Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Μπορεί ένα δημοκρατικό κράτος να είναι ολοκληρωτικό; Εύλογα αναρωτιέται κανείς, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς επίσης πολλών άλλων δυτικών χωρών...

 


Σύμφωνα με το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο ενός Βέλγου ψυχολόγου, του M. Desmet, με τον τίτλο «The Psychology of Totalitarianism», ο ολοκληρωτισμός δεν είναι συνώνυμος με τη δικτατορία – ενώ δεν είναι τυχαίος και δεν συμβαίνει στο κενό. Η προέλευση του δε, έγκειται στο φαινόμενο του «σχηματισμού των μαζών» – δηλαδή, σε έναν τύπο «συλλογικής ύπνωσης».

Ειδικότερα, η διαφορά από ψυχολογικής πλευράς μεταξύ μίας δικτατορίας και ενός ολοκληρωτικού κράτους, όπως αναφέρεται στο μνημειώδες έργο «Elements and Origins of Total Domination» της H. Arendt, είναι η εξής:

«Ενώ οι δικτατορίες βασίζονται ουσιαστικά στην ενστάλαξη του φόβου της σωματικής επίθεσης, της βίας, ενώ πρόκειται για έναν φόβο τόσο μεγάλο που ο δικτάτορας ή/και το δικτατορικό καθεστώς μπορούν να επιβάλουν μονομερώς το δικό τους κοινωνικό συμβόλαιο στους Πολίτες, το ολοκληρωτικό κράτος είναι κάτι διαφορετικό – αφού βασίζεται στην κοινωνικοψυχολογική διαδικασία του σχηματισμού των μαζών».

Εν προκειμένω, όταν ο M. Desmet αναφέρεται στο «σχηματισμό των μαζών» εννοεί ότι, πρόκειται για μία κατάσταση παρόμοια με την ύπνωση – η οποία όμως επηρεάζει την πλειοψηφία του πληθυσμού. Αυτή η πλειοψηφία υιοθετεί μία ιδεολογία ή ένα αφήγημα, επειδή αντλεί ψυχολογικό όφελος από αυτά – καθόλου ανιδιοτελώς.

Το ψυχολογικό όφελος δε, είναι η «μεταβίβαση» της επιθετικότητας και η σύνδεση του προηγουμένως «ελεύθερα αιωρούμενου» φόβου (δηλαδή του φόβου που δεν συνδέεται με τίποτα συγκεκριμένο), σε ένα αντικείμενο – όπου το πλεονέκτημα είναι το ότι, ο φόβος που οδηγεί στην επιθετικότητα γίνεται ελεγχόμενος, επειδή ακριβώς είναι συνδεδεμένος με ένα αντικείμενο. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως μπορεί κάποιος να πολεμήσει αυτό το αντικείμενο – οπότε να κρατήσει υπό έλεγχο το φόβο του. Ο Desmet γράφει εδώ τα εξής:

«Εάν διαδοθεί ένα υπαινικτικό αφήγημα μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ), το οποίο να κατονομάζει ένα αντικείμενο φόβου (για παράδειγμα την αριστοκρατία υπό τον σταλινισμό, τους Εβραίους υπό τον εθνικοσοσιαλισμό/ναζισμό, τους αντιεμβολιαστές κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, τον Putin σήμερα κλπ.), καθώς επίσης μία στρατηγική παροχής πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης αυτού του αντικειμένου φόβου, τότε υπάρχει πραγματική πιθανότητα σύνδεσης του όλου «ελεύθερα αιωρούμενου» φόβου, με αυτό το αντικείμενο – με τελικό αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας ευρείας κοινωνικής βάσης, για τη χρήση αυτής της στρατηγικής, όσον αφορά τον έλεγχο του συγκεκριμένου αντικειμένου φόβου».

Για παράδειγμα, το αφήγημα των ναζιστών για τον κίνδυνο των Εβραίων – όπου ο «ελεύθερα αιωρούμενος» φόβος τότε των Γερμανών, συνδέθηκε με ένα αντικείμενο: με τους Εβραίους, σε συνδυασμό με τη στρατηγική παροχής πληροφοριών, για τον τρόπο αντιμετώπισης αυτού του αντικειμένου φόβου. Των Εβραίων δηλαδή, με τελικό αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία ευρεία κοινωνική βάση εναντίον τους – η οποία οδήγησε στους διωγμούς και στις θηριωδίες που εξυπηρετούσαν τον έλεγχο του φόβου των Γερμανών.

Γενικότερα, οι φόβοι δημιουργούν μίσος και επιθετικότητα – όπου, εάν δεν έχουν αντικείμενο, «πυροβολούν» προς τα πίσω, προκαλώντας τεράστια προβλήματα στους ανθρώπους, στον εαυτό τους. Επομένως, είναι ευπρόσδεκτη η «δημιουργία» αντικειμένου κατεύθυνσης των φόβων – όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς.

Η προέλευση του «ελεύθερα αιωρούμενου» φόβου

Συνεχίζοντας, το βασικό ερώτημα που προκύπτει εδώ, είναι το από πού προέρχεται αυτός ο «ελεύθερα αιωρούμενος» φόβος – καθώς επίσης από πού πηγάζει η επιθετικότητα. Εν προκειμένω, σημαντικός παράγοντας είναι η μοναξιά, η κοινωνική απομόνωση και η πτωτική πορεία των κοινωνικών δεσμών – όπου, σύμφωνα με τον Desmet, η μοναξιά επηρεάζει το 30% των ανθρώπων στις σύγχρονες φιλελεύθερες βιομηχανικές κοινωνίες, ενώ αυξάνεται διαρκώς. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξη η δημιουργία ενός «Υπουργείου Μοναξιάς» από την πρώην πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας – από την Theresa May.

Τα φαινόμενα τώρα της μοναξιάς, της απομόνωσης και της «παρακμής» των κοινωνικών δεσμών, προωθούνται σε μεγάλο βαθμό από τις σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας, καθώς επίσης από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social) – ενώ η ψηφιοποίηση επηρεάζει επίσης αρνητικά την ικανότητα κοινωνικοποίησης των ανθρώπων.

Όλοι γνωρίζουμε περιπτώσεις φίλων, ζευγαριών ή/και οικογενειών με παιδιά, όπου καθισμένοι στο τραπέζι ενός εστιατορίου δεν μιλούν καθόλου μεταξύ τους – αλλά όλοι κοιτούν τα έξυπνα τηλέφωνα τους (smartphones), απορροφημένοι από κάποιες ενδεχομένως αδιάφορες ειδήσεις ή αναρτήσεις στο Facebook, στο Twitter (X), στο Instagram ή στο TikTok.

Η «φυσιολογική» αυτή μοναξιά μπορεί να οδηγήσει σε άγχος, σε «ελεύθερα αιωρούμενους» φόβους και τελικά σε επιθετικότητα – ενώ ακόμη περισσότερο η απομόνωση με τα «κλειδώματα» (lockdowns) και με την τηλεργασία, την περίοδο της πανδημίας. Πόσο μάλλον όταν, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κυβερνήσεις τροφοδότησαν σκόπιμα το φόβο για τον κορωνοϊό – με κριτήριο μία αποκάλυψη στο γερμανικό Focus, σύμφωνα με την οποία ένα εσωτερικό έγγραφο του υπουργείου εσωτερικών της χώρας συνιστούσε τη δημιουργία φόβου στους Γερμανούς, απέναντι στον ιό.

Οι συνέπειες της κατάρρευσης των κοινωνικών δεσμών

Περαιτέρω, μία άλλη αιτία του «υπνωσιακού σχηματισμού των μαζών», της μαζικής υστερίας που βιώσαμε, έχει στενή σχέση με αυτές που προαναφέρθηκαν – με τη διάσπαση των κοινωνικών δεσμών που οδηγεί σε έλλειψη νοήματος της ζωής. Εν προκειμένω, ο συγγραφέας τονίζει το εξής:

«Οι άνθρωποι, ως κατ’ εξοχήν κοινωνικά όντα, ζουν για τους άλλους. Εάν λοιπόν χαθεί αυτή η σύνδεση με τον ή με τους άλλους, η ζωή βιώνεται ως μία κατάσταση χωρίς νόημα».

Με απλά λόγια η μοναξιά, η απομόνωση, η έλλειψη κοινωνικών δεσμών και το συνακόλουθο συναίσθημα της απώλειας του νοήματος της ζωής, έχουν προκαλέσει στους ανθρώπους «ελεύθερα αιωρούμενους» και μη ελεγχόμενους φόβους – φόβους δηλαδή που δεν συνδέονται με τίποτα συγκεκριμένο. Φόβους που δεν έχουν ένα συγκεκριμένο έναυσμα, όπως μία καταιγίδα, έναν πόλεμο, τη φτώχεια, ένα θηρίο κοκ. – γεγονός που προκαλεί μία απογοήτευση χωρίς όρια και μία έντονη επιθετικότητα. Ειδικότερα, ο Desmet γράφει τα παρακάτω:

«Η σύνδεση μεταξύ της κοινωνικής απομόνωσης και της ευερεθιστότητας, είναι λογική – ενώ έχει επίσης αποδειχθεί εμπειρικά. Ο άνθρωπος, βασανισμένος από την κοινωνική νωθρότητα, από την έλλειψη νοήματος της ζωής του, από τον αόριστο φόβο και από μία βαθιά δυσφορία, αισθάνεται συνήθως όλο και πιο ευερέθιστος, απογοητευμένος ή/και επιθετικός μαζί – οπότε εύλογα αναζητάει αντικείμενα, επάνω στα οποία μπορεί να εκτονώσει το φόβο του.

…Αυτό που επιταχύνει τώρα το «σχηματισμό των μαζών», τη συλλογική αυτή μορφή στις μάζες, δεν είναι τόσο η απογοήτευση και η επιθετικότητα που στην πραγματικότητα εκτονώνεται – αλλά μάλλον η δυναμική για επιθετικότητα που υπάρχει στον πληθυσμό. Δηλαδή, η επιθετικότητα που εξακολουθεί να αναζητάει ένα αντικείμενο».

Στο σημείο αυτό γίνεται σαφές πολιτικά τι ψυχολογικές συνέπειες έχει στον πληθυσμό μίας χώρας, η μη ύπαρξη μίας αντιπολίτευσης που να λειτουργεί πραγματικά – ή μίας δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα, όταν οι κυβερνώσες φιλελεύθερες ελίτ καταγγέλλονται ως δεξιές ριζοσπαστικές και αντισυνταγματικές, ενώ δεν υπάρχει κάποια εναλλακτική λύση, η επιθετικότητα των μαζών φυσικά αυξάνεται – ενώ, εάν υπήρχαν ξανά πραγματικά εναλλακτικές πολιτικές και όχι οι νεοφιλελεύθερες που «διασταυρώνονται» από πολλά χρόνια τώρα, οι οποίες εκτείνονται από τα δεξιά έως τα αριστερά κόμματα, θα υπήρχαν τεράστιες δυνατότητες κοινωνικής ειρήνης.

Θα υπήρχε δηλαδή κάτι εξαιρετικά απελευθερωτικό, όπως συνέβαινε στο παρελθόν – προτού κυριαρχήσουν οι αγορές που επιβάλουν σε όλες τις κυβερνήσεις την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική τους. Την ίδια ακριβώς πολιτική, ανεξάρτητα εάν το κόμμα που κυβερνάει έχει ακροδεξιές, δεξιές, κεντρώες ή αριστερές αντιλήψεις – οι οποίες στην ουσία είναι απλά «φιλοσοφικές».

Παράδειγμα εδώ η ακροδεξιά Meloni στην Ιταλία που εφαρμόζει τις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ενώ δεν κατάφερε να αντισταθεί ούτε καν στην παράνομη μετανάστευση – η οποία δεν μειώθηκε επί κυβερνήσεως της αλλά, αντίθετα, οι εισροές μεταναστών αυξήθηκαν κατακόρυφα.

Η ικανοποίηση του φόβου

Συνεχίζοντας, όταν ο «ελεύθερα αιωρούμενος» φόβος μπορέσει να προσκολληθεί σε ένα αντικείμενο, οδηγεί σε ένα ψυχολογικό κέρδος σε διάφορα επίπεδα. Ειδικότερα, από τη μία πλευρά, σε ατομικό επίπεδο αυτός ο φόβος γίνεται ψυχολογικά ελεγχόμενος – επειδή είναι πλέον συνδεδεμένος με ένα αντικείμενο και μπορεί είτε να πολεμήσει κανείς, είτε να αποφύγει αυτό το αντικείμενο. Το γεγονός αυτό έχει με τη σειρά του περαιτέρω ψυχολογικά οφέλη – όπως τα εξής σε κοινωνικό επίπεδο:

«Η κοινωνία που καταρρέει βρίσκει ξανά μία ελάχιστη συνοχή, κάποια ενέργεια και μία υποτυπώδη αίσθηση νοήματος της ζωής – μέσα από τον κοινό αγώνα ενάντια στον «εχθρό». Η καταπολέμηση του αντικειμένου του φόβου μετατρέπεται σε μία συλλογική αποστολή, γεμάτη πάθος και ομαδικό ηρωισμό – όπως στο παράδειγμα της εκστρατείας «1 ομάδα των 11 εκατομμυρίων» που ξεκίνησε η βελγική κυβέρνηση, για την καταπολέμηση του κορωνοϊού (πηγή).

Σε αυτόν τον αγώνα, κάθε λανθάνουσα απογοήτευση και κρυφή επιθετικότητα μπορεί να εκτονωθεί – ειδικά εκείνης της ομάδας που δεν θέλει να ενταχθεί στο αφήγημα και στο «σχηματισμό της μάζας», όπως για παράδειγμα οι αντιεμβολιαστές την περίοδο της πανδημίας. Το γεγονός αυτό συνοδεύεται από μία τεράστια ικανοποίηση που οι μάζες δεν μπορούν εύκολα να αρνηθούν – να μην την αποδεχθούν δηλαδή και να αντιδράσουν».

Κάτι σχετικό μπορούσε να παρατηρηθεί στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, την περίοδο της πανδημίας – όπου οι μη εμβολιασμένοι προβλήθηκαν από τα ΜΜΕ αλλά και γενικότερα, ως αντικοινωνικοί εγκληματίες, ενώ σχημάτισαν μεταξύ τους μία συμπαγή μάζα. Σε διάφορες συζητήσεις που διεξάγονταν, ο εμβολιασμός αντιμετωπιζόταν από τους οπαδούς του ως μία θρησκευτική πράξη από πιστούς, όπως και ο αντιεμβολιασμός – σαν να επρόκειτο για ευλογία Θεού. Ακριβώς όπως συμβαίνει δε σε μία θρησκεία, οι πιστοί ήθελαν να αφορίσουν τους απίστους – να τους αποκλείσουν δηλαδή από την κοινότητα. Χαρακτηριστική είναι εδώ η αναφορά ενός δημοσιογράφου του Spiegel – σύμφωνα με την οποία τα εξής:

«Εγώ θα ήθελα να ζητήσω ρητά σε αυτό το σημείο να μην υπάρξουν κοινωνικά μειονεκτήματα, για όλους όσους παραιτούνται οικειοθελώς από τον εμβολιασμό. Είθε ολόκληρη η κοινωνία και η δημοκρατία να τους κουνήσει το δάχτυλο».

Με απλά λόγια, ο δημοσιογράφος, όπως άλλωστε πολλοί Έλληνες συνάδελφοί του, ζητούσε να υπάρξουν κοινωνικές διακρίσεις – ρατσισμός, με την έννοια του αποκλεισμού από την κοινωνική ζωή των ανθρώπων που ασκούσαν το βασικό τους δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα. Εδώ πρόκειται για ένα καθαρό παράδειγμα της ψυχολογίας του «σχηματισμού των μαζών» – όπου ακόμη και μορφωμένοι, καλλιεργημένοι ή έξυπνοι άνθρωποι, καθώς επίσης επιστήμονες, είναι επιρρεπείς στο να συμβαδίζουν με το πλήθος, με τη μάζα.

Η ορθολογική επιχειρηματολογία και η αντικειμενική πληροφόρηση εδώ, έχουν τα όρια τους – γεγονός που σημαίνει πως δεν μπορούν πάντοτε να πείθουν, όσο σωστές και αν είναι. Το ίδιο συμβαίνει ήδη με το θέμα των νέων ταυτοτήτων – με οπαδούς και με αντιτιθέμενους που συγκρούονται ανάλογα μεταξύ τους, δημιουργώντας αντικρουόμενες μεν, αλλά συμπαγείς μάζες.

Η συλλογική εμπειρία ως κινητήρια δύναμη

Περαιτέρω, επιστρέφοντας στο ψυχολογικό κέρδος του «σχηματισμού των μαζών», ο Desmet το περιγράφει ως εξής: «Έτσι, ένα άτομο μεταβαίνει από μία άκρως ανθεκτική, επίμονη και επώδυνη ψυχολογική κατάσταση κοινωνικής απομόνωσης, στη μέγιστη συνδεσιμότητα που υπάρχει στο πλήθος – γεγονός που του προκαλεί ένα είδος μέθης, το οποίο αποτελεί το πραγματικό κίνητρο για να ακολουθήσει το αφήγημα που δημιουργεί/δομεί τις συλλογικές μάζες».

Εν προκειμένω, δεν έχει σημασία τι ακριβώς αφορά το περιεχόμενο του αφηγήματος – αφού το σημαντικότερο δεν είναι αυτό που σκέφτονται οι μάζες, αλλά το ότι το σκέφτονται όλοι μαζί, όπως στην περίπτωση των ναζί. Με αυτόν τον τρόπο, οι μάζες πείθονται να πιστεύουν ότι, ακόμη και οι πιο παράλογες ιδέες είναι αληθινές – ενώ «πιστεύουν» στο αφήγημα όχι επειδή είναι αληθινό, αλλά λόγω του ότι δημιουργεί ένα νέο αίσθημα σύνδεσης.

Ακριβώς λοιπόν όπως η θρησκεία, πρόκειται για τελετουργίες που ενισχύουν τη συνοχή της ομάδας – σημειώνοντας πως τα τελετουργικά είναι μία συμβολική συμπεριφορά που εξυπηρετεί το στόχο της υποταγής του ατόμου στην ομάδα, στο πλήθος. Όπως αναφέρει δε ο Desmet,

«Σκεφθείτε τις τελετουργικές θυσίες τροφίμων, ζώων και ανθρώπων σε πρωτόγονες κοινωνίες. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που ο μαζικός παραλογισμός των μέτρων για τον κορωνοϊό, δεν συνάντησε καμία αντίσταση από ένα συγκεκριμένο μέρος του πληθυσμού (όπως ούτε το Ολοκαύτωμα από τους ναζί) – αντίθετα, θα μπορούσε να πει κανείς πως όσο πιο παράλογα είναι τα μέτρα, όσο πιο υπερβολικά, τόσο περισσότεροι τα ζητούν και τα εγκρίνουν.

Ακόμη χειρότερα, τόσο καλύτερα εκπληρώνουν τη λειτουργία μίας τελετουργίας και τόσο πιο ενθουσιωδώς θα τα ακολουθήσουν αυτοί οι άνθρωποι. Σκεφθείτε μόνο πως ακόμη και σήμερα, πόσο μάλλον κατά την περίοδο της πανδημίας, ορισμένοι φορούν μάσκα παρά το ότι είναι μόνοι τους στο αυτοκίνητο».

Είναι κάτι που το διαπιστώσαμε όλοι κατά την περίοδο της πανδημίας – κάτι που δεν έχει σταματήσει, αφού συναντάμε ακόμη υγιείς συνανθρώπους μας που περπατούν μόνοι τους στο δρόμο, φορώντας μάσκα.

Ο ψυχογενής θάνατος

Συνεχίζοντας έχει ενδιαφέρον το ότι, οι άνθρωποι μπορούν να πεθάνουν απλά και μόνο από νοητικές ιδέες – κάτι για το οποίο υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα, γνωστά σε όλους τους ψυχολόγους. Εν προκειμένω, ο Desmet γράφει τα εξής:

«Είναι γνωστό από την ανθρωπολογία ότι, στις πρωτόγονες κοινωνίες οι άνθρωποι μπορούσαν να πεθάνουν, εάν τους καταριόταν κάποιος σαμάνος…Τέτοιοι θάνατοι έχουν παρατηρηθεί πολλές φορές και είναι γνωστοί στη βιβλιογραφία ως «ψυχογενής θάνατος».

Σύμφωνα με τον H. Ellenberger, σε μία τέτοια περίπτωση είναι σημαντικό ολόκληρη η κοινότητα, η οποία περιλαμβάνει σαμάνο και θύμα, να πιστεύει στην εξουσία του σαμάνου…Θα μπορούσε να πει κανείς εδώ πως ίσως αυτό να ισχύει για έναν παράλογο πρωτόγονο που δεν έχει ακόμη ξεπεράσει τους μάγους και τη σκέψη τους, αλλά όχι για έναν ορθολογικό δυτικό άνθρωπο του 21ου αιώνα.

Εν τούτοις, τίποτα δεν είναι λιγότερο αληθινό – αφού υπάρχουν πολυάριθμες παρατηρήσεις, οι οποίες τεκμηριώνουν πως οι άνθρωποι στη Δύση υπόκεινται ακόμη σε τέτοια φαινόμενα, στη φυσική τους λειτουργία.

Αναφέρονται εδώ ως παραδείγματα τα αποτελέσματα ενός εικονικού φαρμάκου και ενός μη εικονικού, με τα ίδια αποτελέσματα – επίσης ενός αναισθησιολόγου που αναισθητοποιεί με επιτυχία ασθενείς, χρησιμοποιώντας ύπνωση, ακόμη και για μεγάλες επεμβάσεις, στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Λιέγης. Επί πλέον το ότι στο 2ο ΠΠ, όταν τελείωνε η μορφίνη, οι γιατροί είχαν σκεφθεί να ηρεμήσουν τουλάχιστον τους στρατιώτες, με ένα ενέσιμο διάλυμα φυσιολογικού ορού πριν τον ακρωτηριασμό – διαπιστώνοντας μετά με έκπληξη πως οι περισσότεροι στρατιώτες ένοιωθαν εξίσου καλά αναισθητοποιημένοι, όπως με τη μορφίνη.

Η δύναμη της πίστης λοιπόν σε κάτι είναι τεράστια – αδύνατον να ερμηνευθεί επιστημονικά. Εν προκειμένω, ο Desmet γράφει τα παρακάτω:

«Ο μηχανισμός του ψυχογενούς θανάτου, της υπνωτικής καταστολής και των εικονικών φαρμάκων είναι πάντα ο ίδιος: ένα άτομο που θεωρείται αυθεντία δημιουργεί μια ισχυρή διανοητική εικόνα στο στοχευόμενο άτομο. Αυτή η ιδέα μπορεί να είναι θετική (για παράδειγμα, θεραπεία) ή αρνητική (πεθαίνεις, αρρωσταίνεις…). Πρέπει όμως να είναι έντονα και ξεκάθαρα παρούσα στην εμπειρία – ενώ οφείλει να απομακρύνει την προσοχή του ατόμου από όλες τις άλλες ιδέες. Το σώμα στη συνέχεια «λιώνει» σε αυτήν την ιδέα – δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο παίρνει τη μορφή ή την κατάσταση αυτής της ιδέας, οπότε είτε γίνεται καλά, είτε πεθαίνει, είτε αρρωσταίνει κλπ., ανάλογα με την ιδέα».

Συμπερασματικά λοιπόν, από αυτή την άποψη δεν θα ήταν καθόλου παράλογο να υποθέσουμε ότι, ο φόβος για τον κορωνοϊό που προώθησαν συνειδητά οι κυβερνήσεις, έχει αποδυναμώσει το ανοσοποιητικό σύστημα πολλών ανθρώπων – οπότε έχει συμβάλει στην εξάπλωση του ιού.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, με κριτήριο τα παραπάνω εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν ένα δημοκρατικό κράτος μπορεί να είναι ολοκληρωτικό – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς επίσης πολλών άλλων δυτικών χωρών.

Το δεύτερο ερώτημα δε που προκύπτει είναι το εάν η πολιτική που εφαρμόσθηκε στην πανδημία ήταν ολοκληρωτική – αφήνοντας κατά μέρος το πρόβλημα της κυριαρχίας των αγορών επί της πολιτικής, με τα πανίσχυρα όπλα που διαθέτουν (επιτόκια, κεντρικές τράπεζες, εμπορικές, επενδυτικά κεφάλαια, εταιρίες αξιολόγησης, χρηματιστήρια, υπερχρεωμένα κράτη κλπ.).

Δυστυχώς, οι απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα είναι θετικές – αφού κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού, βιώσαμε ξεκάθαρα μία φάση επικίνδυνα ολοκληρωτικής πολιτικής που δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση σε ένα δημοκρατικό κράτος. Παραδόξως δε, οι πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της ολοκληρωτικής πολιτικής της πανδημίας, δεν βρέθηκαν μεταξύ στων συνηθισμένων υπόπτων – στη δεξιά πλευρά δηλαδή του πολιτικού φάσματος. Αντίθετα, βρέθηκαν μεταξύ των «αριστερών και φιλελεύθερων» ελίτ – κάτι που θα έπρεπε να μας προβληματίσει σε μεγάλο βαθμό.

Όταν βέβαια βλέπει κανείς «αριστερούς» να στηρίζουν την παράνομη μετανάστευση που προωθούν οι G. Soros του πλανήτη (ανάλυση), επειδή δημιουργεί ανταγωνισμό στο εγχώριο εργατικό δυναμικό, οπότε μειώνει τους μισθούς και το κόστος τους, ενώ «κατασκευάζει» πολυπολιτισμικές, εύκολα ελεγχόμενες κοινωνίες από τις ελίτ, καταλαβαίνει πως έχει χαθεί εντελώς η λογική – κάτι που ισχύει επίσης για την «πράσινη επανάσταση», με την οποία κερδίζουν τεράστια ποσά οι ελίτ, επιδοτούμενες από τα πράσινα ταμεία των ανόητων φορολογουμένων, αλλά και για τον πόλεμο της Ουκρανίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις