“…Ἐμεῖς οἱ δεσποτάδες – καί βάζω πρῶτα τὸν ἑαυτό μου – μὲ διάφορα σκάνδαλα, οἱ ἱερεῖς μὲ τὴν ἀμέλειά τους, οἱ ἐκπαιδευτικοὶ μὲ τὴν ἀπιστία καὶ ἀθεΐα τους, οἱ πλούσιοι μὲ τὴ φιλαργυρία τους, οἱ ὑπάλληλοι μὲ τὴν ἀσυνειδησία τους, ὅλοι συμβάλαμε νὰ γίνει τὸ ἀμπέλι αυτό χέρσο με αγκάθια, ὅλοι ἁμαρτήσαμε, ὥστε ἡ πατρίδα μας, ποὺ ἦταν ἄμπελος Θεοῦ, νὰ γίνει σήμερα ἀμπέλι ξέφραγο…
Ξέρετε ὅτι σᾶς λέω πάντα τὴν ἀλήθεια. Ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι ἡ Ἑλλάδα τὰ τελευταῖα χρόνια, λόγῳ ἀναξίας πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ηγεσίας, ἔχει φτάσει στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου, ἔγινε ἀμπέλι ὅπου κάθε περαστικὸς μπορεῖ νὰ μπαίνει μέσα καί να κάνει ὅ,τι θέλει…”
τού Επισκόπου + Αυγουστίνου Καντιώτη
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου σήμερα, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο;
Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶνε ἕνα ἐπιστημονικὸ βιβλίο, δεν είναι μία ἄλγεβρα· δὲν εἶνε φιλοσοφικὸ βιβλίο, μὲ δύσκολους ὅρους, συλλογισμοὺς καὶ γριφώδη αἰνίγματα. Ὁ κόσμος τὸ μισὸ χρόνο, ἀπ᾽ ὅσο δαπανᾷ γιὰ νὰ διαβάζῃ διάφορα βιβλία ( και εφημερίδες και περιοδικά ), ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἄχρηστα, ἐὰν τὸν διέθετε γιὰ νὰ μελετήσῃ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ ἦταν πολὺ καλύτερος. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε βιβλίο ἁπλό· μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ καὶ ὁ ἀγράμματος.
Ἀλλὰ ἐδῶ εἶνε και τὸ σπουδαῖο. Αὐτὸ τὸ ἁπλὸ βιβλίο ἔχει τέτοιο βάθος καὶ πλάτος, ὥστε καὶ ὁ πιὸ σοφὸς ἐπιστήμονας, ἑκατὸ χρόνια νὰ τὸ μελετᾷ, δὲν θὰ τὸ ἐξαντλήσῃ. Ὅλοι θαυμάζουν τὸ Εὐαγγέλιο· εἶνε τὸ αἰώνιο βιβλίο τῆς ἀνθρωπότητος. Σωστὰ εἶπαν, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο μοιάζει μὲ τὴν ἀπέραντη θάλασσα πού, ἐνῷ στὴν ἀκρογιαλιά της παίζουν καὶ κολυμποῦν μικρὰ παιδιά, στὰ μεγάλα βάθη καὶ πλάτη της κινοῦνται πλοῖα μεγάλα, ὑπερωκεάνια καὶ φάλαινες. Καὶ στὸ Εὐαγγέλιο ἡ μὲν ἁπλότης τῶν διδαγμάτων του εἶνε προσιτὴ καὶ σὲ ἀγράμματους ψαρᾶδες, τὸ βάθος ὅμως τῶν ἀληθειῶν του κάνει καὶ σοφοὺς νὰ ἐντρυφοῦν καὶ ζαλισμένοι νὰ μένουν άφωνοι…
Μετὰ τὰ γενικὰ αὐτὰ ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 21,33-42), ποὺ εἶνε μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὸν φυσικὸ κόσμο πού ζούμε, και ἀπὸ τὴ γεωργικὴ ζωή.
* * *
Ἕνας νοικοκύρης, λέει, πῆρε ἕνα χωράφι χέρσο, ἔβαλε φωτιὰ κ᾽ ἔκαψε τ᾽ ἀγκάθια, μάζεψε στὴν ἄκρη τὰ λιθάρια ἀπὸ τὸ χῶμα, κι ἀφοῦ τὸ ξεχέρσωσε τὸ φύτεψε ἀμπέλι. Ἔσκαψε πατητήρι, νὰ συλλέγῃ τὸ μοῦστο ἀπὸ τὰ σταφύλια. Ὕψωσε γύρω – γύρω φράχτη κ᾽ ἔχτισε πύργο γιὰ φρουρὰ ἀπὸ κλέφτες.
Ἐξωπλισμένο καλά, τὸ παρέδωσε σὲ γεωργοὺς νὰ τὸ καλλιεργοῦν καὶ ἔφυγε. Ἀλλὰ δὲν λησμόνησε τὸ ἀμπέλι του. Ὅταν πλησίασε ὁ καιρὸς τοῦ τρυγητοῦ, ἔστειλε ὑπηρέτες νὰ τοῦ φέρουν τοὺς καρπούς…
Οἱ γεωργοὶ ὅμως δὲν τοὺς δέχτηκαν καθόλου καλά· ἄλλον τὸν ἔδειραν, ἄλλον τὸν σκότωσαν, ἄλλον τὸν λιθοβόλησαν. Ὁ νοικοκύρης ἔστειλε πάλι ἄλλους ὑπηρέτες, πιὸ πολλούς, μὰ καὶ σ᾽ αὐτοὺς τὰ ἴδια ἔκαναν.
Τέλος τοὺς ἔστειλε τὸν ἴδιο τὸ γυιό του. Θὰ ντραποῦν, σκέφτηκε, τὸ γυιό μου. Ἀλλὰ οἱ κακοὶ γεωργοὶ σκέφτηκαν ἀλλιῶς. Μόλις εἶδαν τὸ γυιὸ τοῦ ἀφέντη, εἶπαν μεταξύ τους· Αὐτὸς εἶνε ὁ διάδοχος, ὁ φυσικὸς κληρονόμος· ἐλᾶτε νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾽ τὴ μέσῃ, νὰ μείνῃ σ᾽ ἐμᾶς ἡ κληρονομιά του. Καὶ λυσσασμένοι ἔπιασαν τὸ γυιό, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τ᾽ ἀμπέλι κ᾽ ἐκεῖ τὸν φόνευσαν.
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή. Κάτω ἀπὸ αὐτὰ όμως ποὺ λέει ἐννοεῖ κάτι ἄλλο. Τὸ κλειδὶ τῆς ἑρμηνείας ποιό εἶνε; Εἶνε αὐτὸ ποὺ βλέπουμε στὴ θεία λειτουργία ὅταν λειτουργῇ ἐπίσκοπος. Τότε, πρὶν ν᾽ ἀναγνωσθῇ ὁ ἀπόστολος, στὸν τρισάγιο ὕμνο, ὁ ἀρχιερεὺς βγαίνει στὴν ὡραία πύλη, ὑψώνει τὰ βλέμματά του ἐπάνω καὶ κρατώντας τὰ δικηροτρίκηρα λέει·
«Κύριε Κύριε, “ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην καὶ κατάρτισαι αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά σου”» Μὲ ἁπλούστερα λόγια· ῾Ρῖξε, Κύριε, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μιὰ ματιὰ καὶ ἰδὲς τοῦτο τὸ ἀμπέλι, καλλιέργησε καὶ περιποιήσου το· δικό σου εἶνε, τὸ δεξί σου χέρι τὸ φύτεψε.
Φαίνονται παράδοξα τὰ λόγια αὐτά. Ποιό όμως εἶνε τὸ ἀμπέλι;
Εἶνε ἡ Ἐκκλησία, οἱ Χριστιανοί, ἐσεῖς ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, ὅσοι ἔχουν βαπτισθῆ εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος. Κάθε Χριστιανός, σύμφωνα μὲ τὴν ἀλληγορικὴ γλῶσσα τοῦ εὐαγγελίου, εἶνε ἕνα κλῆμα, μιὰ ῥίζα. Καὶ ὅπως ὅλο τὸ κτῆμα – ἀμπέλι ἔχει πολλὲς ῥίζες, ἔτσι ἡ ἄμπελος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πολλὰ κλήματα, παλιὰ – γέρικα ἀλλὰ καὶ νεαρὰ ποὺ ἀνανεώνουν τὴ φυτεία.
Τὸ ἀμπέλι θέλει φροντίδα, περιποίησι· σκάψιμο, πότισμα, θειάφισμα, κλάδεμα. Τὸ κλάδεμα ἀπαιτεῖ πεῖρα, γι᾽ αὐτὸ λένε· Ἔχεις ἀμπέλι; πάρε νιὸ νὰ τὸ σκάψῃ ἀλλὰ γέρο νὰ τὸ κλαδέψῃ. Τὸ ἀμπέλι ἀκόμα χρειάζεται φράχτη καὶ φύλακα, δραγάτη. Ἔτσι καὶ ἡ χριστιανικὴ κοινωνία, ἡ Ἐκκλησία, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ· ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ ἔμπειρο καλλιεργητή, κατάλληλο γεωργό.
Ποιοί εἶνε οἱ γεωργοὶ στὸ λαὸ τῆς Ἐκκλησίας; Ἐργάτες, ποὺ πρέπει μέρα – νύχτα νὰ περιποιοῦνται τὰ κλήματα τῆς ἀμπέλου τοῦ Θεοῦ, εἶνε πρῶτα – πρῶτα οἱ κληρικοί· οἱ ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, διάκονοι.
Εἶνε ἀκόμα οἱ ἐκπαιδευτικοὶ καὶ παιδαγωγοί· οἱ διδάσκαλοι καὶ καθηγηταί, ποὺ καλλιεργοῦν τὴ νεολαία μας πνευματικά, διανοητικά, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικὰ καὶ πατριωτικά.
Παραπάνω ὅμως κι ἀπ᾽ τὸν παπᾶ καὶ τὸ δάσκαλο, γεωργοὶ στὰ νεαρὰ κλήματα, στὰ παιδιά μας, εἶνε οἱ γονεῖς, ὁ πατέρας καὶ πρὸ παντὸς ἡ μάνα· γιατὶ μιὰ καλὴ μάνα ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἑκατὸ δασκάλους.
Γεωργοὶ εἶνε ἀκόμα καὶ οἱ ἀνώτεροι κρατικοὶ ὑπάλληλοι, (ὁ ἀξιωματικός, ὁ ἀστυνόμος, ὁ δικαστής, ὁ ὑπάλληλος κ.λπ.) ὅσοι εἶνε ἐντεταλμένοι σὲ εἰδικοὺς τομεῖς τῆς κοινωνίας, νὰ ὑπηρετοῦν καὶ καλλιεργοῦν καὶ πνευματικὰ τὴν ἄμπελο τοῦ Κυρίου.
Ὅλοι αὐτοὶ (ἐκκλησιαστικοὶ καὶ κρατικοί) πρέπει ὄχι μόνο νὰ ἐργάζωνται, ἀλλὰ καί –μία λέξι·– νὰ συνεργάζωνται!
Κάτι ποὺ δυστυχῶς δὲν συμβαίνει πάντοτε. Διότι, ἅμα δὲν ὑπάρχῃ συνεργασία, τότε τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε λειψό, καμμιὰ φορὰ καὶ ἀντίθετο ἀπὸ τὸ ἐπιδιωκόμενο. Ὅταν π.χ. ὁ παπᾶς καὶ ὁ δάσκαλος κάνουν ὅ,τι μποροῦν, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι ἡ μάνα μὲ τὴ διαγωγή της ἀνατρέπῃ τὰ πάντα, ποιό τὸ ὄφελος; ὁ ἕνας νὰ χτίζῃ κι ὁ ἄλλος νὰ γκρεμίζῃ, ὁ ἕνας νὰ φυτεύῃ κι ὁ ἄλλος νὰ ξερριζώνῃ; Χρειάζεται συντονισμός, συνεργασία ὅλων τῶν παραγόντων, ὥστε νὰ προκύψῃ καλὸ ἀποτέλεσμα.
Δυστυχῶς ὅμως συμβαίνει καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερο· ὄχι συνεργασία ἀλλ᾽ οὔτε κἂν ἐργασία γίνεται ὅπως πρέπει μέσα στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου.
Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος σκανδαλίζῃ, ὁ ἱερεὺς χάνῃ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ δάσκαλος ἀμελῇ, ἡ μάνα κι ὁ πατέρας αἰσχρολογοῦν κι ἀσχημονοῦν μπρὸς στὰ παιδιά, οἱ γέροι μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιὰ μένουν κολλημένοι στὰ πάθη τους, ὅταν οἱ φρουροὶ τῆς νομιμότητος παρανομοῦν, τότε ἡ ἄμπελος τοῦ Κυρίου μοιάζει ἀμπέλι ξέφραγο.
Τότε ὅμως, γιὰ τὴ ζημιὰ αὐτὴ τῆς ἀμπέλου τοῦ Κυρίου ἐξ ὑπαιτιότητος τῶν ἐντεταλμένων, ἀκούγεται αὐστηρὰ ἡ ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο δὲν ἔχει μόνο τὴν τιμὴ καὶ ἐμπιστοσύνη στοὺς γεωργούς, ποὺ τοὺς ἀνετέθη νὰ φροντίσουν τὴν ἱερὰ ἄμπελο· ἔχει καὶ τὴν ἀπειλὴ καὶ τιμωρία τους, ἡ ὁποία καὶ ἐκπληρώθηκε κατὰ γράμμα.
Ὁ Κύριος, ἀφοῦ εἶπε τὴν παραβολή, στὸ τέλος ῥώτησε τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ποὺ τὸν ἄκουγαν·
—Δὲ μοῦ λέτε, ὅταν θά ᾽ρθῃ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελῶνος, τί θὰ κάνῃ στοὺς κακοὺς αὐτοὺς ἐργάτες, ποὺ οὔτε οἱ ἴδιοι φρόντισαν ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπεσταλμένους του ἐφόνευσαν; Κ᾽ ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ὅτι αὐτοὺς ἀκριβῶς ἐννοοῦσε, ἀπήντησαν·
–«Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς»· ἀφοῦ ἔδειξαν τέτοια κακὴ συμπεριφορά, γι΄ αυτό κακὴ θά ᾽νε καὶ ἡ ἀμοιβή τους, δηλαδὴ θὰ τιμωρηθοῦν …
Καὶ πράγματι ὁ παλαιὸς Ἰσραήλ, ποὺ ἦταν τὸ πρῶτο ἀμπέλι τοῦ Θεοῦ, ὁ περιούσιος λαός του, στὸν ὁποῖον ἔδωσε τὸ Δεκάλογο καὶ ἔστειλε μοναδικὲς φυσιογνωμίες πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, ὁ λαὸς τὸν ὁποῖο προστάτευσε καὶ ἔσωσε μὲ θαύματα, αὐτὸς ὁ λαὸς παρεξέκλινε ἀπὸ τὴν πορεία του, ἀθέτησε τὸ Νόμο τοῦ Κυρίου καί, ἀντὶ νὰ τοῦ δώσῃ σταφύλια ἐκλεκτά, ἔδωσε ἀγκάθια καὶ τριβόλια.
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶνε γνωστό· τιμωρήθηκε παραδειγματικά, σκορπίστηκε στοὺς τέσσερις ἀνέμους. Σήμερα καὶ στὸ τελευταῖο χωριουδάκι τῆς Πίνδου θὰ δῇς φτωχοὶ τσοπαναραῖοι νὰ ἔχουν μιὰ ἐκκλησία· οἱ πάμπλουτοι ὅμως Ἑβραῖοι δὲν ἔχουν ἀξιωθῆ μέχρι σήμερα νὰ ξαναχτίσουν τὸ ναό τους. Γιατί; Γιατί τοὺς ἀκολουθεῖ ἐκείνη ἡ κατάρα, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ· «Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς». Διότι φάνηκαν τόσο σκληροί, ὥστε νὰ πριονίσουν τὸν Ἠσαΐα, νὰ σκοτώσουν τὸν Ἰερεμία, νὰ σταυρώσουν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.
kivotos-help
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου