Τα 14 χρόνια που έχουν περάσει από τον θάνατο της πληθωρικής πρωταγωνίστριας της Ελληνική Επιθεώρησης, Σπεράντζα Βρανά, (29 Σεπτεμβρίου 2009) δεν έχουν καθόλου αλλοιώσει την γοητεία που ασκούσε και ασκεί στο κοινό. Σε άνδρες και γυναίκες, όπως και η ίδια έχει γράψει στο βιβλίο της «Τολμώ».
Της ταίριαξε γάντι ο ρόλος της γυναίκας μάγκισσας που δεν λογάριαζε τις κοινωνικές διαφορές, προκαταλήψεις και ταμπού που επί χρόνια ήταν και κάποια παραμένουν ριζωμένα στην ελληνική κοινωνία.
Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι στις 6 Φεβρουαρίου 1928 από ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν Αθηναίος αστός και η μητέρα της, πλούσια Μεσολογγίτισσα. Οι γονείς της μετακόμισαν στην Αθήνα, ωστόσο λίγο καιρό αργότερα χώρισαν.
Η αγάπη στην μητέρα
Ορφάνεψε νωρίς, πρώτα από πατέρα. Στην Κατοχή έχασε και την μάνα της. Όπως έχει διηγηθεί η ίδια στην τηλεόραση της ΕΡΤ, η μάνα της πέθανε επειδή δεν έτρωγε το λιγοστό φαγητό η ψωμί που εξασφάλιζαν μέσα στην Κατοχή. Το έδινε σε εκείνη. Λέει.
Η διήγηση δείχνει μια ενοχική προσέγγιση, η οποία έχει και συνέχεια. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τον θάνατο της μητέρας της η Ελπίδα Χωματιανού, όπως ήταν το κανονικό της όνομα, συνέχισε να κάνει κάθε χρόνο μνημόσυνο με κόλυβα. Κι έφτασε και μια εποχή που κάποιοι θρησκευόμενοι της είπαν ότι έπρεπε να κάνει κόλλυβα τέσσερις φορές. Κι έκανε τέσσερις φορές το χρόνο κόλλυβα.
Το πρώτο ξύλο στο θέατρο
Το 1942, από τύχη όπως αφηγείται, βγήκε στο θέατρο. Πήγε να φάει σε ένα εστιατόριο και όταν βγήκε άκουσε γέλια από το διπλανό μαγαζί. Ήταν θέατρο οπότε στάθηκε εκεί και παρακολούθησε τα νούμερα των ηθοποιών. Τότε λέει γέλασε, μετά από τόσους μήνες θλίψης που της είχε προκαλέσει ο θάνατος της μάνας της.
Ήταν τόση η αφοσίωση της στην μητέρα της που όταν την ρώτησαν κάποτε αν ήθελε να κάνει παιδιά η ίδια απάντησε: «Δεν γεννήθηκα για μάνα γεννήθηκα για κόρη». Οι συγγενείς της δεν ήθελαν να γίνει θεατρίνα. Αλλά δεν ήταν και ακριβώς εύκολο να της το απαγορεύσουν. Ο θείος της που την φρόντιζε της είπε ότι ήταν φίλος με τον άνθρωπο που την είχε βάλει σε εκείνο το θέατρο εκείνο, δίπλα στο εστιατόριο και ότι θα μεσολαβούσε για να πάει να δουλέψει εκεί.
Πήγε. Αλλά την πρώτη ημέρα που πάτησε το πόδι της, εμφανίστηκε μια ξανθιά γυναίκα και την ξυλοκόπησε φωνάζοντας «Φύγε φύγε, φύγε από εδώ». Οι φωνές ξεσήκωσαν τον κόσμο που έκανε πρόβα και εμφανίστηκε ο φίλος του θείου της. Λύθηκε τότε η παρεξήγηση. Η ξανθιά, ήταν σύντροφος του «Γιώργου» και τον είχε δει να καλοκοιτάζει μια μαθητριούλα. Νόμισε λοιπόν ότι η μικρή Ελπίδα με τα κοτσιδάκια της, ήταν η εν λόγω μαθητριούλα και της επιτέθηκε.
Τα μπουλούκια
Άρχισε τότε, με τα γνωστά «μπουλούκια» μια πορεία μεγάλη που κράτησε πάνω από 60 χρόνια. Η Σπεράντζα Βρανά πέρασε από όλα τα είδη ρόλων, ενώ είχε μεγάλες επιτυχίες και στον κινηματογράφο, με κορυφαία στιγμή τον ρόλο της ως γυναίκας ελευθέρων ηθών στην «Κάλπικη λίρα».
Την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση σε θέατρο την κάνει το 1948 στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Αθήνας στην επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, «Άνθρωποι, Άνθρωποι». Μάλιστα, τότε πρωτοτραγούδησε και το «Τραμ το τελευταίο», ένα τραγούδι που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της.
Με την ανεπανάληπτη ζωντάνια της ερμηνεύει τα γνωστότερα επιθεωρησιακά τραγούδια της εποχής («Μάμπο μπραζιλέρο», «Δώσε», «Η Βαλίτσα») και συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής. Η επιτυχία της είναι τέτοια που οι εφημερίδες γράφουν μετά την πρεμιέρα ότι η Σπεράντζα είναι η καινούρια Ζαχά Μπριλάντη, μεγάλο αστέρι της εποχής.
Η έντονη ζωή
Όπως η ίδια έχει δηλώσει σε συνέντευξή της στον Θοδωρή Αντωνόπουλο ευτύχησε να ζήσει μια ζωή έντονη, πλούσια, γεμάτη έρωτα. « Δεν είναι «του Μπάκινγχαμ», όπως σαρκάζει. Έμαθε όμως από μικρή να στέκεται όρθια. Να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Και να ρουφά τη ζωή ως το μεδούλι», έγραψε για την Σπεράντζα Βρανά ο Θοδωρής Αντωνόπουλος στο LIFO. ( Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό “Υποβρύχιο” τον Μάιο του 2006.)
«Ευτυχής όποιος γεύεται την κάθε επιθυμία του», είχε πει τότε η Βρανά. Και προφανώς το εννοούσε. Εκανε δύο γάμους. Πριν κλείσει τα 20 της, παντρεύτηκε έναν Έλληνα από την Αίγυπτο, αλλά χώρισε μετά από 24 ημέρες. Η οικογενειακή ζωή δεν της ταίριαζε. Επέστρεψε τότε στην Ελλάδα. Το 1966 παντρεύτηκε τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα με τον οποίον έμεινε ως το τέλος της ζωής της.
Το ξύλο που έφαγε όταν πήγε για πρώτη φορά να πιάσει δουλειά στο θέατρο δεν ήταν το μοναδικό. Τις είχε φάει και από την Σοφία Βέμπω, στην Κωνσταντινούπολη, επειδή η τραγουδίστρια της νίκης θεώρησε ότι η μικρή περιτριγύριζε τότε τον σύντορφό της Μίμη Τραϊφόρο. Αργότερα της ζήτησε συγγνώμη και η Σπεράντζα μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια για την Σοφία Βέμπω.
Η έντονη θηλυκότητα της
Η εκρηκτική για την εποχή της σεξουαλικότητα έκανε την Σπεράντζα Βρανά αντικείμενο του πόθου δεκάδων ανδρών. Αλλά και γυναικών όπως έχει γράψει στα βιβλία της. Ο μεγάλος έρωτας όμως φαίνεται ότι ήταν με τον Κώστα Βουτσά. Το 1959, η πληθωρική Σπεράντζα Βρανά γνώρισε τον Κώστα Βουτσά στα παρασκήνια του θεάτρου «Ακροπόλ». Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε θυελλώδη σχέση γεμάτη ζήλιες, απιστίες, καβγάδες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις.
Ήταν ένας έρωτας που έφτασε ως τα σκαλιά της εκκλησίας, αλλά δεν τα ανέβηκε. Ήταν δύο νέοι και ωραίοι άνθρωποι που προκαλούσαν έντονα συναισθήματα. Οι πειρασμοί γύρω τους ήταν άπειροι.
Η Σπεράντζα Βρανά, παρά την γεμάτη πάθη ζωή της έχει δηλώσει ότι ήταν πάντα πιστή. Αλλά έχει παραδεχτεί ότι με τον Βουτσά έκανε εξαίρεση, όποτε όμως έκανε κι εκείνος. Οι καυγάδες μεταξύ τους ήταν άπειροι, αλλά πάντα είχαν τον τρόπο να τα ξεπερνούν. Όλα εκτός από ένα.
Είχε παραγγείλει το νυφικό και είχε πάρει γαμήλιο δώρο, όταν ο Κώστας Βουτσάς της ζήτησε να σταματήσει το θέατρο μετά τον γάμο, να μείνει σπίτι και να φροντίζει την οικογένεια που θα έκαναν. Η Σπεράντζα Βρανά δεν το δέχτηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου