Πριν από μερικές ημέρες ο «Άγιος Βασίλης» έφερε στην κόρη μου ένα τάμπλετ. Πάνω στην κουβέντα, λοιπόν, η ερώτηση από μεριά της ήρθε σχεδόν φυσιολογικά. «Εσύ μπαμπά όταν ήσουν παιδάκι πότε πήρες πρώτη φορά τάμπλετ»; Η απάντηση από την πλευρά μου εξίσου φυσιολογική. «Δεν είχαμε, μωρό μου, τότε εμείς τάμπλετ».Με κοίταξε γεμάτη απορία και με ξαναρώτησε: «τι εννοείς δεν είχατε τάμπλετ». Κατάλαβα πως η κουβέντα θα ξεφύγει. «Ε, δεν είχαμε. Ήταν άλλες εποχές τότε». Τα μάτια της άρχισαν να γεμίζουν ερωτηματικά. Το έβλεπα να έρχεται. «Και πώς παίζατε παιχνίδια»; Η επόμενη απάντηση ήταν απλή: «Στο δρόμο παίζαμε». Και τότε ήρθε η χαριστική βολή. «Και καλά, μουσική πώς ακούγατε»; Παίρνω το σοβαρό μου ύφος και της απαντώ σαν επιστήμονας που απαντά ερώτηση για την κβαντική μηχανική: «Από κασέτες παιδί μου»!
Το σοκ στα μάτια της με έκανε να αναθεωρήσω τη χρησιμότητα της κουβέντας και να κάνω ένα βήμα πίσω: «τι κάνεις ρε στο παιδάκι; Σταμάτα να το σοκάρεις»! Γιατί ναι, μπορεί να μας χωρίζουν κοντά στα 30 χρόνια άλλα μέσα σε αυτές τις τρεις δεκαετίες τίποτα δεν παρέμεινε ίδιο. Η τεχνολογία προόδευσε με αδιανόητους ρυθμούς, οι καθημερινές συνήθειες άλλαξαν δραματικά, οι άνθρωποι έγιναν πιο… «κουμπωμένοι».
Και άντε τώρα να εξηγήσεις σε ένα παιδάκι που σήμερα είναι γύρω στα 10 και έχει να επιλέξει ανάμεσα σε ένα από τα έξι παιδικά κανάλια που του παρέχει η συνδρομητική τηλεόραση, πως στην δική μας εποχή, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο μικρότερος ήταν αυτός που σηκωνόταν (και πάντα με φασαρία) για να αλλάξει χειροκίνητα το κανάλι (ένα από τα 3-4 που υπήρχαν τότε) στην ασπρόμαυρη τηλεόραση!
Το παιχνίδι στο δρόμο
Σε αυτό το κείμενο υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος. Να πέσουμε στην παγίδα του «χάσματος των γενεών». Να κάνουμε, δηλαδή, το ίδιο λάθος που έκαναν οι γονείς μας. Αυτό το «αχ, στη δική μας εποχή τα πράγματα ήταν καλύτερα». Άλλα όχι. Στη δική μας εποχή τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Ήταν πιο αγνά, ίσως. Και με μεγαλύτερη δόση «άγνοιας κινδύνου», σίγουρα.
Εμείς δεν είχαμε παιδότοπους γεμάτους αφρολέξ και προστατευτικά στις γωνιές. Παίζαμε στην παιδική χαρά με τις σκουριασμένες κούνιες και τις αιχμηρές γωνιές. Όταν ιδρώναμε δεν αλλάζαμε μπλούζα. Τη βγάζαμε, την αφήναμε στο χώμα και την ξαναβάζαμε μετά αδιαφορώντας για τα μικρόβια που έστηναν πάρτι πάνω της. Όταν διψούσαμε δεν είχαμε το ειδικά σχεδιασμένο παγουράκι. Από την βρύση στην άκρη της πλατείας πίναμε. Που ήταν εντελώς εκτεθειμένη και από εκεί ξεδιψούσαν και τα αδέσποτα σκυλάκια.
Όταν χτυπούσαμε δεν σήμαινε γενικός συναγερμός. Αν δεν χρειαζόσουν ράμματα, τότε γινόσουν καλά με λίγο ιώδιο που γιάτρευε τα πάντα και την άλλη ημέρα έδειχνες με καμάρι το κόκκινο χρώμα πάνω στο σώμα σου. Η μάνα μας το πιθανότερο είναι να φώναζε για το σκισμένο παντελόνι και την επόμενη να πήγαινε να έβαζε εκείνο το θρυλικό (συνήθως καφέ ή μαύρο) οβάλ δερμάτινο μπάλωμα.
Και αν θέλαμε να παίξουμε κάτι πιο ήρεμο μαζεύαμε χαρτάκια για να τα κολλάμε στα άλμπουμ. Χαμός για να αγοράσουμε ένα φακελάκι. Κλάμα αν τα είχαμε «διπλά». Περηφάνια αν πετυχαίναμε κάποιο «υπερσπάνιο». Τα περισσότερα άλμπουμ ήταν για το ποδόσφαιρο. Αλλά υπήρχαν και τα κοριτσίστικά. Μέχρι και για την «Τόλμη και Γοητεία» με τον Ριτζ και την Καρολάιν που τότε ήταν στα ντουζένια τους, είχαν βγάλει, οι αθεόφοβοι.
Και για να γυρίσουμε στα του τάμπλετ. Ποιο τάμπλετ; Στην καλύτερη και για τους μεγαλύτερους υπήρχαν τα «ουφάδικα» που… έλιωνες στο πακ-μαν ή προς το τέλος της δεκαετίας να μας αγόραζαν οι δικοί μας το «ατάρι».
Εμείς, θα παίζαμε με τις ώρες μπάλα και δεν θα γυρίζαμε σπίτι αν δεν φώναζε η μάνα από το παράθυρο. Θα παίζαμε πετροπόλεμο ή μάχη με τα νεράτζια μέχρι να την πληρώσει το παράθυρο του γείτονα. Θα πηγαίναμε να εξερευνήσουμε τον μικρό λόφο που τότε έμοιαζε θεόρατο βουνό. Θα καθόμασταν με τις ώρες να χαζεύουμε τα μεγαλύτερα παιδιά που αγόραζαν το πρώτο τους «παπί», τρύπαγαν την εξάτμιση και έκαναν περατζάδες από την πλατεία, σπάζοντας τα νεύρα των γιαγιάδων που μαζευόντουσαν για να πλέξουν (και να κουτσομπολεύσουν).
Θα ακούγαμε μουσική από τις κασέτες που είχαμε στοιβαγμένες τη μια πάνω στην άλλη και στην καλύτερη δίσκους στο πικάπ αλλά με προσοχή για να μη σπάσουμε τη βελόνα.
Και αν είχε καύσωνα, το παιχνίδι δεν σταματούσε. Απλά στην «εξίσωση» έμπαινε το λάστιχο της αυλής. Για κλιματιστικά ούτε λόγος. Όχι ένα σε κάθε δωμάτιο, όπως τώρα. Πουθενά. Οι σπουδαίες αυτές εφευρέσεις μπήκαν στη ζωή μας μετά τον μεγάλο καύσωνα του 1987.
Τα φαγητά, οι λιχουδιές και τα αναψυκτικά
Και επειδή νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, τρώγαμε τα πάντα. Όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε τα πάντα. Χωρίς περιορισμούς, χωρίς καταλόγους ανθυγιεινών. Σοκολάτες, γαριδάκια, δρακουλίνια, φοφίκο. Τα πάντα όλα. Και αναψυκτικά. Οι φυσικοί χυμοί ήταν για όταν ήμασταν άρρωστοι, προκειμένου να παίρνουμε βιταμίνες αλλά μέχρι εκεί.
Η μάνα μαγείρευε υγιεινά φαγητά (για λίγο καιρό μόνο έκοψε τα πολλά πράσινα εξαιτίας του Τσέρνομπιλ) για να πάρουμε δυνάμεις αλλά, όπως γυρνούσαμε από το φροντιστήριο αγγλικών κάναμε μια στάση στο σουβλατζίδικο του κυρ Ηλία για να πάρουμε ένα πιτόγυρο που το έφτιαχνε με τα χεράκια του.
Για όσους δεν διάβασαν καλά την προηγούμενη παράγραφο, ας μου επιτραπούν δυο επισημάνσεις.
Γυρνάγαμε μόνοι μας στο σπίτι. Το φαντάζεστε; Διανύαμε δυο στενά απόσταση χωρίς να πρέπει να έχει ξεσηκωθεί το μισό σόι για το «ποιος θα πάρει το παιδί»! Τα περί εγκληματικότητας, είναι υπερβολές. Και τότε υπήρχε. Δεν δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια. Ούτε τα νούμερα έχουν τεράστιες διαφορές. Αυτά τα «κοιμόμασταν με τις πόρτες ξεκλείδωτες και τα παράθυρα ανοιχτά» τα έλεγαν οι γονείς μας.
Η δεύτερη επισήμανση έχει να κάνει με τον κυρ Ηλία. Ούτε γαντάκια, ούτε σκουφάκια, ούτε ειδικές κουτάλες για να βάλει τα υλικά μέσα στην πίτα. Όλα με τα χέρια. Μέσα στα λάδια. Τα οποία σκούπιζε πάνω στην (και καλά) άσπρη ποδιά και σου έλεγε «κόλλα πέντε» αν την προηγούμενη ημέρα είχε κερδίσει ο Ολυμπιακός!
Και όταν πηγαίναμε οικογενειακώς στις ταβέρνες τρώγαμε ότι έτρωγαν οι μεγάλοι. Δεν υπήρχαν ειδικές παραγγελίες με καλοψημένα φιλετάκια. Γαρδούμπες; Γαρδούμπες. Κοκορέτσι; Κοκορέτσι. Και όταν νύσταζες αποκαμωμένος από το παιχνίδι ανάμεσα στα τραπέζια, δεν σηκωνόντουσαν όλοι να φύγουν «επειδή το παιδί κουράστηκε». Ενώνανε δυο καρέκλες και σε έβαζαν να κοιμηθείς εκεί. Και εσύ κοιμόσουν.
Οι επικοινωνίες και οι μετακινήσεις λίγο μετά την… εποχή των σπηλαίων
Όταν έβγαινες για να παίξεις, έβγαινες για να παίξεις. Έλεγες τι ώρα θα γυρνούσες (συνήθως δεν ήταν ώρα αλλά το κλασικό «μόλις νυχτώσει, ντε») και τέλος. Οι γονείς μας είχαν μόνο μια αμυδρή εικόνα του που μπορεί να είμασταν. Στην πάνω πλατεία; Στην παιδική; Στο σχολείο; Ε, κάπου εκεί, τέλος πάντων. Ούτε τηλέφωνα, ούτε μηνύματα, ούτε τίποτα. Για την ακρίβεια, στα πρώτα χρόνια εκείνης της δεκαετίας, δεν υπήρχε καν σταθερό στο σπίτι. Οι ανάγκες συνήθως εξυπηρετούνταν από το ζαχαροπλαστείο απέναντι.
«Νίκο, τράβα φώναξε τον πατέρα σου. Τον ζητάνε στο τηλέφωνο», έλεγε ο κυρ Θύμιος που πέρα από ζαχαροπλάστης ήταν και ο… ΟΤΕ της εποχής με εκείνη την κλασική κι αγαπημένη συσκευή με το κυκλικό καντράν που όλοι πίστευαν πως αν έπαιρναν το «μηδέν» θα ακουγόταν καλύτερα! Ο κυρ Θυμιος ήταν που μας ένωνε όλους. Και για τα γλυκά και για την επικοινωνία. Δυο σε ένα. Πήγαινες να μιλήσεις στο τηλέφωνο, αγόραζες και μια πάστα.
Εκείνες οι εποχές που δεν είχαμε ούτε messenger, ούτε viber και, όπως πρόσφατα μου θύμισε η Μυρτώ από το διπλανό γραφείο, αν ήσουν και λίγο καψουράκος, έπρεπε να περιμένεις μέχρι τελευταία στιγμή στο σπίτι, μπας και χτυπήσει το τηλέφωνο και ήταν το… πρόσωπο. Τότε μας ενδιέφεραν οι μεγαλύτερες κοπέλες. Που φορούσαν αυτά τα θρυλικά πουκάμισα με τις βάτες και έκαναν τα μαλλιά τους περμανάντ.
Και αν ήθελες να βρεθείς με κάποιον χωρίς να έχετε συνεννοηθεί από πριν, πήγαινες κάτω από το παράθυρο του και φώναζες. «Μητσοοοοο»! Έβγαινε ο Μήτσος κι αν είχε προλάβει να τελειώσει τα διαβάσματα ερχόταν μαζί στο παιχνίδι. Αν δεν τα είχε τελειώσει, έριχνε έναν τσακωμό, το έσκαγε και ερχόταν. Δεν έπρεπε πρώτα να μιλήσει η μαμά του, με τη μαμά σου να το σκεφτούν, να το εξετάσουν ενδελεχώς και στη συνέχεια να απαντήσουν αρμοδίως. Τα απογεύματα ήταν κλεισμένα για παιχνίδι. Εκτός κι αν ήσουν «απογευματινός» στο σχολείο. Γιατί τότε πολλά σχολεία είχαν και απογευματινή βάρδια. Μία εβδομάδα πρωί. Μια εβδομάδα απόγευμα. Και όταν μπαίναμε στο αυτοκίνητο για να πάμε κάπου οικογενειακά, καθόμασταν στα πίσω καθίσματα και στην καλύτερη να βάζαμε ζώνες. Τα παιδικά καθισματάκια ήταν προϊόν… επιστημονικής φαντασίας. Και ο πατέρας κάπνιζε. Θα μου πει κάποιος και ήταν καλά όλα αυτά, δηλαδή; Σίγουρα όχι. Ναι, τα 80s είναι σαφώς μια εποχή που δεν κυριαρχούσε η λογική. Αλλά αφενός επιβιώσαμε και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και αφετέρου η υπερβολική προστατευτικότητα, στα όρια της υστερίας -χωρίς να βγάζω απ’ έξω τον εαυτό μου, ως μπαμπά, πλέον- ποτέ δεν είχε καλά αποτελέσματα. Οι γυάλες, άλλωστε, είναι για τα χρυσόψαρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου