Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!


”Μες στις παινεμένες χώρες, Χώρα παινεμένη, θά ’ρθει κι η ώρα,και θα πέσεις, κι από σέν’ απάνου η Φήμητο στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι.Θά ’ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος370σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως το πρωί για σε δε θα γυρίσει.

Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδιακι από τις δροσοσταλαματιές·θα σε κλαιν τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδιακαι στα μνήματα οι κλωνόγειρτες ιτιές.

Και την έκοβε του οχτρού σου την ορμή380της χυτής σου της φωτιάς το θάμα·και στο κάστρο σου σπρωγμέν’ η Ανατολή λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα.Και κρατούσες των αρμάτων την πλημμύρα,κι ορθός κι άσειστος της δύναμής σου ο κάβος·λυγισμένοι ομπρός σουνά κι ο Τούρκος, νά κι ο Φράγκος, νά κι ο Σλάβος.Στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τί μοίρα!καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου·στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τί μοίρα!μόνη σου θα πέσεις να καείς,τρισαπελπισμένη της ζωής.

Και χορό τριγύρω σου θα στήσουνμε βιολιά και με ζουρνάδες γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες,και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν,και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες και τ’ αγόρια σου τ’ αγνά θα τα μολέψουνμε τ’ αγκάλιασμά τους οι σουλτάνοι,και τα λείψανά σου θα σ’ τα κλέψουν οι ζητιάνοι.

Χώρα τρισκατάρατη, απ’ τα ύψη σε ποιά βύθη, χώρα αμαρτωλή!Και κανένας να σου δώσει δε θα σκύψει του θανάτου το στερνό φιλί.

Και το πέσιμό σου θα βροντήξει κι ένα μοιρολόι σου θα ουρλιάσει,και το μοιρολόι σου θα το πνίξει αποπάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση.Μια καινούρια πλάση, μια γεννήτρα θα φουντώσει απ’ τα χαλάσματά σου,κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιάς σου.Πλάση αταίριαστη μ’ εσέ και ξένη,κι ας την έχεις με το γάλα σου ποτίσει·την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,κι όπου πάτησε αναβρύζει και μια βρύση.

Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία,κολασμένη από την αμαρτία,νεκρή αφήνοντας εσένα θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα.Σάμπως νά ειναι πουλημένη σε δαιμόνους,θα σπαράζει και θα πλέει μες στα σκοτάδια,και ίσκιος θα είναι μέσα στ’ άδεια,μες στην άβυσσο μια βάρκα·κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνει σάρκακι η βάρκα ύστερα θα φτάνει σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι.Και θα ζεις ξανά στους τόπους και στους χρόνουςκαι στις ιστορίες των εθνώνκαι στους κύκλους των αιώνων θα μαυρολογάς, των ξεπεσμώνω Ψυχή, και των αδόξαστων αγώνων.

Κι η Ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη,δε θα βρει ν’ αναπαυτεί·του Κακού τη σκάλα από σκαλί σε σκαλί θα την ε κατεβαίνει,κι όπου πάει κι όπου σταθεί,σε κορμί χειρότερο θα μπαίνει.

Και θα ’ρθεί μια μέρα, μαύρη μέρα!Και η ψυχή σου, ω Πολιτεία,θα κατασταλάξει πέρα, πέρα στην καμαρωμένη Γη,στου ήλιου τη χαρά, στ’ Απρίλη τον αέρα.Και στο φως θα βγει,και ξαφνίζοντας τον ήλιο,σα θρεμμένο απ’ το δικό σου αίμα,ένα γέλιο, ένα παράλλαμα, ένα ψέμα,ένα κλάμα, ένα ΒΑΣΙΛΕΙΟ.

Ο δικέφαλος αϊτός σου νά! μακριά μακριά πέταξε με τ’ άξια και με τ’ άγια και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτεράλαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.Προς τη Δύση και προς το Βοριά την κορόνα φέρνει, και κρατά—και τα νύχια του είν’ αρπάγια—και τη δόξα και τη δύναμη κρατά·και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο που γεννήθηκε από σένα μες στον ήλιο,κοίτα, Θεέ! θα σέρνεται μπροστά σα μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.

Μ’ όλα σου θα ζει τα χαμηλά,με καμιά σου δε θα ζει μεγαλοσύνη,κι οι προφήτες που θα προσκυνά,νάνοι και αρλεκίνοι.Και σοφοί του και κριτάδες του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,και διαφεντευτάδες κυβερνήτες του οι ευνούχοι.”

Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί, ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα, και δε θά βρει το κορμί μια σπιθαμή μες στη γη για να την κάμει μνήμα,κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμηκάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.

Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός,και να ξημερώσει μιαν αυγή,και να σε καλέσει ο λυτρωμός,

ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!

Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,485θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλίνα κατρακυλήσεις πιο βαθιάστου Κακού τη σκάλα,—τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλείθα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!τα φτερά,τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!


Aπόσπασμα από τον ”δωδεκάλογο του γύφτου” Του Κωστή Παλαμά

*Ζωγραφικός πίνακας John Martin, ΄΄Η γιορτή του Βαλτάσαρ”

 ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις