Κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη λαμάνουν θέση οι ΗΠΑ με την ετήσια Έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ η οποία δημοσιεύεται για να περιγράψει την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο, σε 198 χώρες, για το έτος 2022 και την οποία παρουσίασε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάθε έτος υποβάλλει την έκθεση η οποία αναφέρεται σε όλες τις χώρες που λαμβάνουν βοήθεια και σε όλα τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών στο Κογκρέσο, σύμφωνα με τον Νόμο περί Εξωτερικής Βοήθειας του 1961 και τον Νόμο περί Εμπορίου του 1974.
Μέχρι τώρα δεν είχε υπάρξει στις προηγούμενες αμερικανικές εκθέσεις ούτε ένα «μελανό σημείου» που σημαίνει ότι στις ΗΠΑ στέκονται «απέναντι» και ασκούν κριτική που σημαίνει ότι αλλάζουν κάποια πράγματα.
Θα πει κάποιος, οι ΗΠΑ τώρα τα βλέπουν; Όχι, αλλά τώρα επιβάλλεται για την πολιτική τους να τα δουν.
Ουσιαστικά οι ΗΠΑ ζεσταίνουν μία οικουμενική ή πολυκομματική κυβέρνηση για μετά τις εκλογές (πιθανότατα διπλές εκλογές).
Η έκθεση αναφέρεται εκτενώς στο σκάνδαλο της λίστας Πέτσα και στον αδιαφανή τρόπο κρατικών επιδοτήσεων στα ΜΜΕ.
Όπως γράφει, το Govwatch, η διερευνητική αποστολή του MFRR στην Ελλάδα και το Media Pluralism Monitor, κατήγγειλαν όλοι την έλλειψη διαφάνειας στη διανομή των κρατικών επιδοτήσεων στα μέσα ενημέρωσης κατά την περίοδο της εκστρατείας ενημέρωσης για τον COVID-19 (λίστα Πέτσα).
«Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι έδωσε επιδοτήσεις με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως ποσοτικά για την προβολή κοινού, την κυκλοφορία κ.ά, καθώς και ποιοτικά κριτήρια όπως η ασφάλεια της επωνυμίας. Η απουσία δημοσίως διαθέσιμων κριτηρίων ανάθεσης ώθησε μια ΜΚΟ, ωστόσο, να υποβάλει αίτημα απαιτώντας την αποκάλυψη των κριτηρίων. Το δικαστήριο απέρριψε αυτό το αίτημα με την αιτιολογία ότι ο αναφέρων δεν είχε το νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό αμαυρώνεται ακόμα περισσότερο, καθώς η έκθεση κατακεραυνώνει την κυβέρνηση για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Όπως επισημαίνεται, το Σύνταγμα και οι νόμοι της Ελλάδας απαγορεύουν τέτοιες ενέργειες, ωστόσο, η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε αυτές τις απαγορεύσεις.
Μάλιστα, στο κείμενο επισημαίνεται ως παράδειγμα ένας νόμος του 2021, ο οποίος προβλέπει μία μοναδική εξαίρεση από το δικαίωμα των πολιτών να ενημερώνονται όταν η κυβέρνηση παραβιάζει τις επικοινωνίες τους, τον λόγο «εθνικής ασφάλειας».
Στην έκθεση παρατίθενται αναφορές των ΜΜΕ για τη χρήση -από πλευράς κυβέρνησης- παράνομου λογισμικού για να παρακολουθεί τις επικοινωνίες ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων και δημοσιογράφων.
Στη συνέχεια υπενθυμίζει δύο περιπτώσεις παρέμβασης στο απόρρητο και την αλληλογραφία, οι οποίες προσέλκυσαν την προσοχή των τοπικών και διεθνών μέσων ενημέρωσης:
«Στις 11 Απριλίου, τα ΜΜΕ ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση είχε χρησιμοποιήσει το λογισμικό υποκλοπής Predator από τις 21 Ιουλίου έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2021, για να παρακολουθεί τον ερευνητή δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη.
Ο Κουκάκης υπέβαλε καταγγελία στην Ελληνική Αρχή για την Ασφάλεια και το Απόρρητο των Επικοινωνιών τον Αύγουστο του 2020 ισχυριζόμενος ότι το κινητό του ήταν υπό παρακολούθηση. Ωστόσο, η αρχή διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία παρακολούθησης.
Στις 28 Μαρτίου, μια αναφορά από το Εργαστήριο Πολιτών του Πανεπιστημίου του Τορόντο επιβεβαίωσε τις υποψίες του Κουκάκη. Ο Κουκάκης κατέθεσε μήνυση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 28 Ιουλίου.
Επίσης, στις 26 Ιουλίου, ο Νίκος Ανδρουλάκης, επικεφαλής του κεντροαριστερού κόμματος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, κατέθεσε μήνυση στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι είχε βρει το spyware Predator στο κινητό του τηλέφωνο.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα των ΜΜΕ, η καταγγελία του προκάλεσε συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών στη Βουλή, κατά την οποία ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών παραδέχθηκε ότι ο Κουκάκης και ο Ανδρουλάκης είχαν παρακολουθηθεί.
Αρνήθηκε τη χρήση λογισμικού Predator και ισχυρίστηκε ότι η παρακολούθηση είχε διεξαχθεί νόμιμα με την κατάλληλη δικαστική εξουσιοδότηση. Η κυβέρνηση αρνήθηκε δημόσια ότι αγόρασε ή χρησιμοποιούσε το λογισμικό παρακολούθησης Predator.
Στις 5 Αυγούστου ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε δεκτές τις παραιτήσεις του επικεφαλής του επιτελείου του Γρηγόρη Δημητριάδη και του αρχηγού της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Στις 19 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που απαιτεί οποιαδήποτε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών από την κυβέρνηση να προεγκρίνεται τόσο από εισαγγελέα όσο και από εισαγγελέα εφετών.
Στις 9 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών για χρήση, πώληση ή διανομή spyware».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου