Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

O «Παγκόσμιος Πόλεμος» κατά του «εγκλήματος της σκέψης»

 


Ωστόσο, οι κυβερνήσεις δεν εφαρμόζουν τα ίδια μέτρα και πρότυπα για τον εαυτό τους, επειδή οι κυβερνήσεις έχουν πάντα «καλή πρόθεση» (αυτό το σχόλιο μπορεί να έχει ή να μην έχει σκοπό να είναι ειρωνικό, αφήνουμε στον αναγνώστη να αποφασίσει)...

Ο «Παγκόσμιος Πόλεμος» κατά του «εγκλήματος της σκέψης»: Νόμοι για την απαγόρευση της παραπληροφόρησης και των «ψευδών ειδήσεων» εισάγονται σε όλη τη Δύση, με μερική εξαίρεση τις ΗΠΑ, που έχουν την Πρώτη Τροποποίηση, επομένως οι τεχνικές λογοκρισίας έπρεπε να είναι πιο «μυστικές». 

Στην Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία, όπου η ελευθερία του λόγου δεν προστατεύεται τόσο απροκάλυπτα, οι κυβερνήσεις έχουν νομοθετήσει ξεκάθαρα εναντίον της. Η Επιτροπή της ΕΕ εφαρμόζει τώρα τον «Νόμο για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες» (DSA), έναν λεπτώς συγκαλυμμένο νόμο λογοκρισίας. 

Στην Αυστραλία, η κυβέρνηση επιδιώκει να παράσχει στην Αυστραλιανή Αρχή Επικοινωνιών και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ACMA) «νέες εξουσίες για να λογοδοτούν οι ψηφιακές πλατφόρμες ώστε να βελτιώσουν τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της επιβλαβούς παραπληροφόρησης».

Μια αποτελεσματική απάντηση σε αυτούς τους καταπιεστικούς νόμους μπορεί να προέλθει από μια εκπληκτική πηγή: τη λογοτεχνική κριτική. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται, οι οποίες είναι προθέματα που προστίθενται στη λέξη “πληροφορίες“, είναι μια πονηρή λάθος κατεύθυνση. Οι πληροφορίες, είτε σε βιβλίο, άρθρο ή ανάρτηση είναι ένα παθητικό τεχνούργημα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα, άρα δεν μπορεί να παραβεί νόμο. Οι Ναζί έκαψαν βιβλία, αλλά δεν τα συνέλαβαν και δεν τα έβαλαν στη φυλακή. Έτσι, όταν οι νομοθέτες επιδιώκουν να απαγορεύσουν την «παραπληροφόρηση», δεν μπορούν να εννοούν την ίδια την πληροφορία. Μάλλον, στοχεύουν στη δημιουργία κάποιου νοήματος. 

Οι αρχές χρησιμοποιούν παραλλαγές της λέξης «πληροφορίες» για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι αυτό που είναι το επίμαχο ζήτημα, είναι η αντικειμενική αλήθεια, αλλά δεν είναι αυτό το επίκεντρο της υπόθεσης. Ισχύουν αυτοί οι νόμοι, για παράδειγμα, στις προβλέψεις οικονομολόγων ή οικονομικών αναλυτών, οι οποίοι κάνουν συνήθως λανθασμένες προβλέψεις; Φυσικά και όχι. Ωστόσο, οι οικονομικές ή χρηματοοικονομικές προβλέψεις, εάν γίνουν καθολικά πιστευτές, θα μπορούσαν να είναι αρκετά επιβλαβείς για τους ανθρώπους.

Αντίθετα, οι νόμοι έχουν σχεδιαστεί για να επιτεθούν στην πρόθεση των συγγραφέων να δημιουργήσουν νοήματα που δεν συνάδουν με την επίσημη θέση των κυβερνήσεων. Η «παραπληροφόρηση» ορίζεται στα λεξικά ως πληροφορίες που έχουν σκοπό να παραπλανήσουν και να προκαλέσουν βλάβη. Η «παραπληροφόρηση» δεν έχει τέτοια πρόθεση και είναι απλώς ένα λάθος, αλλά ακόμα και τότε αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσδιορίσουμε τι έχει στο μυαλό του ο εκάστοτε συγγραφέας ή διακινητής της είδησης. Η «κακή πληροφόρηση» (malinformation) θεωρείται κάτι που είναι αληθές, αλλά χρησιμοποιείται από  πρόθεση για να προκαλέσει βλάβη.

Ο προσδιορισμός της πρόθεσης ενός συγγραφέα είναι εξαιρετικά προβληματικός γιατί δεν μπορούμε να μπούμε στο μυαλό κάποιου άλλου. Μπορούμε μόνο να κάνουμε εικασίες με βάση τη συμπεριφορά του. Αυτός είναι σε μεγάλο βαθμό ο λόγος για τον οποίο στη λογοτεχνική κριτική υπάρχει μια έννοια που ονομάζεται «Σκόπιμη Πλάνη», σύμφωνα με την οποία, το νόημα ενός κειμένου δεν μπορεί να περιοριστεί στην πρόθεση του συγγραφέα, ούτε είναι δυνατόν να γνωρίζουμε 100% ποια είναι αυτή η πρόθεση που πηγάζει μέσα από το έργο του. Τα νοήματα που προέρχονται από τα έργα του Σαίξπηρ, για παράδειγμα, είναι τόσο πολυσχιδή που πολλά από αυτά, μπορεί να μην υπήρχαν καν στο μυαλό του Βάρδου όταν έγραφε τα έργα του πριν από 400 χρόνια. 

Πώς ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι δεν υπάρχει ειρωνεία, διπλό νόημα, προσποίηση ή κάποιο άλλο τεχνητό σημείο σε μια ανάρτηση ή άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Το θέμα ήταν ότι ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι υπάρχει πραγματικά στο μυαλό ενός ατόμου, γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να αποδειχθεί η πρόθεση σε ένα δικαστήριο.

Αυτό είναι το πρώτο πρόβλημα. Το δεύτερο είναι ότι, εάν η δημιουργία νοήματος είναι ο στόχος του προτεινόμενου νόμου – να απαγορευθούν δηλαδή έννοιες που θεωρούνται απαράδεκτες από τις αρχές – πώς ξέρουμε εμείς εκ των προτέρων τι νόημα θα κατανοήσουν οι αποδέκτες; Μια λογοτεχνική θεωρία, γενικά κάτω από τον όρο «αποδόμηση», ισχυρίζεται ότι υπάρχουν τόσα νοήματα από ένα κείμενο όσοι και οι αναγνώστες και ότι «ο συγγραφέας είναι νεκρός» (η πρακτική της παραδοσιακής λογοτεχνικής κριτικής να βασίζεται στις προθέσεις και τη βιογραφία ενός συγγραφέα για να εξηγήσει οριστικά το «απόλυτο νόημα» ενός κειμένου). 

Αν και αυτό είναι μια υπερβολή, είναι αδιαμφισβήτητο ότι διαφορετικοί αναγνώστες λαμβάνουν διαφορετικά νοήματα από τα ίδια κείμενα. Μερικοί άνθρωποι που διαβάζουν αυτό το άρθρο, για παράδειγμα, μπορεί να πειστούν, ενώ άλλοι μπορεί να το θεωρήσουν ως απόδειξη μιας απαίσιας ατζέντας. Πραγματικά είναι σοκαριστική η μεταβλητότητα της αντιληπτικότητας των αναγνωστών ακόμα και στα πιο απλά άρθρα. Ρίξτε μια ματιά στα σχόλια στις αναρτήσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και θα δείτε μια ακραία σειρά απόψεων, που κυμαίνονται από θετική έως έντονη εχθρότητα.

Το προφανές είναι πως όλοι σκεφτόμαστε μόνοι μας και αναπόφευκτα σχηματίζουμε διαφορετικές απόψεις και βλέπουμε διαφορετικά νοήματα. Η νομοθεσία κατά της παραπληροφόρησης, η οποία δικαιολογείται με το πρόσχημα ότι προστατεύει τους ανθρώπους από κακές επιρροές, στο όνομα του «κοινού καλού», δεν είναι απλώς χειραγωγιστική, αλλά αντιμετωπίζει τους πολίτες ως απλές μηχανές που απορροφούν δεδομένα – ρομπότ, όχι ανθρώπους. Αυτό είναι τελείως λάθος.

Οι κυβερνήσεις συχνά κάνουν λανθασμένους ισχυρισμούς και έκαναν πολλούς τέτοιους ισχυρισμούς κατά τη διάρκεια του Covid, για να μην πάμε και παλιότερα στην εποχή των μνημονίων στην Ελλάδα. 

Στην Αυστραλία, οι αρχές είπαν ότι τα lockdown θα διαρκέσουν μόνο μερικές εβδομάδες για να «ισοπεδώσουν την καμπύλη και να μην υπάρχει κανένα κρούσμα». Όμως αυτά επιβλήθηκαν σχεδόν δύο χρόνια και δεν υπήρξε ποτέ «μηδενική καμπύλη». Σύμφωνα με το Αυστραλιανό Γραφείο Στατιστικής, το 2020 και το 2021 σημειώθηκαν τα χαμηλότερα επίπεδα θανάτων από αναπνευστικές ασθένειες από τότε που ξεκίνησαν να συλλέγουν τις πληροφορίες.

Ωστόσο, οι κυβερνήσεις δεν εφαρμόζουν τα ίδια μέτρα και πρότυπα για τον εαυτό τους, επειδή οι κυβερνήσεις έχουν πάντα «καλή πρόθεση» (αυτό το σχόλιο μπορεί να έχει ή να μην έχει σκοπό να είναι ειρωνικό, αφήνουμε στον αναγνώστη να αποφασίσει). 

Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτοί οι νόμοι θα αποτύχουν να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα για το οποίο ψηφίστηκαν. Τα καθεστώτα λογοκρισίας έχουν μια ποσοτική προκατάληψη. Λειτουργούν με την υπόθεση ότι εάν μια επαρκής αναλογία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και άλλων τύπων «πληροφοριών» στρέφεται προς την προώθηση της κρατικής προπαγάνδας, τότε το κοινό αναπόφευκτα θα αναγκαστεί να πιστέψει τις αρχές. 

Αλλά αυτό που διακυβεύεται, είναι το νόημα, όχι η ποσότητα των μηνυμάτων. Οι επαναλαμβανόμενες ίδιες εκφράσεις της προτιμώμενης αφήγησης της κάθε κυβέρνησης, ειδικά οι επιθέσεις ad hominem , όπως το να κατηγορείς όποιον κάνει ερωτήσεις,  όποιον σε αμφισβητεί, ή όποιον δεν σε εμπιστεύεται,  ότι είναι θεωρητικός συνωμοσίας ή «ψεκασμένος», τελικά δεν έχει νόημα.

Αντίθετα, μόνο μια καλά ερευνημένη και καλά τεκμηριωμένη ανάρτηση ή άρθρο μπορεί μόνιμα να πείσει τους αναγνώστες σε μια αντικυβερνητική άποψη επειδή είναι πιο ουσιαστική. Διάβαζα συνεχώς δημοσιογραφικά και ειδησεογραφικά κείμενα ή λάμβανα πληροφορίες κατά την διάρκεια του κορωνοϊού, που με οδήγησαν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι οι αρχές έλεγαν ψέματα και ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κατά συνέπεια, η ογκώδης, μαζική κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που υποστήριζαν την κυβερνητική γραμμή, μου έμοιαζε απλά σαν μια βαρετή και ερασιτεχνική προσπάθεια τρομοκράτησης που δεν είχε κανένα απολύτως λογικό νόημα. Αντιθέτως, όλο αυτό το «θεατρικό» βοήθησε στο να αποκαλυφθεί πώς οι αρχές προσπαθούσαν να χειραγωγήσουν την «αφήγηση» –μια υποτιμημένη λέξη που κάποτε χρησιμοποιούνταν κυρίως σε ένα λογοτεχνικό πλαίσιο– για να καλύψουν τις κακοτοπίες τους. 

Στην προσπάθεια τους να ακυρώσουν κάποιο μη εγκεκριμένο περιεχόμενο, οι εκτός ελέγχου κυβερνήσεις επιδιώκουν να τιμωρήσουν αυτό που ο Τζορτζ Όργουελ αποκάλεσε ως «εγκλήματα σκέψης». Αλλά ποτέ δεν θα μπορέσουν να σταματήσουν πραγματικά τους ανθρώπους να σκέφτονται από μόνοι τους, ούτε θα μάθουν ποτέ ποια ήταν η απόλυτη πρόθεση του συγγραφέα ενός κειμένου, ούτε τι νόημα θα αντλήσουν τελικά οι άνθρωποι από το κείμενο αυτό. Ένας νόμος κατά της παραπληροφόρησης, είναι κακός νόμος, και τελικά θα αποτύχει επειδή, από μόνος του, βασίζεται στην παραπληροφόρηση…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις