Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία και ταυτόχρονα εξευτελισμό του συνταγματικού πρωτοκόλλου το να επικαλείται ο πρωθυπουργός ως εθνικό λόγο προσφυγής στις κάλπες, δύο μήνες πριν από τη λήξη της κυβερνητικής θητείας, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας.
Πάλι καλά που δεν επικαλέστηκε την έναρξη της τουριστικής σεζόν, στο όνομα της οποίας, άλλωστε, εκατονάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι «εξορίζονται» στα νησιά και αποκλείονται από το δικαίωμα ψήφου. Αλλά οι εθνικοί στόχοι απαιτούν και θυσίες.
Αν πράγματι για την πλειονότητα της κοινωνίας είναι τόσο σημαντική η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ώστε να ανακηρύσσεται μείζων εθνικός στόχος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης όφειλε να ζητήσει συγγνώμη για την αποτυχία του να τον επιτύχει σε αυτή τη θητεία, όπως είχε υποσχεθεί.
Τόσο προεκλογικά όσο και τον Δεκέμβριο του 2019, στον πρώτο προϋπολογισμό της κυβέρνησής του, είχε διακηρύξει ως στόχο την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το αργότερο το πρώτο εξάμηνο του 2021.
Εκτοτε, ο στόχος μετατέθηκε αρκετές φορές και μετά έγινε… γαργάρα. Βεβαίως, επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, η κυβέρνηση είχε μια ανομολόγητη προσδοκία μήπως η Standard & Poor’s της έκανε, την Παρασκευή, ένα προεκλογικό δώρο με μια αναβάθμιση - έκπληξη.
Η προσδοκία εκπληρώθηκε μερικώς μόνο, αφού η S&P πρόσφερε μόνο ένα κλείσιμο ματιού, δίνοντας θετική προοπτική, ήτοι υπόσχεση αναβάθμισης σε επόμενη αξιολόγηση. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η περίφημη επενδυτική βαθμίδα, δηλαδή η βαθμολόγηση του ελληνικού χρέους με την άριστη βαθμολογία που είχε προ μνημονίων, ώστε οι αγορές να δανείζουν την Ελλάδα με χαμηλότερα επιτόκια, θα έχει κάποια προεκλογική χρησιμότητα για τη «Μητσοτάκης Α.Ε.».
Οφείλουμε, όμως, να θυμίσουμε μερικά βασικά πράγματα για το ελληνικό χρέος, τους οίκους-λύκους αξιολόγησης, το κόστος δανεισμού της χώρας και τη σχεδόν 15χρονη περιπέτεια της ελληνικής χρεοκοπίας, ώστε να μην πιστεύει η κυβέρνηση ότι μπορεί αδάπανα να εξαπατήσει τους ιθαγενείς ψηφοφόρους με χάντρες και καθρεφτάκια περί επενδυτικής αναβάθμισης.
- Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης –κυρίως οι S&P, Moody”s και Fitch– διατηρούσαν το ελληνικό χρέος στην επενδυτική βαθμίδα, δηλαδή στο «ΑΑΑ», έστω και με ελαφρές διαφοροποιήσεις προς τα κάτω μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2009, δηλαδή τις παραμονές της χρεοκοπίας της χώρας. Υποβάθμισαν τα ελληνικά ομόλογα στην κατηγορία των «σκουπιδιών» (CCC) μετά το πρώτο μνημόνιο. Η ευστοχία της αξιολόγησής τους και ουσιαστικά το πολιτικό παιχνίδι που έπαιζαν, ήταν ανάλογα της άριστης αξιολόγησης που έδιναν στα παράγωγα των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ και στη Lehman Brothers, εβδομάδες πριν από την κατάρρευσή της και το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
- Από τη στιγμή που η Ελλάδα αποκλείστηκε από τις αγορές δανεισμού και το ελληνικό χρέος, μετά και το κούρεμά του (PSI του 2012), πέρασε σε ποσοστό άνω του 80% στους επίσημους δανειστές (Ε.Ε., ΕΚΤ, ESM, ΔΝΤ), οι αξιολογήσεις των οίκων είχαν συμβολικό κυρίως χαρακτήρα για τις δοκιμαστικές εξόδους στις αγορές που άρχισαν από το 2014 και μετά, με αρκετές ψυχρολουσίες για τις κυβερνήσεις που αναζητούσαν εναγωνίως ένα success story.
- Το ελληνικό χρέος παραμένει σε ποσοστό 76% στα χέρια του ESM και, μετά τη ρύθμιση του (επιμήκυνση και μείωση επιτοκίου) 2018 από το Eurogroup, οι δανειακές ανάγκες μέχρι το 2030 είναι σχετικά χαμηλές και το κόστος εξόφλησης των τοκοχρεολυσίων ελεγχόμενο. Τα δύσκολα κλιμακώνονται από το 2026 και μετά.
- Από το 2015 έως το 2019, έγιναν 16 αξιολογήσεις του ελληνικού χρέους, με τις οποίες αναβαθμίστηκε από τα «σκουπίδια» (CCC) στην κατηγορία «Β» (με διαβαθμίσεις από οίκο σε οίκο, αφού καθένας έχει δικό του βαθμολόγιο). Στη διάρκεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, έγιναν 14 αξιολογήσεις, με οριακές αναβαθμίσεις, αλλά εντός της κατηγορίας «Β». Προφανώς, έπαιξε ρόλο η πανδημία και η βουτιά ύφεσης του 2020, αλλά το γεγονός ότι την τελευταία τετραετία το χρέος αυξήθηκε κατά 40 δισ. ευρώ επέβαλε στους οίκους να κρατήσουν τα προσχήματα και να «παγώσουν» κάθε πρόθεση αναβάθμισης.
- Η Ελλάδα παραμένει η δεύτερη πιο υπερχρεωμένη χώρα στον κόσμο ως ποσοστό ΑΕΠ (177%), με χρέος πάνω από 400 δισ. ευρώ, αυξημένο σε πραγματικούς όρους πάνω από 10% στη διάρκεια της τετραετίας Μητσοτάκη. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση και οι δανειστές κάτοχοι του χρέους σχεδόν πανηγυρίζουν τη λογιστική μείωσή του από το ρεκόρ του 206% του ΑΕΠ το 2020 στο 171% του ΑΕΠ πέρυσι. Πρόκειται για καθαρά αριθμητικό τρικ, που οφείλεται στο γεγονός ότι, μετά την τεράστια ύφεση του 2020, το ΑΕΠ πέρασε σε θετικό έδαφος το 2021 και το 2022, φουσκωμένο επίσης και από τον πληθωρισμό - ρεκόρ. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που οι οίκοι αξιολόγησης είναι επιφυλακτικοί να ανταμείψουν με επενδυτική βαθμίδα τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί οικονομικού πρωταθλητισμού της Ελλάδας.
- Ο ισχυρισμός ότι η επενδυτική βαθμίδα σημαίνει αυτόματα και φθηνότερο δανεισμό είναι καθαρή απάτη. Αυτή τη στιγμή, το αντιπληθωριστικό μένος των κεντρικών τραπεζών έχει οδηγήσει –και θα διατηρήσει για καιρό– τα βασικά επιτόκια δανεισμού πάνω από το 3,5%, παρασύροντας και το κόστος δανεισμού των κρατών. Ακόμη και χώρες με άριστη πιστοληπτική αξιολόγηση, όπως η Γερμανία, δανείζονται με επιτόκια σχεδόν 3%. Η Ελλάδα δανείστηκε ακόμη και με μηδενικό επιτόκιο πριν από τις τελευταίες αναβαθμίσεις της, ενώ τώρα, «μια ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα», όπως λέει η κυβέρνηση, δανείζεται ακριβά, με επιτόκιο 4,3% - 4,5%.
- Με το περίφημο «μαξιλάρι» των 38 δισ. –που φυσικά χτίστηκε με δημοσιονομική λιτότητα και χρήματα των φορολογουμένων– και το οποίο διατήρησε ως κόρη οφθαλμού και αυτή η κυβέρνηση, οι ανάγκες δανεισμού του Δημοσίου ήταν περιορισμένες –για φέτος μόλις 7 δισ. ευρώ. Αλλά εάν είναι τόσο ζωτική η επενδυτική βαθμίδα για να πέσει το κόστος δανεισμού του κράτους, όπως λέει η κυβέρνηση, γιατί βιάστηκε να καλύψει σχεδόν το σύνολο του δανειακού προγράμματος μέσα στο πρώτο τετράμηνο τους έτους με τα τσουχτερά επιτόκια 4,3%, και δεν περίμενε να σχηματίσει το «σταθερό σχήμα» που θα φέρει τάχα την επενδυτική βαθμίδα και τον φθηνότερο δανεισμό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου