Νίκος Ι. Λεβογιάννης Φιλόλογος-πρώην Βουλευτής
Η λιμνοθάλασσα της Αλυκής απλωνόταν πριν από 6.000 χρόνια σε μεγάλο βάθος στην πεδιάδα του «Λιβαδιού» κατά μήκος της κοίτης του ποταμού Περίτση, του μεγαλύτερου της Νάξου και του Βυβλίνη ή Βύβλινου ποταμού .
Από το βορρά έφθανε μέχρι τη θάλασσα και τον επιμήκη ύφαλο, που εκτείνεται παράλληλα προς την ακτογραμμή. Στα νότια συνόρευε με τη μικρή πεδιάδα του Αγίου Προκοπίου και το Ιερό των Υρίων, ανατολικά έφθανε ως την περιοχή του Παρατρέχου και δυτικά μέχρι τις υπώρειες του λόφου της Στελίδας.Πρόσφατες ανασκαφές που έγιναν (2013) και συνεχίζονται σε αυτό το λόφο, παραπέμπουν σε παρουσία ανθρώπινης ζωής στην περιοχή, από τη μέση παλαιολιθική περίοδο (300.000-30.000 χρόνια πριν από σήμερα), την περίοδο δηλαδή που έζησε ο ανθρωπολογικός τύπος του Neanderthal .
Ο Περίτσης ποταμός πηγάζει από το λεκανοπέδιο της Τραγαίας, διασχίζει τις κοιλάδες της Ποταμιάς και των Μελάνων και συναντάται στην πεδιάδα του Παρατρέχου με τον ποταμό Βυβλίνη ή Βύβλινο, ο οποίος διασχίζει την πεδιάδα του Λιβαδιού και εκβάλλει μέσα στη λιμνοθάλασσα. Παλαιότερα έφθανε μέχρι την ακτή του Αγ. Γεωργίου. Από τις προσχώσεις των δύο ποταμών η λιμνοθάλασσα μετατράπηκε μέσα στους αιώνες σε στεριά σε μεγάλο τμήμα της ανατολικά και νότια.
Με την κατασκευή του φράγματος και άλλων αποστραγγιστικών έργων το 1962, αποξηράνθηκε σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση. Μετά την κατασκευή του αεροδρομίου (1985-1992) ο υδροβιότοπος απλώνεται στο μεγαλύτερο τμήμα του κυρίως στα δυτικά, σε έκταση περίπου 1700 στρεμμάτων δυτικά από το αεροδρόμιο. Σε αυτόν βρίσκουν καταφύγιο τις μεταναστευτικές περιόδους εκατοντάδες είδη πτηνών. Σύμφωνα με τα καταγεγραμμένα στοιχεία των μελετητών, στον υδροβιότοπο υπάρχουν 74 είδη χλωρίδας και 122 είδη πτηνών. Τα περισσότερα είδη είναι σπάνια, απειλούμενα και προστατευόμενα.
Η περιοχή της Αλυκής είναι ο μεγαλύτερος υδροβιότοπος των Κυκλάδων και από το 2004 είναι χαρακτηρισμένος ως «Καταφύγιο Άγριας Ζωής» (Κ.Α.Ζ.) (Φ.Ε.Κ. 652/Β/04-05-04) .
Τα ντοκουμέντα για το προϊστορικό λιμάνι
Ο Νίκος Κεφαλληνιάδης στο βιβλίο του «Αγερσανί» , έχει καταγράψει παραδόσεις και τοπωνύμια, από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη αρχαίου λιμανιού στον αβαθή κόλπο της λιμνοθάλασσας της Αλυκής.
Οι παραδόσεις αυτές συνδέονται με τον μύθο της Αριάδνης και του Θησέα, σύμφωνα με τον οποίο ο Θησέας, επιστρέφοντας στην Αθήνα από την Κρήτη, αφού είχε σκοτώσει τον Μινώταυρο, προσορμίστηκε στη Νάξο λόγω θαλασσοταραχής και φεύγοντας εγκατέλειψε την Αριάδνη στο νησάκι Ποριά (σήμερα Παναγιά), που βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση, βόρεια από τη δίοδο στη λιμνοθάλασσα, ανάμεσα σ’ αυτή και τον επιμήκη ύφαλο.
Τα τοπωνύμια της περιοχής, τα αρχαιοελληνικά «Λύχνος, Ποριά, «Όρμος», αλλά και τα μεταγενέστερα «Κασελάκι, Πετρωτό, Δέστρες», συνδέονται με παλαιές παραδόσεις και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη εκεί σε παλαιότερες εποχές (προϊστορική περίοδος) λιμενικών εγκαταστάσεων.
Αρχαιολογικές ανασκαφές στον χώρο των Υρίων, αλλά και γεωλογικές έρευνες και μελέτες του υπεδάφους της λιμνοθάλασσας, οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι υπήρχαν εκεί λιμενικές εγκαταστάσεις κατά τους προϊστορικούς χρόνους.
Η θρησκευτική δραστηριότητα στο ιερό των Υρίων ξεκινά από τα προϊστορικά χρόνια (1.300 π.Χ.) υπαίθρια μέχρι το 1.100 π.Χ. και συνεχίζεται καθ’ όλη την αρχαιότητα με την ανέγερση τριών ναϊκών συγκροτημάτων (800-730 π.Χ.) που δεν διασώζονται, ενώ γύρω στο 580-570 π.Χ. άρχισε να χτίζεται ο τέταρτος και μεγαλύτερος ναός, ο μόνος που διατηρήθηκε ορατός και αναστηλώθηκε από τον καθηγητή της αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ Βασίλη Λαμπρινουδάκη .
Το προϊστορικό λιμάνι της Νάξου λειτουργούσε μέσα στη λιμνοθάλασσα με αβαθείς διαδρόμους, που τους διέσχιζαν τα πλοία, κατευθυνόμενα προς το εσωτερικό της. Απλωνόταν δε αυτό προς βορρά από τον επιμήκη ύφαλο-κυματοθραύστη, προς τα νότια κατά μήκος της περιοχής που καταλαμβάνει σήμερα το αεροδρόμιο και έφθανε σε απόσταση 700 περίπου μέτρων από το Ιερό των Υρίων . Ανατολικά εισχωρούσε κατά μήκος της πλατιάς κοίτης του ποταμού και έφθανε στην περιοχή «Όρμος-στο Όρμος», όπως ονομάζεται ως σήμερα το τμήμα της πεδιάδας που εκτείνεται προς τα ανατολικά της λιμνοθάλασσας, μέχρι τον επαρχιακό δρόμο Χώρας-Γαλανάδου, το παλαιό γεφύρι του Παρατρέχου και βαθύτερα ίσως μέσα στην πεδιάδα του Παρατρέχου.
Στην περιοχή του Όρμου έχουν εντοπιστεί «δέστρες» (ναύδετρα) από μάρμαρο ή γρανίτη, ογκώδεις επεξεργασμένες πέτρες. Μία δέστρα από μάρμαρο διασώζεται, η οποία εντοπίστηκε πρόσφατα στην κοίτη του ποταμού απ’ όπου ανασύρθηκε και βρίσκεται πρόχειρα τοποθετημένη στην μάντρα χωραφιού πάνω στην επαρχιακή οδό πλησίον της γέφυρας του Παρατρέχου.
Τα τοπωνύμια – οι παραδόσεις
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τοπωνύμια της περιοχής, που διασώζονται ως σήμερα με την προφορική παράδοση, αλλά και καταγεγραμμένα σε παλαιά δικαιοπρακτικά έγγραφα. Τα τοπωνύμια, ως «επιγραφαί γεγραμμέναι επί του εδάφους», συνδέονται με πανάρχαιους μύθους και παραδόσεις και πιστοποιούν την ύπαρξη αρχαίου λιμανιού στη λιμνοθάλασσα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα: Λύχνος, Κασελάκι, Πορί ή Ποριά, Όρμος-στο Όρμος, Δέστρες.
1. Λύχνος
Πρόκειται για αρχαίο τοπωνύμιο και έτσι ονομάζεται η περιοχή της λιμνοθάλασσας, που απλώνεται βόρεια μέχρι τον επιμήκη ύφαλο που εκτείνεται παράλληλα προς την ακτογραμμή, βορειοανατολικά με τον μικρό κόλπο, που σήμερα ονομάζεται «Λαγκούνα», νότια καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση του αεροδρόμιου. Ανατολικά φθάνει ως την περιοχη «Όρμος» και νοτιοανατολικά μέχρι τα Ύρια, όπου βρίσκεται το Ιερό των Υρίων.
Το συγκεκριμένο τοπωνύμιο αναφέρεται στους «φάρους», ειδικά πέτρινα κτίσματα, που υπήρχαν στην είσοδο του προϊστορικού λιμανιού. Οι λύχνοι-φάροι, καίγοντας λίπος, φώτιζαν με τη φλόγα τους την είσοδο του λιμανιού τις νύχτες (Εικ. 2).
Αναφέρεται ότι, το 1962, όταν ξεκίνησαν τα έργα αποξήρανσης της Αλυκής, διασώζονταν τρεις πέτρινοι λύχνοι-φάροι, τοποθετημένοι σε υπερυψωμένο πέτρινο βάθρο στην είσοδο του προϊστορικού λιμανιού και σε άλλα σημεία της λιμνοθάλασσας, που φώτιζαν τόσο την είσοδο του λιμανιού, όσο και τα αβαθή σημεία της, για την ασφαλή είσοδο και διέλευση των πλοίων κατά την νύχτα.
Οι λύχνοι ήταν ογκώδεις τετράγωνες επίπεδες πέτρες από γρανίτη, επεξεργασμένες, διαστάσεων 1,50 Χ 1,50 μέτρα, με μεγάλο κοίλωμα στην επίπεδη επιφάνειά τους, μέσα στο οποίο έκαιγε λίπος βγάζοντας μεγάλη φλόγα .
Σήμερα σώζεται ένας από τους τρεις λύχνους-φάρους, που, σύμφωνα με αφηγήσεις αγροτών της περιοχής καταγραμμένες από τον Νίκο Κεφαλληνιάδη, βρισκόταν μισοβυθισμένος στη λάσπη της λιμνοθάλασσας και αργότερα ανασύρθηκε και μεταφέρθηκε σε αγροικία σε περιοχή κοντά στο πηγάδι του Κορδόλαιμου, όπου τον χρησιμοποιούσαν ως γούρνα .
Αυτός ο λύχνος, με πρωτοβουλία του Συλλόγου Αγ. Αρσενίου Αθήνας, μεταφέρθηκε στο Αγερσανί και τοποθετήθηκε σε πέτρινο βάθρο σε κεντρικό σημείο του χωριού, στο οποίο αναγράφεται σε η πανάρχαια ιστορία του (2005).
Αφηγήσεις παλαιών κατοίκων του Αγερσανίου αναφέρουν ότι ένας λύχνος-φάρος βρισκόταν ακόμη στη θέση του στις αρχές του 20ου αιώνα (1915). Στα χρόνια της κατοχής αφηγούνται πως, όταν πήγαιναν στη λιμνοθάλασσα για ψάρεμα, παρά την απαγόρευση, έβλεπαν τον λύχνο πεσμένο στα αβαθή της λίμνης και μία γωνία του να προεξέχει πάνω από την επιφάνεια του νερού. Ο Μανώλης Μαργαρίτης12 σε συνέντευξή του στον Κεφαλληνιάδη αναφέρει ότι, σύμφωνα με αφηγήσεις παλαιότερων κατοίκων της περιοχής, ο λύχνος αυτός εχρησιμοποιείτο ως φάρος για να περνούν τα πλοία μέσα στη λιμνοθάλασσα, κατευθυνόμενα προς το ιερό των Υρίων ή στον Όρμο στην περιοχή του Παρατρέχου, όπου ελλιμενίζονταν. Ο ίδιος εκτιμά ότι αυτός ο λύχνος-φάρος, αλλά και το «κασελάκι» θάφτηκαν από τις επιχωματώσεις στη διάρκεια της κατασκευής των έργων αποξήρανσης της Αλυκής (1962). Από το αρχαίο αυτό κτίσμα του λύχνου-φάρου πήρε το όνομα «Λύχνος» η περιοχή αυτή της λιμνοθάλασσας, στο μεγαλύτερο τμήμα της οποίας βρισκόταν το προϊστορικό λιμάνι της Νάξου.
Ο κόλπος της «Λαγκούνα» βόρεια-βορειοδυτικά του αεροδρομίου Νάξου και του φράγματος, μέχρι τη θάλασσα και τον επιμήκη ύφαλο, αποτελεί τμήμα της περιοχής του «Λύχνου» και χαρακτηρίζεται από ρηχά νερά και βραχώδεις υφάλους. Τα τελευταία χρόνια ο κόλπος αυτός έχει γίνει παγκόσμια γνωστός με την ονομασία «Λαγκούνα»13, λόγω της ανάπτυξης βόρεια του επιμήκους υφάλου, του θαλάσσιου αθλήματος σέρφινγκ και της παρουσίας μεγάλου αριθμού «σέρφερ» από όλο τον κόσμο. Η δραστηριότητα αυτή και κυρίως η μετατροπή μεγάλου τμήματός της σε πάρκινγκ βαρέων κυρίως οχημάτων των σέρφερ, απειλεί με ολοσχερή καταστροφή τον υδροβιότοπο της λιμνοθάλασσας της Αλυκής και γενικά την άγρια ζωή της περιοχής.
Τα οικολογικά κινήματα της Νάξου και κυρίως ο Σύλλογος Προστασίας Άγριας Ζωής Νάξου, έχουν αναδείξει το πρόβλημα με δυναμικές παρεμβάσεις, διαμαρτυρίες και καταγγελίες προς τις αρμόδιες αρχές, που αδρανούν, για την αποτελεσματικότερη προστασία του Καταφυγίου Άγριας Ζωής (Κ.Α.Ζ.), το οποίο επιβαρύνεται ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και του κινδύνου αλλοίωσης της περιοχής από παράνομες επεμβάσεις ιδιωτών, από την αδιαφορία των τοπικών αρχών και κυρίως από τη μετατροπή της περιοχής της Λαγκούνα14 σε χώρο στάθμευσης.
2. Κασελάκι
Έτσι ονομάζεται η περιοχή ανάμεσα στον Λύχνο και το νησάκι Πορί ή Ποριά (Παναγιά), λόγω της ύπαρξης στον αβαθή βυθό του στενού περάσματος προς τη λιμνοθάλασσα ευμεγέθων μαρμάρινων ογκολίθων, που είχαν σχήμα ορθογώνιο και έμοιαζαν με κασέλα. Οι μαρμάρινοι ή από γρανίτη αυτοί επεξεργασμένοι ογκόλιθοι ήταν τοποθετημένοι στον βυθό της διόδου της λιμνοθάλασσας και ήταν πιθανώς αυτοί τμήμα τεχνικού έργου πλακόστρωσης σε εκείνο το σημείο, για να προστατεύεται η δίοδος από την επικάθιση ιλύος. Την ύπαρξη αυτού του υποθαλάσσιου «πλακόστρωτου» επιβεβαιώνουν υποβρύχιοι κολυμβητές ότι είναι ορατό σε μερικά σημεία και σήμερα.
Το τοπωνύμιο «κασελάκι» συνδέεται κατά την παράδοση με τον μύθο του Θησέα και της Αριάδνης. Σύμφωνα με αυτήν, όταν η βασιλοπούλα (Αριάδνη) διαπίστωσε την εγκατάλειψή της από τον Θησέα στο νησάκι Ποριά, αποφάσισε να διαλέξει ως σύζυγό της έναν από τους τρεις αγαπημένους της μαστόρους. Επειδή όμως η επιλογή ήταν δύσκολη, ανέθεσε στον καθένα την εκτέλεση ενός άθλου και συγκεκριμένα την κατασκευή ενός μεγάλου έργου, με τον όρο, όποιος το τελειώσει πρώτος σε μια ημέρα και μέχρι τη δύση του ήλιου θα είναι και ο εκλεκτός της καρδιάς της.
Τα τρία έργα που τους ανέθεσε ήταν: 1) η πλακόστρωση του βυθού της διόδου στη λιμνοθάλασσα, 2) η κατασκευή υδραγωγείου μεταφοράς νερού στο Παραπόρτι του κάστρου στην πόλη της Νάξου (το υδραγωγείο του Λύγδαμη), από τους Κάμπονες των Μελάνων και 3) το χτίσιμο πύργου στην Πλάκα (παλιόπυργος).
Οι τρεις μαστόροι ολοκλήρωσαν ταυτόχρονα το έργο που ανάλαβε καθένας και η βασιλοπούλα, αδυνατώντας να εκλέξει σύζυγο, αυτοκτόνησε. Από αυτά τα έργα γνωστά σήμερα είναι το υδραγωγείο του Λύγδαμη και ο παλιόπυργος της Πλάκας. Το πλακόστρωτο του βυθού της διόδου στη λιμνοθάλασσα δεν έχει ακόμη ερευνηθεί.
Παρόμοιες παραδόσεις (τέσσερις), τις οποίες έχει καταγράψει και δημοσιεύσει ο Ακαδημαϊκός Στέφανος Ήμελλος, αναφέρονται και στη βασιλοπούλα του Πύργου Χειμάρρου στην περιοχή Φιλωτίου (Καλαντός), η οποία, για να επιλέξει ποιον από τρία αδέλφια (μαστόρους) θα παντρευτεί, τους ανέθεσε την κατασκευή σε μια μέρα τριών μεγάλων έργων, τριών άθλων, ένα για τον καθένα. Ο ένας να χτίσει τον Πύργο του Χειμάρρου (Φιλώτι) ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, τον Πύργο της Πλάκας (Παλιόπυργος), ο άλλος το Δίστομο πηγάδι (Φιλώτι) ή το υδραγωγείο του Λύγδαμη, για τη μεταφορά νερού στην πόλη της Νάξου από τις πηγές των Εγγαρών ή τους Κάμπονες Μελάνων και ο τρίτος την πλακόστρωση του βυθού της διόδου της Αλυκής (δ΄ παράδοση)15.
Στην τέταρτη (δ΄) παρόμοια παράδοση, σε αφήγηση του Αντρέα Δημητροκάλλη από το Αγερσανί (ετών 90 το 1959), αναφέρεται: «Που ήμουνε 17-18 χρονών μ’ επήρε αφέντης μου και ηπήαμενε να κόψωμε συκές κ’ εγυρίζαμε κ’ αποθέξαμε στον πύργο και μού ‘δειξε τις πέτρες που κόβανε με το πιργιόνι για να τις βάλουνε τη μια πάνω στην άλλη κ’ έκανε η γυναίκα με το ένα χέρι τη ρόκα και με το άλλο έβανε τη πέτρα κ’ εχτίστηνε ο πύργος. Ήτανε όμως τρεις μαστόροι και αγαπούσαν τη βασιλιοπούλα που έμενε στα Παλάθια και τους είπε η βασιλιοπούλα ότι θα κάμετε ό,τι σας πω και όποιος έρθει πρώτος εδώ θα τον πάρω. Εσύ, πρώτε, θα πας να κάμεις τον πύργο, ο δεύτερος θα πάη να πλακοστρώση την Αλυκή και ο άλλος να φέρη το νερό από τις Κάμπονες στο Παραπόρτι…».
Από τα τέσσερα αυτά μεγάλα έργα, που κατασκευάστηκαν στη Νάξο από την προϊστορική εποχή μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους, διασώζονται σήμερα ο Πύργος του Χειμάρρου, που αναστηλώνεται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία Κυκλάδων και το υδραγωγείο του Λύγδαμη, που έχει ανασκαφεί και αναδειχθεί από τον ομότιμο καθηγητή της αρχαιολογίας Βασίλη Λαμπρινουδάκη. Ο Παλιόπυργος της Πλάκας είναι εγκαταλειμμένος και ερειπωμένος και το Δίστομο πηγάδι διασώζεται, αλλά δεν έχει μελετηθεί, ούτε αναδειχτεί.
Η στρωμένη με επεξεργασμένους ογκόλιθους θαλάσσια δίοδος στον βυθό της λιμνοθάλασσας, το «πλακόστρωτο της Αλυκής» στη θέση Κασελάκι, ανάμεσα στα Ποριά και το Λύχνο διασώζεται: α) με την προφορική παράδοση στους αγρότες της περιοχής, που την έχουν ακούσει από παλαιότερους, β) από το τοπωνύμιο «Κασελάκι», όπως ονομάζονται οι επεξεργασμένοι ογκόλιθοι του βυθού, γ) από αφήγηση στο Νίκο Κεφαλληνιάδη του Αγερσανιώτη λόγιου Μανώλη Μαργαρίτη (Τσαγγάρη) (1970-1980) , στην οποία αναφέρεται σε δική του έρευνα και λέει: «… Το βέβαιο είναι ότι η θάλασσα μεταξύ υφαλοφράγματος και φράγματος Κασελακίου και του Λύχνου ήταν το αρχαίο λιμάνι της Νάξου. Αυτό αποδεικνύεται: α) από την παράδοση που μας λέει ότι ο Θησέας αποβίβασε την Αριάδνη στα Ποριά (δηλαδή μέσα σ’ αυτό το φράγμα), β) το φράγμα στο Κασελάκι δεν είναι όλο φυσικό, αλλά ένα μέρος του προς τα Ποριά είναι τεχνητό. Αφορμή της έρευνας ήταν το Κασελάκι, γιατί, όπως μου έλεγαν οι γέροι, η πέτρα ήταν μεγάλη και τετράγωνη και από τη στεριά φαινόταν σαν κασέλα και από αυτή την πέτρα, που αποτελεί ίχνη του τεχνητού φράγματος, οι Αγερσανιώτες το φράγμα το ονομάζουν Κασελάκι , δ) από αφηγήσεις υποβρύχιων κολυμβητών στον γράφοντα (ψαροτουφεκάδες), οι οποίοι έχουν παρατηρήσει την ύπαρξη στον αβαθή βυθό τετράγωνων ογκολίθων κατάλληλα τοποθετημένων.
Οι παραδόσεις και οι θρύλοι που συνδέονται με άθλους, καταδεικνύουν το θαυμασμό των ανθρώπων μέσα στους αιώνες, για τα σπουδαία και πρωτοποριακά έργα, που φάνταζαν έργα υπεράνθρωπα και αποδίδονταν σε υπέρτερες, υπερφυσικές δυνάμεις, σε ήρωες και ημίθεους.
Το γεγονός ότι το έργο της πλακόστρωσης του βυθού της λιμνοθάσσας έχει συνδεθεί με τους θρύλους και τις παραδόσεις της βασιλοπούλας-Αριάδνης και κατατάσσεται στους άθλους που συνδέονται με τα μεγάλα και θαυμαστά τεχνικά έργα κατά την αρχαιότητα στη Νάξο, αποτελεί ισχυρότατη ένδειξη για την ύπαρξή του και συνάμα επιβεβαιώνει την ύπαρξη στη λιμνοθάλασσα λιμενικών υποδομών από τους προϊστορικούς χρόνους.
3. Πορί-Ποριά
Έτσι ονομάζεται το μικρό νησάκι που βρίσκεται ανάμεσα στον επιμήκη ύφαλο βόρεια και τη λιμνοθάλασσα νότια, μπροστά από τη στενή θαλάσσια δίοδο σ’ αυτήν. Το τοπωνύμιο «Ποριά» έχει τη ρίζα του στην αρχαία ελληνική λέξη «πόρος» = πέρασμα, πορθμός, στενό πέρασμα, «πόροι αλός» = θαλάσσιοι δρόμοι, θαλάσσια περάσματα . Σε αυτό το νησάκι εγκατέλειψε την Αριάδνη ο Θησέας, όταν προσορμίστηκε στη Νάξο μέσα στο προϊστορικό λιμάνι.
4. Όρμος-δέστρες
«Όρμος» και «στο Όρμος» . Αρχαίο τοπωνύμιο, από την λέξη «όρμος» ο = αγκυροβόλιο, τόπος κατάλληλος αγκυροβολίας, το ενδότατο μέρος του λιμένος, αραξοβόλι .
Έτσι ονομάζεται η περιοχή ανατολικά του Λύχνου (αεροδρόμιο), που εκτείνεται προς βορρά μέχρι την περιοχή Αγίου Γεωργίου, ανατολικά μέχρι την περιοχή του Παρατρέχου στα όρια της επαρχιακής οδού από τη διασταύρωση Ποταμιάς μέχρι το ύψος της παλαιάς γέφυρας του ποταμού Περίτση στον Παρατρέχο. Μέσα στην πεδιάδα «στο Όρμος» βρίσκεται το κτίριο του παλιού εργοστασίου της ΔΕΗ και το εκκλησάκι του Άη Γιάννη, πίσω από το κτίριο της παλιάς ΔΕΗ.
Το τοπωνύμιο «Όρμος» απαντάται σε δικαιοπρακτικά έγγραφα του 18ου αιώνα, τα οποία αναφέρονται στην περιοχή του Λιβαδιού, δυτικά του Παρατρέχου. Σε προικοσύμφωνο που κάνουν η Κατερίνα Φραγκοπούλου και ο Τζαννάκης Σουμαρίπας το 1726/Φεβρουαρίου 15, στίχος 44 αναφέρεται «…χωράφι στον Όρμο παντοτινό…» .
Σε πωλητήριο των μέσων του 18ου αιώνα καταγράφεται το τοπωνύμιο «Όρμος»: «Πουλησία στον Κόνσολο Ντερεμόν λιβαδιού από Κοινότητα Κάστρου 1733 Οκτωβρίου 1, στ. 5. Κόπια εν έτει 1733 Οκτωβρίου 1 S.N.Nαξία . Τη σήμερον οι Αφέντες Άρχοντες υπογεγραμμένοι από την κοινότη μας Κάστρου Αξίας λέσι πως έχουν ένα λιβάδι τοποθετημένο στον Άγιον Ιωάννη λεγόμενο Όρμος, σύμπλιο Κωνσταντή Κόκκου και αφέντη Πατέρων Ησουγιτών και κοινής στράτας…» .
Ο Μανώλης Κοκολιός αγρότης από το Γαλανάδο, που έχει κτήματα στην περιοχή αυτή, μου αφηγήθηκε ότι «έχει ακουστά από παλαιούς συγχωριανούς του να λένε ότι στον «Όρμο», πριν από 1000 χρόνια, ήτανε θάλασσα και άραζαν τα βαπόρια και ότι εκεί ήταν το αρχαίο λιμάνι τση Αξάς». Σε χωράφι της περιοχής, κοντά στην παλιά γέφυρα του Παρατρέχου, εντοπίστηκε μία δέστρα (ναύδετρο) μαρμάρινη, η οποία διασώζεται και είναι τοποθετημένη (εγκαταλειμμένη) δίπλα στη μάντρα ενός χωραφιού πάνω στον επαρχιακό δρόμο Χώρας-Γαλανάδου (Εικ. 3-4).
Σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων στην περιοχή κοντά στο γεφύρι του Παρατρέχου διασώζονται ναύδετρα (δέστρες), όπου έδεναν τα πλοία που έφθαναν ως εκεί .
Οι αρχαιολογικές έρευνες
Κατά τον καθηγητή της αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ Βασίλη Λαμπρινουδάκη, που διενέργησε ανασκαφές στο χώρο του ιερού των Υρίων και αναστήλωσε τμήματά του(1986-1996), ο αβαθής κόλπος στην περιοχή που έχει κατασκευαστεί το αεροδρόμιο, λειτουργούσε κατά την προϊστορική εποχή ως λιμάνι. Γράφει: «στη θέση όπου κατασκευάζεται το αεροδρόμιο της Νάξου ανοιγόταν παλιότερα ένας μεγάλος και αβαθής κόλπος, που πλησίαζε το Ιερό [των Υρίων], σε απόσταση 700 μέτρων. Ο κόλπος αυτός είναι πιθανόν ότι χρησίμευε ως λιμάνι για την πρόσβαση από τη θάλασσα στο θρησκευτικό αυτό κέντρο» . Οι ανασκαφές στον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού των Υρίων αποκάλυψαν τμήμα πλακόστρωτου δρόμου, πιθανώς της Ιεράς οδού, που οδηγούσε από το λιμάνι στο Ιερό.
Ο Ιγνάτιος Λίχτε στο βιβλίο του «Νάξος» (1791) περιγράφει την πεδιάδα του Λιβαδιού και αναφέρει ότι εισέρχονταν μέσα στη λιμνοθάλασσα τα πλοία που έφθαναν: «Όλη αυτή η πεδιάς ήτο άλλοτε υποκάτω από το νερό της θαλάσσης, διότι εις το υψηλόν μέρος και εις εκείνο όθεν έρχονται τα καράβια δεν ευρίσκει τις υποκάτω από την γην εις διάφορον ύψος παρά άμμον και πετράδια (βώλοι) της θαλάσσης» . Σε παλαιούς χάρτες της Νάξου αναγράφεται η περιοχή της Αλυκής ως Porto Saline (λιμάνι της Αλυκής)28.
Η λιμνοθάλασσα της Αλυκής, με τη στενή θαλάσσια δίοδο-είσοδο σε αυτήν μπροστά από το νησάκι Ποριά, αποτυπώνεται στους χειρόγραφους χάρτες του Αρχιπελάγους, έργο δύο μηχανικών κατ’ εντολήν του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΔ, τον 17ο αιώνα (1685-1687). Οι χάρτες αυτοί δημοσιοποιήθηκαν για πρώτη φορά σε έκθεση με τίτλο «Αρχιπέλαγος 1685-1687», που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη το Εργαστήριο Χαρτογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), σε συνεργασία με το Γενικό Προξενείο της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο 2018. Στους ίδιους χάρτες αποτυπώνεται και το μεσαιωνικό λιμάνι της Νάξου (Εικ. 5).
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πληροφορία που καταγράφει ο Ν. Κεφαλληνιάδης στο βιβλίο του «Αγερσανί» ότι σε πολλά πηγάδια που άνοιγαν οι αγρότες σε κτήματα μέσα στην πεδιάδα του Λιβαδιού, που κατά την αρχαιότητα ήταν λιμνοθάλασσα, έβρισκαν «βότσαλα στρωματισμένα σε αρκετό βάθος». Αυτό επιβεβαιώθηκε στον γράφοντα από τον ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ Μανώλη Δρη, καταγόμενο από τα χωριά Γλυνάδο-Γαλανάδο και από μαρτυρίες ιδιοκτητών κτημάτων στην περιοχή του Όρμου.
Οι γεωλογικές έρευνες
Η καθηγήτρια της γεωλογίας στο ΕΚΠΑ Νίκη Ευελπίδου, έχει μελετήσει τη γεωλογική και παλαιογεωγραφική εξέλιξη της περιοχής και ειδικότερα τις μεταβολές που έγιναν τα τελευταία 18.000 χρόνια και έχει διενεργήσει βυθομετρική μελέτη γύρω από τον ύφαλο, βόρεια της λιμνοθάλασσας.
Τα συμπεράσματα της έρευνάς της είναι ενδιαφέροντα, όχι μόνο από γεωλογικής πλευράς, αλλά σε ό,τι αφορά την ύπαρξη λιμενικών εγκαταστάσεων στη λιμνοθάλασσα. Επισημαίνει δε ότι τα δύο άκρα του υφάλου (ανατολικά και δυτικά) αποτελούσαν τις μόνες πιθανές περιοδικές πορείες του θαλασσινού νερού μέσα στη λιμνοθάλασσα, στοιχείο που ενισχύει την άποψη περί ύπαρξης λιμανιού εκεί κατά την προϊστορική περίοδο . Ο επιμήκης γρανοδιοριτικός ύφαλος, που προστατεύει τη λιμνοθάλασσα, σημειώνει η Ευελπίδου, αποτελείται από μια σειρά απολιθωμένων παλαιοακτών και έχει δύο ανοίγματα στο βόρειο ναι νότιο τμήμα του. Από τη νότια κυρίως πλευρά του κόλπου, βυθίζονταν περιοδικά τμήματα του επιμήκους υφάλου και το θαλασσινό νερό εισερχόταν μέσα στη λιμνοθάλασσα30. Η ανάλυση ιζημάτων και μικροπανίδας έδειξε ότι η περιοχή αυτή ήταν ενεργή λιμνοθάλασσα σε μια μακρά περίοδο (6.100-230 χρόνια π.σ). Αλλά και τα υπολείμματα αρχαίου ορυχείου, που εντοπίστηκαν στο ακρωτήρι της Στελίδας ενισχύουν αυτή την θεωρία .
Σε πρόσφατο άρθρο της η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ αναφέρει: «Είναι σαφές ότι τα θέματα που συναντάμε στην ελληνική μυθολογία συνδέονται με τις φυσικογεωλογικές διεργασίες και μεταβολές, που λάμβαναν χώρα στην περιοχή αυτή… Η αρχαία παραλία ήταν στο νησάκι της Παναγιάς, όπου και την βρίσκουμε σήμερα απολιθωμένη και εκεί υπήρχε ένα φυσικό λιμάνι που ενώνονταν με τη θάλασσα με ένα στενό πέρασμα» .
Συμπέρασμα
Τα τοπωνύμια, οι λύχνοι-φάροι, τα απομεινάρια από τα τεχνικά έργα, οι έρευνες και οι μελέτες των αρχαιολόγων και των γεωλόγων, οι μύθοι και οι παραδόσεις, επιβεβαιώνουν ότι τους προϊστορικούς χρόνους και μέχρι την άνοδο του βυθού της λιμνοθάλασσας λόγω της προσχωσιγενούς δράσης του ποταμού Περίτση, υπήρχε εκεί λιμάνι, το αρχαιότερο πιθανώς της Νάξου.
Στο διάβα του χρόνου οι διεργασίες της φύσης, αλλά και οι ανθρώπινες δραστηριότητες, μείωσαν δραματικά το βάθος της λιμνοθάλασσας, με αποτέλεσμα να καταστεί η περιοχή ακατάλληλη για τον ελλιμενισμό πλοίων και να εγκαταλειφθεί σταδιακά από τους ιστορικούς χρόνους, οπότε κατασκευάστηκε στην παραλία της αρχαίας πόλης της Νάξου υποτυπώδης μικρός μώλος, τα ίχνη του οποίου σώζονται στην αρχή της σημερινής προβλήτας του λιμανιού και στη βόρεια πλευρά της .
Στα απομεινάρια του μικρού εκείνου μώλου κατασκεύασαν οι Βενετοί κατακτητές της Νάξου με τον Μάρκο Σανούδο το 1207, μικρό λιμάνι, για τον ελλιμενισμό των πλοίων τους. Ο μώλος του μεσαιωνικού λιμανιού ξεκινούσε από την αρχή της σημερινής προβλήτας στη θέση Βίντσι και έφτανε μέχρι το νησάκι της Μυρτιδιώτισσας .
Ν. Ι. Λεβογιάννης: «Το προϊστορικό λιμάνι της Νάξου στην Αλυκή», Νεότερη ιστορία της Νάξου, τ. Β6, σσ 88-93
2 Β. Λαμπρινουδάκης: «Νάξος-Ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων, Ύρια», έκδοση Υπ. Αιγαίου 1997, σ. 13.
Ο βύβλινος ποταμός αναφέρεται σε αρχαίους συγγραφείς (Σήμος ο Δήλιος και Προπέρτιος), βλ. «Ναξιακός οδηγός», έκδοση Ναξιακού Μέλλοντος 1947, σ. 11
N.I.Λεβογιάννης: «Νεότερη Ιστορία της Νάξο», τ. Β6, σ. 15
https://naxoswildlifeprotection.com: Ιστοσελίδα του «Συλλόγου Προστασίας Άγριας Ζωής Νάξου-μη κερδοσκοπική περιβαλλοντική οργάνωση».
Ν. Α. Κεφαλληνιάδης: «ΑΓΕΡΣΑΝΙ», έκδοση Συλλόγου Αγίου Αρσενίου, Αθήνα 1987, σσ 98-101.
Β. Λαμπρινουδάκης, ό.π. σ. 13-14.
Κατερίνα Ελευθερίου-Χρήστος Αναγνώστου: «Μορφολογική κατάσταση και εξέλιξη της αμμώδους ακτής Αγίου Γεωργίου Νάξου». Ελληνικό Κέντρο θαλάσσιων Ερευνών.
«Λύχνος» ο = φως, φωτισμός, λυχνάρι, «περί λύχνων αφάς» (αρχαία ελληνική φράση) = η ώρα (σούρουπο), που άναβε ο δημοτικός φωτισμός (οι λύχνοι).
Ν. Α. Κεφαλληνιάδης, ό.π. σ. 100
Ν. Καραμπάτσης, τ. Πρόεδρος της κοινότητας Αγερσανίου: «Αλυκή Νάξου, η λιμνοθάλασσα πoυ πληγώνουμε», http//www.oocities.org/colosseum/2252/alyki.htm1#0.
Μαν. Μαργαρίτης: Ήταν δημόσιος υπάλληλος, με γυμνασιακές σπουδές, καλλιεργημένος, λόγιος, με ιδιαί-τερη αγάπη στο λαϊκό πολιτισμό της Νάξου και του χωριού του. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια Πρόεδρος του Συλλόγου Αγερσανιωτών Αθήνας και μέλος στο Δ.Σ. της Ο.ΝΑ.Σ.
Λαγκούνα η: Λέξη λατινικής προέλευσης: «lacuna» = λιμνοθάλασσα» και από αυτήν έχουν τις ρίζες τους η ιταλική-ισπανική «laguna» και η αγγλική «lagoon».
https://naxoswildlifeprotection.com «Συλλόγου Προστασίας Άγριας Ζωής Νάξου- μη κερδοσκοπική περιβαλλοντική οργάνωση».
Στέφανος Ήμελλος: «Δημώδεις παραδόσεις εκ Νάξου», Ακαδημία Αθηνών (1960), ανάτυπον εκ της Επετηρίδος του Λαογραφικού Αρχείου, τόμος 11 και 12 (1960), σ. 205-206..
Στέφανος Ήμελλος, ό.π. σ. 208.
Ν.Α. Κεφαλληνιάδης, ό.π. σ. 100.
Ν.Α. Κεφαλληνιάδης, ό.π. σ. 100
Ιω. Σταματάκου: «Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης». Στεφ. Ψαρράς – Matteo Campagnoto: «Ο νοτάριος Νάξου Στεφ. Τ(ρ)ουμπίνος (1712-1738), έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων 2010..
Ο Μανώλης Δρης, ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, Νάξιος, με καταγωγή από Γλυνάδο και Γαλανάδο, μου έδωσε την πληροφορία, την οποία επιβεβαιώνουν και άλλοι αγρότες, που έχουν κτήματα στην ευρύτερη περιοχή.
Ιω. Σταματάκου: «Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης».
Β. Λαμπρινουδάκης – G. Gruben, σε συνεργασία με Μ. Κορρέ, Ε. Μπουρνιά και Ae Ohnesorg: «Ανασκαφή αρχαίου ιερού στα Ύρια της Νάξου κατά τα έτη 1982, 1986 και 1987», Αρχαιογνωσία, τ. 5 (τεύχη 1,2/19871988), σ. 133-134.
Στεφ. Ψαρράς – Matteo Campagnoto: «Ο νοτάριος Νάξου Στεφ. Τ(ρ)ουμπίνος (1712-1738), έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων 2010.
Ιγν. Λίχτε: «Νάξος», μτφ. Γεώργιος Κρέμος «Απόλλων εν Πειραιεί» 78, Ιούνιος 1891, σ. 163. 28 Χάρτης Johannes Van Keulen (1683).
Στεφ. Ψαρράς – Matteo Campagnoto, ό.π.
Ευελπίδου Νίκη: 1) «Ξεδιπλώνοντας τη γεωλογική ιστορία της Νάξου», εφ. «Ναξιοτυπία» φ. 9/2/2015, 2) Περιοδικό Coastal Rescarh τχ. Μαΐου 2017ι 3)https://www.protothema.gr/environment/article/1422564/inaxos-o-muthos-tou-thisea-kai-to-elliniko-protupo-viosimou-tourismou/. 30 Ν. Ευελπίδου, ό.π.
Στεφ. Ψαρράς – Matteo Campagnoto, ό.π.
Β. Λαμπρινουδάκης, ό.π. και Ν. Ευελπίδου, εφημερίδα Ναξιοτυπία ό.π.
Νίκος Καραμπάτσης, «Αλυκή Νάξου, η λιμνοθάλασσα πoυ πληγώνουμε», (άρθρο σε ιστοσελίδα που δεν διασώζεται- http//www.oocities.org/colosseum/2252/alyki.htm1#0).
Νίκη Ευελπίδου: https://www.protothema.gr/environment/article/1422564/i-naxos-o-muthos-tou-thisea-kaito-elliniko-protupo-viosimou-tourismou.
Β. Λαμπρινουδάκης – G. Gruben, σε συνεργασία με Μ. Κορρέ, Ε. Μπουρνιά και Ae Ohnesorg: «Ανασκαφή αρχαίου ιερού στα Ύρια της Νάξου κατά τα έτη 1982, 1986 και 1987», Αρχαιογνωσία, τ. 5 (τεύχη 1,2/19871988), σ. 133-134.
Κατερίνα Ελευθερίου-Χρήστος Αναγνώστου, ό.π.
Ιγν. Λίχτε: «Νάξος», μτφ. Γεώργιος Κρέμος «Απόλλων εν Πειραιεί» 78, Ιούνιος 1891, σ. 163. 28 Χάρτης Johannes Van Keulen (1683).
Ν. Ι. Λεβογιάννης: «Νεότερη ιστορία της Νάξου», τ. Β6 (2017), σ. 9.
Άρθρο από τα ΝΑΞΙΑΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου