Εκατομμύρια κόσμου την αγάπησαν για τη συγκλονιστική της ερμηνεία στο τραγούδι «Nothing Compares 2U» και εξίσου πολλοί τη μίσησαν ή τη λοιδόρησαν για άσχετους με τη μουσική λόγους. Για τη Σινέντ Ο’ Κόνορ, την Ιρλανδή τραγουδίστρια που έφυγε από τη ζωή στα 56 της χρόνια, η μουσική ήταν πρωτίστως η θεραπεία που χρειαζόταν για να ξεφύγει από μια ταραγμένη παιδική ηλικία.
Ο επαναστατικός της χαρακτήρας διαμορφώθηκε κυρίως από την κακοποίηση που υπέστη ως παιδί και τις εμπειρίες της από όσα έζησε σε αναμορφωτήριο του Δουβλίνου.
Η μουσική ήταν αυτή που την έσωσε, σημειώνει το BBC, απελευθερώνοντας ένα δημιουργικό ταλέντο που την έκανε παγκόσμια σταρ – αλλά και επαναστάτρια πάντα πρόθυμη να είναι αμφιλεγόμενη και να μην παίξει ποτέ το παιχνίδι της ποπ, όπου η εικόνα είναι πάνω απ’ όλα.
Με τα λεπτά χαρακτηριστικά της που θύμιζαν ξωτικό, και το ξυρισμένο κεφάλι της, υπήρξε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες της ποπ μουσικής.
Η επανάσταση και το αναμορφωτήριο
Η Σινέντ Μαρί Μπερναντέτ Ο’ Κόνορ, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1966 στο εύπορο προάστιο Glenageary του Δουβλίνου.
Ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά του Σον Ο’ Κόνορ και της συζύγου του Μαρί. Το ζευγάρι είχε παντρευτεί σε νεαρή ηλικία και η σχέση τους, συχνά θυελλώδης, έληξε όταν η Ο' Κόνορ ήταν οκτώ ετών.
Ο αδελφός της, Τζόζεφ, περιέγραψε κάποτε τη μητέρα τους ως βαθιά δυστυχισμένη και διαταραγμένη, και επιρρεπή στη σωματική και συναισθηματική κακοποίηση των παιδιών της.
Η Ο' Κόνορ τελικά έφυγε για να πάει να ζήσει με τον πατέρα της, ωστόσο συχνά έκανε κοπάνα από το σχολείο και συνήθιζε τις μικροκλοπές από καταστήματα.
Αποφασίστηκε να τοποθετηθεί στο Κέντρο Εκπαίδευσης An Grianan του Δουβλίνου, το οποίο κάποτε ήταν ένα από τα διαβόητα «πλυντήρια της Μαγδαληνής», εκκλησιαστικά ιδρύματα – φυλακές για νεαρά κορίτσια που θεωρούνταν άσωτα. Αξίζει να διαβάσετε για αυτά στο υποψήφιο για βραβείο Booker 2022 μυθιστόρημα της Κλερ Κίγκαν, «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (εκδ. Μεταίχμιο).
Εκεί, μια καλόγρια ανακάλυψε ότι ο μόνος τρόπος να κρατήσει υπό έλεγχο αυτή την επαναστάτρια έφηβη ήταν να της δώσει μια κιθάρα και να της κανονίσει μαθήματα μουσικής. Αυτό θα ήταν η σωτηρία της.
Μια εθελόντρια στο ίδρυμα είχε έναν αδελφό που έπαιζε στο ιρλανδικό συγκρότημα In Tua Nua. Ηχογράφησε ένα τραγούδι μαζί τους, αλλά θεώρησαν ότι ήταν πολύ μικρή για να γίνει πλήρες μέλος τους.
Η είσοδος στη μουσική βιομηχανία
Στα 16 της ο πατέρας της τη μετέφερε σε ένα οικοτροφείο στο Γουότερφορντ, όπου ένας δάσκαλος αναγνώρισε το ταλέντο της και τη βοήθησε να δημιουργήσει μια demo κασέτα με δύο δικές της συνθέσεις.
Συνάντησε τον παραγωγό και συνθέτη Κολμ Φαρέλι και μαζί ήρθαν σε επαφή με άλλους μουσικούς για να σχηματίσουν το συγκρότημα Ton Ton Macoute. Έκαναν αμέσως αίσθηση και, όταν μετακόμισαν στο Δουβλίνο, η Ο’ Κόνορ παράτησε το σχολείο για να πάει μαζί τους.
Κατέληξε στο Λονδίνο, όπου βρήκε έναν έμπειρο μάνατζερ στο πρόσωπο του Fachtna Ó Ceallaigh, ο οποίος είχε προηγουμένως συνεργαστεί με τους U2 στο δισκογραφικό label τους Mother Records. Εκτός από το να την καθοδηγεί μουσικά, ο Ó Ceallaigh συνδέθηκε μαζί της και ερωτικά, ενώ επηρέασε τις πολιτικές τις απόψεις.
Η Σινέντ απέρριπτε σθεναρά τις προσπάθειες της δισκογραφικής της εταιρείας να αλλάξει την πανκ εμφάνισή της και να την κάνει πιο «κοριτσίστικη».
«Αυτό που περιέγραφαν», δήλωσε αργότερα η Ο’ Κόνορ στην Daily Telegraph, «ήταν στην πραγματικότητα οι ερωμένες τους. Τους το επισήμανα αυτό, και δεν το πήραν πολύ καλά».
Ήρθε σε ρήξη και με τον παραγωγό που είχε επιστρατευτεί για την ηχογράφηση του πρώτου της άλμπουμ. Μετά από πολλές συζητήσεις, η δισκογραφική εταιρεία τής επέτρεψε να κάνει η ίδια την παραγωγή. Εκείνη την εποχή ήταν επτά μηνών έγκυος από τον ντράμερ που είχε για τις ηχογραφήσεις της, τον Τζον Ρέινολντς. Παντρεύτηκαν δύο χρόνια μετά τη γέννηση του γιου τους, Τζέικ.
Δάκρυα σε κοντινό πλάνο
Το άλμπουμ «The Lion and the Cobra», που κυκλοφόρησε το 1987, σημείωσε τεράστια επιτυχία. Περιείχε αυτό που θα γινόταν ο τυπικός ήχος της Ο’ Κόνορ, με επικαλυπτόμενες αρμονίες και ατμοσφαιρικό background πίσω από τη χαρακτηριστική φωνή της, και κέρδισε μια υποψηφιότητα για βραβείο Γκράμι.
Ένα από τα singles του δίσκου, το «Mandinka», τα πήγε καλά στις ΗΠΑ και ήταν το τραγούδι που η Σινέντ επέλεξε να τραγουδήσει στην εκπομπή «Late Night with David Letterman», την πρώτη της εμφάνιση στην prime time ζώνη της αμερικανικής τηλεόρασης.
Ακόμη καλύτερα τα πήγε με το επόμενο άλμπουμ της, το βραβευμένο με Γκράμι «I Do Not Want What I Haven't Got», το οποίο περιείχε το πιο επιτυχημένο της single, μια διασκευή του τραγουδιού «Nothing Compares 2 U» του Πρινς.
Αυτό που το βοήθησε να φτάσει στην κορυφή των charts στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τις ΗΠΑ ήταν ένα εντυπωσιακό βίντεο κλιπ. Αν και ο σκηνοθέτης Τζον Μέιμπουρι είχε γυρίσει υλικό αρκετών ωρών με τη Σινέντ να περπατάει μαυροντυμένη στο Παρίσι, κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα από αυτό και προτίμησε να αφήσει ένα μόνιμο κοντινό πλάνο στο πρόσωπό της, καθώς τραγουδούσε.
Τα δάκρυά της στο βίντεο κλιπ είναι αληθινά, και αργότερα δήλωσε ότι δυσκολευόταν να τραγουδήσει το κομμάτι επειδή της θύμιζε την απώλεια της μητέρας της, η οποία είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1985.
Το σκάνδαλο με τον Πάπα
Αλλά η επιτυχία της δεν σήμαινε καθολική αποδοχή και η ίδια δεν επιχείρησε καθόλου να διευκολύνει τις καταστάσεις. Αρνήθηκε να εμφανιστεί σε συναυλιακό χώρο στο Νιου Τζέρσεϊ, αν δεν εγκατέλειπε τη συνήθη πρακτική του να παίζει τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ πριν από την εμφάνισή της. Οι υπεύθυνοι του χώρου συμφώνησαν απρόθυμα, αλλά αυτό οδήγησε σε μποϊκοτάζ των τραγουδιών της από αρκετούς ραδιοφωνικούς σταθμούς στις ΗΠΑ.
Ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του «I'm Not Your Girl», μιας συλλογής με διασκευές τζαζ τραγουδιών, η Ο' Κόνορ εμφανίστηκε στην εκπομπή «Saturday Night Live» του NBC ερμηνεύοντας μια δική της εκδοχή του τραγουδιού «War» του Μπομπ Μάρλεϊ, όπου άλλαξε κάποιους από τους στίχους μετατρέποντάς το σε διαμαρτυρία κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στην Καθολική Εκκλησία.
Έντρομοι οι παραγωγοί, την παρακολουθούσαν σε ζωντανή μετάδοση να εμφανίζει μπροστά στην κάμερα μια φωτογραφία του Πάπα Ιωάννη Παύλου B’ και να την σκίζει, λέγοντας στον κόσμο «Πολεμήστε τον πραγματικό εχθρό». Το δίκτυο έλαβε περισσότερα από 4.000 παράπονα από τους τηλεθεατές και πολλοί κατέστρεψαν αντίτυπα των δίσκων της.
Στην επόμενη ζωντανή εμφάνισή της γιουχαΐστηκε τόσο πολύ, που δεν κατάφερε να τραγουδήσει. Στα τέλη του 1992 επέστρεψε για να ζήσει στο Δουβλίνο.
Το τέταρτο άλμπουμ της, «Universal Mother», που περιλάμβανε και μια διασκευή του «All Apologies» των Nirvana λίγους μήνες μετά την αυτοκτονία του Κερτ Κομπέιν, δεν κατάφερε να πλησιάσει την επιτυχία των προηγούμενων. Έμελλε να είναι το τελευταίο της στούντιο άλμπουμ για έξι χρόνια.
Μία απόπειρα αυτοκτονίας και μία χειροτονία
Έχοντας χωρίσει από τον σύζυγό της Τζον Ρέινολντς, βρέθηκε εγκλωβισμένη σε μια μακρά διαμάχη για την επιμέλεια του δεύτερου παιδιού της, της Ρόιζιν, που απέκτησε με τον δημοσιογράφο Τζον Γουότερς. Το παιδί τελικά έμεινε με τον πατέρα του, και το άγχος την οδήγησε σε απόπειρα αυτοκτονίας το 1999.
Σε μια από τις πιο περίεργες αποφάσεις της ζωής της, χειροτονήθηκε ιερέας στη Λατινική Τριδεντική Εκκλησία, μια ανεξάρτητη καθολική οργάνωση, που δεν βρίσκεται σε κοινωνία με το Βατικανό. Παρά την περιφρόνησή της για τον κλήρο, η Ο'Κόνορ υποστήριζε πάντα ότι ήταν μια ασκούμενη χριστιανή και ευσεβής καθολική.
Επέστρεψε στο στούντιο το 2000 για να ηχογραφήσει το άλμπουμ «Faith and Courage». Γραμμένο σε μεγάλο βαθμό από την ίδια, δεν κατάφερε να μπει στο Top 20 των charts καμίας χώρας, πλην της Αυστραλίας.
Την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε τον δημοσιογράφο Νικ Σάμερλαντ, με τον οποιό χώρισαν μετά από 11 μήνες. Απέκτησε ένα τρίτο παιδί, τον Σέιν, με τον μουσικό Ντόναλ Λάνι.
Το άλμπουμ «Sean-Nos Nua» του 2002 περιείχε διασκευές παραδοσιακών ιρλανδικών τραγουδιών. Ο επόμενος δίσκος, το 2003, ήταν μια συλλογή με ακυκλοφόρητα τραγούδια και demo, και στη συνέχεια η Ο’ Κόνορ ανακοίνωσε την απόσυρσή της από τη μουσική βιομηχανία.
Αντιμετώπιζε προβλήματα τόσο ψυχικής όσο και σωματικής υγείας. Διαγνώστηκε με διπολική διαταραχή, ενώ υπέφερε επίσης από επώδυνη ινομυαλγία.
Έζησε για ένα διάστημα στην Τζαμάικα, η οποία την ενέπνευσε να ανακαλέσει την απόσυρσή της και να κυκλοφορήσει το έβδομο στούντιο άλμπουμ της, «Throw Down Your Arms» (2005). Μια δουλειά με επιρροές από τη ρέγκε, που απέσπασε θετικές κριτικές.
Το 2006 γέννησε το τέταρτο παιδί της, τον Γιέσουα Φράνσις, πατέρας του οποίου ήταν ο τότε σύντροφός της, Φρανκ Μπονάντιο. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε ένα ακόμη άλμπουμ, το «Theology», που έκανε χαμηλές πτήσεις στα charts.
Ένας τρίτος γάμος το 2010 με τον επί χρόνια φίλο της Στιβ Κούνεϊ άντεξε επίσης λιγότερο από ένα χρόνο.
Η κόντρα με τη Μάιλι Σάιρους
Μουσικά τα πήγε καλύτερα με το επόμενο άλμπουμ της, το «How About I Be Me (and You Be You)» του 2012, που έφτασε στο νούμερο 5 των ιρλανδικών charts και στο νούμερο 33 των βρετανικών.
Το 2013 υπήρξε μια πολύ δημόσια διαμάχη με την δημοφιλή νεαρή τραγουδίστρια Μάιλι Σάιρους. Η Σινέντ δημοσίευσε online μια επιστολή με την οποία επέκρινε τη Σάιρους για τα απροκάλυπτα σεξουαλικά της βίντεο κλιπ όπως το σουξέ της εποχής «Wrecking Ball». Η Σάιρους απάντησε χαρακτηρίζοντας την Ο' Κόνορ «τρελή».
Με την κυκλοφορία του άλμπουμ «I'm Not Bossy, I'm the Boss» το 2014 (στο εξώφυλλο του οποίου εμφανιζόταν με περούκα και κολλητό μαύρο φόρεμα αγκαλιάζοντας μια κιθάρα) η Ο’ Κόνορ απέδειξε ότι μουσικά ήταν κάθε άλλο παρά ξοφλημένη.
Όμως η ψυχική της υγεία εξακολουθούσε να είναι επισφαλής. Τον Νοέμβριο του 2015, αφού ανάρρωσε από μια υστερεκτομή, δημοσίευσε ένα μήνυμα στο Facebook ανακοινώνοντας ότι βρισκόταν σε ένα ιρλανδικό ξενοδοχείο και σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Βρέθηκε σώα και αβλαβής και της παρασχέθηκε ιατρική περίθαλψη.
Η μεγαλύτερη τραγωδία
Το 2018 προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ, άλλαξε το όνομά της σε Shuhada' Sadaqat, αλλά συνέχισε να δίνει συναυλίες ως Σινέντ Ο’ Κόνορ. Το 2021 κυκλοφόρησε τα απομνημονεύματά της με τίτλο «Rememberings» και την επόμενη χρονιά βίωσε τη μεγαλύτερη τραγωδία της ζωής της.
Τον Ιανουάριο του 2022, ο 17χρονος γιος της, Σέιν, αυτοκτόνησε. Στον απόηχο του θανάτου του η Ο’ Κόνορ δημοσίευσε μια σειρά από ανησυχητικά tweets, αναφέροντας ότι σκεφτόταν να αυτοκτονήσει και ενημερώνοντας τους ακόλουθούς της ότι είχε εισαχθεί σε νοσοκομείο.
Το τελευταίο της tweet πριν φύγει από τη ζωή, αφορούσε επίσης τον χαμένο γιο της. Σε αυτό έγραφε ότι από το χαμό του και μετά ένιωθε ζωντανή – νεκρή και χαμένη.
Η Σινέντ Ο’ Κόνορ χρησιμοποιούσε τη μουσική για να παλεύει με τους εσωτερικούς της δαίμονες. Αντιφατική προσωπικότητα από πολλές απόψεις, αρνιόταν πάντα να ακολουθήσει την πεπατημένη, κάτι που της στέρησε την επιτυχία που άξιζε. Όμως δεν απολογήθηκε και δεν μετάνιωσε ποτέ γι’ αυτές τις επιλογές ζωής: «Πάντα έλεγα ότι, αν ζεις με τον διάβολο, ανακαλύπτεις ότι υπάρχει Θεός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου