Σχεδόν 1.000 γυναίκες μαθαίνουν ετησίως στην Ελλάδα ότι έχουν καρκίνο ωοθηκών, σύμφωνα με το IARC του ΠΟΥ.
Ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί τον δεύτερο πιο συχνό γυναικολογικό καρκίνο στις ανεπτυγμένες χώρες. Η μέση ηλικία εμφάνισής του είναι τα 63 έτη.
Οι πιθανότητες να προσβληθεί μια γυναίκα στη διάρκεια της ζωής της είναι 1,4 στις 100. Εξαίρεση αποτελούν οι γυναίκες με γενετική προδιάθεση στην ανάπτυξή του, οι οποίες διατρέχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξή του;
Ο καρκίνος των ωοθηκών είναι πιθανότερος σε γυναίκες με ορισμένους παράγοντες κινδύνου, όπως:
- Η προχωρημένη ηλικία
- Η έναρξη της περιόδου σε μικρή ηλικία ή/και η καθυστερημένη εμμηνόπαυση
- Η ατοκία, η υπογονιμότητα και η ενδομητρίωση
- Το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού ή ωοθηκών, ενδομητρίου και παχέος εντέρου, ιδίως εάν η γυναίκα έχει μετάλλαξη σε ορισμένα γονίδια (π.χ. BRCA1/2, γονίδια συνδρόμου Lynch)
Πώς μπορεί μια γυναίκα να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών;
Δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος που να εξασφαλίζει απόλυτη προστασία από τον καρκίνο των ωοθηκών. Παρ’ όλα αυτά, για τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης της νόσου προτείνεται:
- Η χρήση αντισυλληπτικών δισκίων
- Η κύηση και ο θηλασμός
- Η απολίνωση των σαλπίγγων στο πλαίσιο της αντισύλληψης ή η αφαίρεσή τους. Αν υπάρχει κληρονομική προδιάθεση, απαιτείται και η αφαίρεση των ωοθηκών μετά την ολοκλήρωση του οικογενειακού προγραμματισμού ή, το αργότερο, στην ηλικία των 35-40 ετών
Πώς εκδηλώνεται ο καρκίνος των ωοθηκών;
Τα συμπτώματα του καρκίνου των ωοθηκών ποικίλλουν και μπορεί να συμπεριλαμβάνουν:
- Άλγος ή αίσθημα πίεσης χαμηλά στην κοιλιά
- Διάταση της κοιλιάς (φούσκωμα), ανορεξία ή γρήγορο αίσθημα πλήρωσης μετά το φαγητό
- Ναυτία και εμέτους ή αλλαγές στις εντερικές συνήθειες (κυρίως, νεοεμφανιζόμενη δυσκοιλιότητα)
- Συμπτώματα από το ουροποιητικό σύστημα, όπως συχνουρία ή επιτακτική ανάγκη για ούρηση
- Αιμορραγία ή ασυνήθιστες κολπικές εκκρίσεις μετά την εμμηνόπαυση
Δυστυχώς, σε ποσοστό που υπερβαίνει το 70-80% ο καρκίνος των ωοθηκών διαγιγνώσκεται όταν πλέον έχει προχωρήσει πολύ, λόγω της απουσίας χαρακτηριστικών συμπτωμάτων.
Πολλές από τις προαναφερθείσες κλινικές εκδηλώσεις συνοδεύουν συνήθως καλοήθεις παθήσεις (π.χ. σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, ενδομητρίωση κ.λπ.), με αποτέλεσμα οι ασθενείς να μη δίνουν τη δέουσα προσοχή.
Τι πρέπει να κάνω αν έχω τέτοιου είδους συμπτώματα;
Αν έχετε ύποπτα συμπτώματα που επιμένουν για περισσότερες από δύο εβδομάδες, ζητήστε ιατρική συμβουλή. Αν στη γυναικολογική εξέταση ο ιατρός διαπιστώσει όγκο στην περιοχή των ωοθηκών, πιθανότατα θα σας ζητήσει να υποβληθείτε:
- Σε μαγνητική τομογραφία κάτω κοιλίας και
- Μέτρηση καρκινικών δεικτών στο αίμα (π.χ. CA-125)
Εφ’ όσον οι εξετάσεις δείξουν αυξημένη πιθανότητα για καρκίνο των ωοθηκών, το επόμενο βήμα είναι να επισκεφθείτε ιατρό εξειδικευμένο στην αντιμετώπιση του γυναικολογικού καρκίνου.
Πώς αντιμετωπίζεται χειρουργικά ο καρκίνος των ωοθηκών;
Όταν η νόσος φαίνεται να περιορίζεται στις ωοθήκες, πραγματοποιείται χειρουργική σταδιοποίησή της. Αντιθέτως, σε νόσο προχωρημένων σταδίων απαιτούνται πιο εκτεταμένες χειρουργικές επεμβάσεις (πρωτογενής κυτταρομείωση).
Τα καλύτερα ογκολογικά αποτελέσματα εξασφαλίζονται όταν η πρωτογενής κυτταρομείωση οδηγεί σε πλήρη εξαίρεση όλων των μεταστατικών εστιών.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η έκταση της νόσου ή η γενικότερη κατάσταση της ασθενούς δεν επιτρέπει την επίτευξη του παραπάνω στόχου.
Τότε, προτιμάται η χορήγηση χημειοθεραπείας (νεοεπικουρική χημειοθεραπεία) για να συρρικνωθούν οι μεταστατικές εστίες και ακολουθεί χειρουργική επέμβαση σε δεύτερο χρόνο (ενδιάμεση κυτταρομείωση).
Ποιοι ασθενείς με καρκίνο των ωοθηκών χρειάζονται χημειοθεραπεία μετά τη χειρουργική επέμβαση;
Η χημειοθεραπεία μετά την επιτυχή χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου των ωοθηκών έχει ως στόχο τη μείωση της πιθανότητας υποτροπής της νόσου. Οι ενδείξεις χορήγησής της καθορίζονται:
- Από το στάδιο της νόσου
- Τον ιστολογικό τύπο και
- Τον βαθμό διαφοροποίησης (grade) του όγκου
Μετά την ολοκλήρωση της κλασικής χημειοθεραπείας και αναλόγως με το γονιδιακό προφίλ της ασθενούς και τα μοριακά χαρακτηριστικά του όγκου, ο παθολόγος-ογκολόγος θα εκτιμήσει τη δυνατότητα χορήγησης θεραπείας συντήρησης με αναστολείς PARP ή bevacizumab.
Βασίλειος Σιούλας: Γυναικολόγος – Ογκολόγος
Iatropedia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου