήβ. 414· ἄλλα βλήματ’ ἐν κύβοις βαλεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 330· ψυχὴν προβάλλοντ’ ἐν κύβοισι δαίμονος ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 183· ― μετέπειτα ἐν τῷ ἑν., οἶδα ὅτι ῥίπτω πάντα κύβον κεφαλῆς... ὕπερθεν ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· τὸν περὶ τῶν ὅλων ἀναρρίπτειν κύβον Πλουτ. Φάβ. 14, πρβλ. Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 16· ἐφ’ ἑνὸς ἀνδρὸς ἀναρρίπτειν τὸν κ. Λουκ. Ἁρμον. 3· ἀνερρίφθω κύβος, jacta esto alea, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1. 4, Πλουτ. Καῖσαρ 32· ἔσχατον κύβον ἀφιέναι, τὸ νὰ δοκιμάσῃ τις τὴν τύχην του διὰ τελευταίαν φοράν, Πλουτ. Κοριολ. 3. 2) ὡσαύτως ἐπὶ τῆς πλευρᾶς τῆς φερούσης τὸ ἓν στίγμα, βέβληκ’ Ἀχιλλεὺς δύω κύβω καὶ τέσσαρα, ἔρριψε δύο «ἄσσους» καὶ τέσσαρα, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 132) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1400· τρὶς ἓξ βαλεῖν, «τρία ἑξάρια», Αἰσχύλ. Ἀγ. 33 (ἔνθα ἴδε Blomf.)· τρὶς ἓξ... ἢ τρεῖς κύβους βάλλειν Πλάτ. Νόμ. 968Ε. 3) ἐν τῷ πληθ. προσέτι = τράπεζα κυβευτική, «τάβλι» (ὡς τὸ πεσσοί), Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 6. ΙΙ. κυβικὸς ἀριθμός, 3, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 3. ΙΙΙ. πᾶν πρᾶγμα κυβικὸν ἔχον σχῆμα, σπόνδυλος, ὡς τὸ ἀστράγαλος, Ριανὸς παρὰ Πολυδ. Βϳ, 180.

        - τεμάχιον παστοῦ ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 4· πρβλ. κύβιον.

        - εἶδος πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ ἔχοντος σχῆμα κύβου, Ἐπίχ.(;) παρὰ Φωτ. 183. 11, Ἀθήν. 114Α.

        - κοίλωμά τι ὑπεράνω τοῦ μηροῦ τῶν βοῶν, Ἀθήν. 399Β. κῦβος, Λατ. cūbus, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. 14.8, Αὐσων. Εἰδυλλ. 11.3.


Κυβικά ζάρια σύγχρονου τύπου έχουν βρεθεί και στην Harappa, στον 30ό παράλληλο [30°37′44″N 72°51′50″E] και στο Mohenjo-daro, στον 27ο παράλληλο [27°19′45″N 68°08′20″E] στην Λαρκάνα νυν έκταση του Πακιστάν. Αρχαίες πόλεις του «Πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού» (2600-1800 π.Χ.) - σύγχρονος με τους πολιτισμούς της Μινωικής Κρήτης, της Αιγύπτου, Μεσοποταμίας, και του Καράλ / Norte Chico του Περού.

Έχουν 1 έως 6 κουκκίδες. Βρέθηκαν κατά την διάρκεια ανασκαφών, μεταξύ 1995 και 2001. Εκτίθενται στο Μουσείο Λαχώρης.

 «Αυτό το παιχνίδι με κύβους ήταν ένα κοινό παιχνίδι στο Mohenjo-daro. Αποδεικνύεται από τον αριθμό των τεμαχίων που έχουν βρεθεί. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι κατασκευασμένα από κεραμικά, και είναι συνήθως κυβικά, με διαστάσεις από 3 Χ 3 Χ 3 εκατ. έως 3,8 Χ 3,8 Χ 3,8 εκατ.

Τα ζάρια του Mohenjo-daro δεν σημειώνονται με τον ίδιο τρόπο όπως σήμερα. Δηλαδή έτσι ώστε, το άθροισμα των σημείων σε οποιεσδήποτε δύο αντίθετες πλευρές να είναι 7. Αντ’ αυτού, το 1 είναι απέναντι από το 2, το 3 το αντίθετο από το 4, και το 5 το αντίθετο με το 6. Όλα τα παραδείγματα που βρέθηκαν είναι εξαιρετικά καλά κατασκευασμένα με καλά καθορισμένες άκρες. Τα σημεία είναι ρηχές τρύπες με μέση διάμετρο 0,25 εκατ. Ο πηλός από τον οποίο κατασκευάζονται έχει ανοικτό κόκκινο χρώμα, είναι καλά ψημένος και μερικές φορές επικαλυμμένος με κόκκινο πλύσιμο.

Αυτά τα ζάρια πρέπει να έχουν ριφτεί σε μια μαλακή επιφάνεια, όπως ένα κομμάτι ύφασμα, ή σε σκονισμένο έδαφος, επειδή οι άκρες τους δείχνουν ελάχιστα σημάδια φθοράς. Δεν είναι ακόμη γνωστό εάν αυτά τα αντικείμενα χρησιμοποιήθηκαν σε ζεύγη, αλλά δύο δείγματα που βρέθηκαν στην περιοχή Dk του Mohenjo-daro, όχι μακριά το ένα από το άλλο, έχουν ακριβώς το ίδιο μέγεθος».

ΠΗΓΗ: J. Marshall «Mohenjo-daro and the Indus Civilization».

Ο τζόγος, και ειδικότερα τα ζάρια, ήταν τόσο διαδεδομένος μεταξύ των Ρωμαίων που, παρά τον σχετικό νόμο (lex tabularia) της δημοκρατικής εποχής, που προσπάθησε να τον περιορίσει, ασκήθηκε επίσης από τις ανώτερες τάξεις εξουσίας. Λέγεται ότι ο Αύγουστος έχασε 20.000 σηστέρσια - σημαντικότατο ποσόν - κατά την διάρκεια ενός μόνο παιγνιδιού! Ο Νέρων ήταν ένας επιμελής παίκτης. Και, τελικά, ότι ο Κλαύδιος είχε ακόμη και το άρμα του μετατρέψει σε χώρο παιγνιδιού ζαριών, έχοντας έναν εξελιγμένο μηχανισμό, με τον οποίο δεν έπεφταν τα ζάρια, ακόμη και όταν το άρμα εκινείτο! 

Ο Κλαύδιος ήταν επίσης ο επιμελητής μιας πραγματείας που, δυστυχώς, έχει χαθεί... 

Άνδρες παίζουν ζάρια σε ταβέρνα στην Οδό Ερμού - Via di Mercurio
Αρχαιολογικό Πάρκο Πομπηίας.
Τα πανδοχεία και οι ταβέρνες ήταν τα κύρια μέρη στην αρχαία Πομπηία, όπου οι πολίτες μπορούσαν να αφοσιωθούν σε αυτό το παθολογικό πάθος, πίνοντας κρασί και τρώγοντας. Αυτό οδήγησε στο άνοιγμα νέων επιχειρήσεων, τις «tabernae lusoriae» - σπίτια τυχερών παιχνιδιών.

Άνδρες παίζουν ζάρια, στο πανδοχείο / caupona του Salvius.
Ο άνδρας στα αριστερά λέει "κερδίζω!".
Ο άλλος λέει "Δεν είναι τρία, είναι δύο!".
Αρχαιολογικό Πάρκο Πομπηίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] Lathyrus niger Bernh., Διοσκ. 4.61, Γαλ. 11.841.

[2] Το κότσι (< κόττιον, υποκορ. του κόττος = κάλος, τύλος > πληθ. τα κότσια) μας έδωσε την παροιμιώδη φράση «βαστάνε τα κότσια του» ή «έχει γερά κότσια» δηλ. αντέχει, έχει δύναμη και «δεν παίζουμε τα κότσια» δηλ. δεν αστειευόμαστε > σλαβ. koštitsa, κλπ. Ως θηλυκό (η αστραγάλη) = κοκκαλάκι, κότσι – Ανακρέων, Ηρώνδας.

[3] L&S: σφῠρόν: τό, τὸ κοινῶς καλούμενον «κότσι», κνῆμαί τ’ ἠδὲ σφυρά, «τὰ ἀπολήγοντα μέρη πρὸς τῷ ἀστραγάλῳ, καὶ ἐκ πλαγίων ἐξέχοντα τῆς κνήμης καὶ τῆς πτέρνης» (Σχόλ.), «τὰ περὶ τοὺς ἀστραγάλους, αἱ περιφέρειαι τῶν ποδῶν» Ἡσύχ.), Ἰλ. Δ. 147, πρβλ. 518· ποδῶν τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης Χ. 397· ὀρθῷ στῆσαι ἐπὶ σφυρῷ (μεταφορ.), Πινδ. Ι. 7 (6), 19· βαίνουσα... σφ. κούφῳ Εὐρ. Ἄλκ. 586· σφ. μονόχηλον, ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. Ι. Α. 225 τὸ σφ. ἐξεκόκκισε, ἐξήρθρωσε τὸ σφυρόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179· τὸ ἔσχατον ἀντικνημίου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5. ΙΙ. μεταφορ., τὸ κατώτατον μέρος ἢ ἄκρον, οἱ πρόποδες ὄρους, «τῶν ὀρῶν τὰ ἐπίπεδα καὶ κατώτατα» (Ἡσύχ.)· ἐν Παλίου σφυροῖς Πινδ. Π. 2. 85, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 114., 7. 501, Νόνν. κλπ.· ὡσαύτως, Λιβύας ἄκρον σφυρόν, τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς Λιβύης, Θεόκρ. 16. 77· σφ. νήσων Μουσαῖ. 45· ὕλης Νόνν. Δ. 2. 1.

«Αστράγαλος του βουνού» = ποιητικώς, οι πρόποδες του βουνού - «Λιβύας ἄκρον σφυρόν» = το ανώτατο και πιο απομακρυσμένο άκρο της Λιβύης – Θεόκρ. Πίνδ., Ανθ.

[4] αργότερα από ελεφαντόδοντο και πέτρα –βλ. Ομ. Ιλ. 23, 88. Η λέξις ίσως προήλθε εκ της αραβ. az-zahar > ζαριστής, αυτός που παίζει ζάρια, κλπ.

[5] ὀστακός (ὁ) = αστακός - «τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ο ὀστακὸν λέγουσιν, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας» «ὀστακός· εἶδος καράβου / καραβίδας· οἱ δὲ ἀστακὸν λέγουσιν», Ἀθήν. 105Β, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2. Ησύχ. Φώτ.

[6] ὄστρεον / ὄστρειον / ὀστρείδιον /ὀστρεῖδι, στρείδι > λατ. ostrea.

[7] «τέλειος κύβος» — ο αριθμός ο οποίος είναι κύβος ενός ακέραιου αριθμού («ο αριθμός 8 είναι τέλειος κύβος γιατί είναι ο κύβος του ακεραίου 2»)

[8] είδος παλαμύδας.

[9] Κυβοστόν = το κλάσμα ενός κυβικού αριθμού, δηλαδή 1/χ3.

[10] κυβευτήριον, Τζέτζ. Ἱστ. 10, 558, 564.

[11] τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν (βλ. κυβόκυβος), ὡς 216 = 23 x 33· ― ἐπίκυβος δὲ εἶναι πιθανῶς τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν, τοῦ μὲν κυβικοῦ τοῦ δὲ μή, ὡς 24 = 23 x 3, Θεοδώρητ. τ. 4. 866.

[12] γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· - ἐντεῦθεν κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. αρ. σ. 3.

[13] παιγνίδι κατά το οποίο τοποθετούνται γράμματα του αλφαβήτου αρχικών λέξεων σε επιφάνεια πλευράς κύβου, ούτως ώστε να αποτελέσουν άλλες λέξεις μετά την ταξιθέτηση.

[14] το κυβικό μέτρο.


Αστραγαλοι, κυβοι, κοτσια, σφυρα, ζαρια αστραγαλος, κυβος, κοτσι, σφυρο, ζαρι Λεκακης τζογος, Ρωμαιοι νομο λεξ ταμπουλαρια lex tabularia δημοκρατικη εποχη εξουσια Αυγουστος σηστερσια, σηστερσιο ποσον, ποσο παιγνιδ Νερων νερωνας παικτης Κλαυδιος αρμα μετατροπη χωρος παιγνιδιου μηχανισμος πραγματεια χαμενα εργα βιβλια πανδοχειο ταβερνα αρχαια Πομπηια, πολιτες παθος κρασι επιχειρηση tabernae lusoriae σπιτι τυχερα παιχνιδι Οδος Ερμου - Via di Mercurio Αρχαιολογικο Παρκο Πομπηιας Πομπηια Caupona Salvius κερδος ιταλιας ιταλια


ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις