Στη δημοσιότητα έδωσε την Τετάρτη το απόγευμα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) τη Στρατηγική Αποεπένδυσης που ενέκρινε τον περασμένο μήνα το υπουργείο Οικονομικών.
Σε αυτήν περιλαμβάνεται το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί για την υλοποίηση της αποεπένδυσης από συμμετοχές του που έχουν τη μορφή μετοχών ή άλλων τραπεζικών τίτλων το αργότερο έως και το 2025, όπως ορίζει το ισχύον νομικό πλαίσιο.
Συγκεκριμένα, καθορίζει τις βασικές αρχές, τους τρόπους λειτουργίας και τις εναλλακτικές μεθόδους συναλλαγών που θα ακολουθήσει σε σχέση με την πώληση μετοχών που κατέχει στις συστημικές τράπεζες.
Ο λόγος γίνεται για το 40% της Εθνικής Τράπεζας, το 27% της Τράπεζας Πειραιώς, το 9% της Alpha Bank και το 1,3% της Eurobank.
Διαγωνιστική διαδικασία
Σύμφωνα με το ΤΧΣ, η Στρατηγική Αποεπένδυσης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που ορίζονται στον νόμο, προωθεί τον ανταγωνισμό και τη διαφάνεια, και λαμβάνει υπόψη τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές που αφορούν τόσο την διάθεση στην ελεύθερη αγορά (Συναλλαγή μέσω Κεφαλαιαγοράς) όσο και την πώληση σε συγκεκριμένο επενδυτή/ομάδα επενδυτών (Ιδιωτική Συναλλαγή).
Η διοίκηση του Ταμείου θεωρεί ότι η αποεπένδυση θα προσφέρει ευρύτερα οφέλη στην ελληνική οικονομία, ενισχύοντας περαιτέρω τη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, συμβάλλοντας στην δημιουργία περισσότερων ευκαιριών για ξένες άμεσες επενδύσεις στον εγχώριο τραπεζικό τομέα και καταδεικνύοντας στην πράξη την πρόοδο προς την επιστροφή των πιστωτικών ιδρυμάτων σε καθεστώς πλήρους ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Στο πλαίσιο της προτεραιότητας που δίνει το ΤΧΣ σε αυτή τη διαδικασία, θα εντοπίσει τις ευκαιρίες για την έναρξη και υλοποίηση καλά σχεδιασμένων συναλλαγών με τον πλέον συμφέροντα τρόπο, πάντα σε συμμόρφωση με το ισχύον νομικό και κανονιστικό πλαίσιο.
Θα αναλάβει πρωτοβουλίες και παράλληλα θα εξετάσει τυχόν προσεγγίσεις από επενδυτές και προτάσεις που ενδέχεται να υποβάλλουν οι τράπεζες.
Πριν αποφασίσει να προχωρήσει σε πώληση μετοχών, το Ταμείο θα λάβει υπόψιν τις υποχρεώσεις του για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς και την εξασφάλιση εύλογης αξίας των συμμετοχών του.
Επίσης, κατά την υλοποίηση των συναλλαγών, το Ταμείο θα ακολουθήσει μια διαφανή και διαγωνιστική διαδικασία, διατηρώντας παράλληλα την αρμόζουσα εμπιστευτικότητα για την κάθε συναλλαγή.
Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΧΣ, Ανδρέας Βερύκιος, δήλωσε ότι «η αποεπένδυση αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική και πολύπλοκη διαδικασία η οποία θα υλοποιηθεί με πλήρη σεβασμό στις αρχές της διαφάνειας και αποτελεσματικότητας προς όφελος της Ελληνικής οικονομίας.
Κατά τον ίδιο, «το Ταμείο θα κληθεί να πάρει αποφάσεις ζυγίζοντας την ταχύτητα με την οικονομική αποδοτικότητα σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας. Το γεγονός ότι τα εμπλεκόμενα μέρη συμφώνησαν στην στρατηγική αποεπένδυσης, εγγυάται ότι το εγχείρημα θα υλοποιηθεί με αξιοπιστία και απαρέγκλιτη προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον.»
Από την πλευρά του, ο Διευθύνων Σύμβουλος του ΤΧΣ Ηλίας Ε. Ξηρουχάκης υπογράμμισε ότι «η δημοσιοποίηση της στρατηγικής αποεπένδυσης του ΤΧΣ, συνιστά ορόσημο σε μία μακρά πορεία μεγάλων προκλήσεων στις οποίες το Ταμείο έχει, διαχρονικά, ανταπεξέλθει επιτυχώς. Είμαστε ιδιαίτερα περήφανοι και αισιόδοξοι καθώς παρά τις δυσκολίες της τρέχουσας συγκυρίας, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες βελτίωσαν θεαματικά τις επιδόσεις τους και κρίνονται έτοιμες να κινηθούν δυναμικά τα επόμενα χρόνια προς όφελος των μετόχων τους, του δημοσίου συμφέροντος, της περαιτέρω ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας και φυσικά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.»
Οι βασικές αρχές των πωλήσεων
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αποεπένδυσης, το Ταμείο θα τηρεί ορισμένες Βασικές Αρχές:
1. Σαφήνεια σκοπού: στο πλαίσιο σαφούς και συνοπτικής στρατηγικής που καθορίζει τις γενικές παραμέτρους για μεμονωμένες συναλλαγές.
2. Διαφάνεια σχετικά με τη στρατηγική αποεπένδυσης μέσω της κοινοποίησης σαφών στρατηγικών στόχων
3. Εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών οι οποίες είναι πλήρως συμβατές με το ισχύον νομικό και κανονιστικό πλαίσιο.
4. Διαφανής και διαγωνιστική διαδικασία η οποία προβλέπει σε όλους τους τύπους συναλλαγών ότι οι «καλή τη πίστει» επενδυτές θα αντιμετωπιστούν με διαφανή και αμερόληπτο τρόπο.
Ξεκαθαρίζεται ότι το Ταμείο δεν θα ακολουθήσει μεθόδους διάθεσης που βασίζονται σε διμερή διαπραγμάτευση οι οποίες δεν θα περιλαμβάνουν και διαγωνιστική διαδικασία, η χρονική στιγμή της οποίας θα ανακοινώνεται κατά την έναρξη της κάθε συναλλαγής υπό το πρίσμα των σχετικών παραγόντων.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποεπένδυσης, το Ταμείο θα επιδιώξει να ενισχύσει την αξία του χαρτοφυλακίου του. Στο πλαίσιο αυτό, ο σχεδιασμός, η δομή, η διαδικασία και η υλοποίηση των επί μέρους συναλλαγών θα είναι προσαρμοσμένα στις συνθήκες της αγοράς και στις επιδόσεις των Τραπεζών.
Το ΤΧΣ δεν θα δεσμευτεί σε συγκεκριμένο χρονισμό ή αλληλουχία συναλλαγών εντός του συνολικού πλαισίου αποεπένδυσης, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η αξία των μετοχών.
Επιπλέον, δεν θεωρεί ότι οι μεμονωμένες συναλλαγές αποτελούν σημείο αναφοράς για τις επόμενες που θα σχεδιαστούν και θα εκτελεστούν υπό τις τότε επικρατούσες συνθήκες.
Ειδικότερα, αν και η τιμή (ή και οι άλλοι όροι) που ορίζεται σε οποιαδήποτε μεμονωμένη συναλλαγή αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς, δεν συνεπάγεται ότι οι επόμενες συναλλαγές για την ίδια κατηγορία μετοχών θα πρέπει να πραγματοποιούνται στην ίδια ή υψηλότερη τιμή (ή στους ίδιους ή καλύτερους όρους), εφόσον παραμένουν συνεπείς με τη Στρατηγική Αποεπένδυσης.
Δραστηριότητες που σχετίζονται με την αποεπένδυση
Όσον αφορά την πορεία προς την αποεπένδυση, οι λειτουργίες και οι δραστηριότητες του ΤΧΣ θα λάβουν τρεις μορφές: Επιμέλεια (Stewardship), Προετοιμασία (Preparation) και Υλοποίηση (Execution).
Οι τρεις αυτές μορφές δραστηριότητας έχουν μεν μια φυσική αλληλουχία, αλλά επικαλύπτονται στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε μεμονωμένης συναλλαγής (π.χ. σε περίπτωση τμηματικής διάθεσης) .
Αναλυτικότερα:
– Επιμέλεια (Stewardship)
Αυτή η μορφή δραστηριότητας περιλαμβάνει την παρακολούθηση από το Ταμείο των συμμετοχών του και την άσκηση των δικαιωμάτων που προκύπτουν από αυτές προκειμένου να ενισχύσει την αξία τους και να εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις του σε σχέση με χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
– Προετοιμασία (Preparation)
Αυτή η μορφή δραστηριότητας περιλαμβάνει τα απαραίτητα βήματα προετοιμασίας προκειμένου να ληφθεί η απόφαση να προχωρήσει το Ταμείο σε μια συναλλαγή αποεπένδυσης από μία Τράπεζα.
Το Ταμείο θα ξεκινήσει τη φάση της προετοιμασίας για μια συγκεκριμένη συναλλαγή εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο του αποφασίσει, ως μέρος της συνολικής του αξιολόγησης, ότι πληρούνται οι ακόλουθες Προαπαιτούμενες Συνθήκες:
I. Η συναλλαγή δεν ενέχει κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
II. Για Συναλλαγές μέσω Κεφαλαιαγοράς, ότι η συναλλαγή μπορεί να εκτελεστεί, έχοντας λάβει υπόψη τα Κριτήρια για τις συνθήκες που επικρατούν στην Αγορά
III. Για Ιδιωτικές Συναλλαγές μετά από μια αυτόκλητη προσφορά, ότι ο δυνητικός επενδυτής έχει επιβεβαιώσει την πρόθεσή του να καταβάλλει αντίτιμο υψηλότερο της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής (premium).
IV. Η συναλλαγή συμμορφώνεται με τη Στρατηγική Αποεπένδυσης.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας του, το Ταμείο παρακολουθεί συνεχώς τις συνθήκες της κεφαλαιαγοράς.
Πριν από την έναρξη μιας Συναλλαγής μέσω Κεφαλαιαγοράς, το Ταμείο θα αξιολογήσει επίσης τα παρακάτω Κριτήρια για το εάν οι γενικές συνθήκες της Αγοράς επιτρέπουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συναλλαγής:
1. Δεν έχουν συμβεί ή δεν αναμένονται σημαντικά γεγονότα ή εξελίξεις που ενδέχεται να έχουν σημαντική επίδραση στον τρόπο με τον οποίο η αγορά αποτιμά τις τράπεζες,
2. Η μεταβλητότητα των τιμών των μετοχών δεν υποδηλώνει ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας της αγοράς και
3. Δεν υπάρχει σημαντική επιδείνωση του όγκου συναλλαγών για τις Τράπεζες ή γενικότερα στις αγορές Ελληνικών αξιών (μετοχών και ομολόγων).
Το Ταμείο θα πρέπει να παρακολουθεί ενεργά τις επικρατούσες συνθήκες με στόχο να εξακριβώσει εάν το κλίμα, η λειτουργικότητα και η ρευστότητα των αγορών αντικατοπτρίζουν την αποτελεσματικότητα της διαμόρφωσης των τιμών και συμβάλλουν στην επίτευξη της εύλογης αξίας μέσω μιας συναλλαγής διάθεσης μετοχών.
Μπορεί δε να χρειαστεί να λάβει μια απόφαση σχετικά με τη βέλτιστη σειρά των δυνητικά διαθέσιμων συναλλαγών.
Για παράδειγμα, θα εξετάσει εάν είναι εφικτό και επιθυμητό να εκτελούνται πολλές συναλλαγές ταυτόχρονα ή εάν η επιλογή μιας συγκεκριμένης συναλλαγής αναμένεται να είναι επωφελής για τις επόμενες συναλλαγές (επειδή, για παράδειγμα, προβάλλει ένα θετικό σήμα προς την αγορά, ή για τεχνικούς όρους).
Κατά την αξιολόγηση της βέλτιστης εφικτής δομής συναλλαγών, το Ταμείο επικεντρώνεται στον βασικό στόχο της εμπρόθεσμης υλοποίησης της αποεπένδυσης, λαμβάνοντας υπόψη και μια σειρά άλλων σχετικών και συναφών (αλλά δυνητικά αντικρουόμενων) παραμέτρων, που συμπεριλαμβάνουν:
(i) την αναμενόμενη τιμή,
(ii) την αναμενόμενη επίπτωση της συναλλαγής στην τιμή της μετοχής της αντίστοιχης Τράπεζας,
(iii) την επίπτωση στη μετοχική βάση,
(iv) το επίπεδο κινδύνου να μην ολοκληρωθεί η συναλλαγή,
(v) την επίπτωση στις μελλοντικές πωλήσεις (στη συγκεκριμένη Τράπεζα και σε άλλες μετοχές),
(vi) το απόλυτο (σε εκατ. Ευρώ / ημέρες διαπραγμάτευσης) και το σχετικό μέγεθος της συναλλαγής,
(vii) τον τρόπο αντιμετώπισης από την αγορά,
(viii) την καταβλητέα αμοιβή των συμβούλων της συναλλαγής
(ix) άλλες σχετικές εκτιμήσεις, ανάλογα με την περίπτωση.
Το Ταμείο θα εξετάσει, κατ’ αρχήν, αυτόκλητες (unsolicited) προσφορές για μερίδια που υπερβαίνουν το 5% των υφιστάμενων μετοχών μιας δεδομένης Τράπεζας ή σε σχέση με τις πλήρεις συμμετοχές του σε μια δεδομένη Τράπεζα εάν κατέχει λιγότερο από το 5% των μετοχών σε κυκλοφορία.
Λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα, τη χρονική δέσμευση και το κόστος εφαρμογής της διαδικασίας για αυτόκλητες προσφορές, το Ταμείο είναι μάλλον απίθανο να εξετάσει προσφορές για μικρότερο μερίδιο, και εάν αποφασίσει κάτι τέτοιο θα σχεδιάσει μια κατάλληλη διαδικασία που θα σέβεται τις Βασικές Αρχές αποεπένδυσης.
Το Ταμείο θα χρειαστεί επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να εξετάσει εάν θα ανταποκριθεί σε μια αυτόκλητη προσφορά.
Προς το σκοπό αυτό, αναμένει από κάθε δυνητικό επενδυτή που υποβάλλει μια αυτόκλητη προσφορά να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες.
Μετά τη λήψη μιας αυτόκλητης προσφοράς, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου θα κρίνει εάν αποτελεί μια καλή τη πίστει προσφορά αξιολογώντας ότι (i) πληρούνται όλες οι Προαπαιτούμενες Συνθήκες, καθώς και ότι (ii) δεν υπάρχουν στοιχεία να θεωρεί ότι ο δυνητικός επενδυτής μπορεί να μην είναι σε θέση να ολοκληρώσει μια Ιδιωτική Συναλλαγή.
Η απόφαση ότι ένας δυνητικός επενδυτής ενδέχεται να μην είναι σε θέση να ολοκληρώσει μια Ιδιωτική Συναλλαγή θα ληφθεί μόνο εάν κατά την εκτίμηση του Ταμείου ο δυνητικός επενδυτής δεν αναμένεται να λάβει την έγκριση των αρμόδιων ρυθμιστικών αρχών ή δεν έχει παράσχει επαρκή στοιχεία ότι μπορεί να χρηματοδοτήσει την απόκτηση των μετοχών της Τράπεζας.
Το Ταμείο θα ακολουθήσει όλες τις καλή τη πίστει προσφορές και θα ξεκινήσει τη φάση εκτέλεσης της συναλλαγής διορίζοντας έναν σύμβουλο διάθεσης (όπως περιγράφεται στον Νόμο του ΤΧΣ).
– Υλοποίηση (Execution)
Αυτή η μορφή δραστηριότητας του Ταμείου αναφέρεται στις αποφάσεις και τις ενέργειές του κατά τη διαδικασία μιας πραγματικής συναλλαγής αποεπένδυσης.
Ως μέρος της φάσης Υλοποίησης, ο σύμβουλος διάθεσης θα εκτελέσει την κατάλληλη διαδικασία, τηρώντας τις Βασικές Αρχές και τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές για τον συγκεκριμένο τύπο συναλλαγής.
Η διαδικασία προσδιορισμού της τιμής στην περίπτωση μιας Συναλλαγής μέσω Κεφαλαιαγοράς οφείλει να εξισορροπήσει τους εξής διαφορετικούς παράγοντες: τα έσοδα από τη συναλλαγή, τον πιθανό κίνδυνο από την εκτέλεσή της, το μέγεθος της προσφοράς, την πορεία της τιμής των μετοχών μετά την πώληση, την ποιότητα και/ή το εύρος των επενδυτών και τα ενδεχόμενα μηνύματα προς τις αγορές για μελλοντικές συναλλαγές του ΤΧΣ.
Το ΤΧΣ θα εφαρμόσει μια πολιτική επιμερισμού των μετοχών προς διάθεση προσαρμοσμένη στις ειδικές περιστάσεις βάσει της οποίας θα χρειαστεί να εξισορροπήσει, μεταξύ άλλων παραγόντων, τον αντίκτυπο στην τελική τιμολόγηση, τις πιθανές επιπτώσεις για τη δευτερογενή αγορά, την επιδίωξη ισορροπίας μεταξύ των επενδυτών με πιο μακροπρόθεσμο και εκείνων με πιο βραχυπρόθεσμο δυνητικό επενδυτικό ορίζοντα, το επίπεδο της διεθνούς ή εγχώριας ζήτησης, το προκύπτον μετοχικό μητρώο της Τράπεζας, τον αντίκτυπο στη ρευστότητα και στις μελλοντικές διαθέσεις μετοχών.
Αφού το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκτέλεση της συναλλαγής είναι εφικτή, το Ταμείο θα ζητήσει δύο ανεξάρτητες γνωμοδοτήσεις από τους χρηματοοικονομικούς του συμβούλους σχετικά με τους όρους της συναλλαγής, όπως ορίζει ο Νόμος.
Για Συναλλαγή μέσω Κεφαλαιαγοράς, οι παραπάνω γνωμοδοτήσεις θα είναι γνώμες αποτίμησης (valuation opinions) που θα υποστηρίζονται από αντίστοιχες εκθέσεις αποτίμησης.
Για μια Ιδιωτική Συναλλαγή, οι παραπάνω γνωμοδοτήσεις θα αφορούν στο κατά πόσο η αποτίμηση είναι εύλογη με βάση τους χρηματοοικονομικούς όρους της συναλλαγής (fairness opinion).
Αφού ληφθούν οι απαραίτητες γνωμοδοτήσεις, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αποφασίσει εάν η τελική αποτίμηση είναι εύλογη και εάν οι υπόλοιποι όροι που πληρούνται είναι οι κατάλληλοι.
Επιπλέον, το Ταμείο μπορεί να ζητήσει μια εξωτερική γνωμοδότηση για να πιστοποιήσει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην συναλλαγή συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της Στρατηγικής Αποεπένδυσης.
Εναλλακτικοί τρόποι συναλλαγής
Το ΤΧΣ θα αποφασίζει για τη συγκεκριμένη δομή της κάθε μεμονωμένης συναλλαγής αποεπένδυσης λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα οφέλη και τα μειονεκτήματα κάθε τύπου, τον χρόνο που απαιτείται για την εκτέλεσή της και το προφίλ των επενδυτών που συνήθως συμμετέχουν σε τέτοιες συναλλαγές.
Ενώ οι περισσότερες συναλλαγές είναι πιθανό να πραγματοποιηθούν με πρωτοβουλία του Ταμείου, ορισμένες μπορεί να προκύψουν από πρωτοβουλία της Τράπεζας ή από αυτόκλητη προσφορά τρίτου μέρους.
Οι διαφορετικές δομές συναλλαγών μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
• Συναλλαγή μέσω Κεφαλαιαγοράς: οι μετοχές πωλούνται απευθείας στην ανοιχτή αγορά μετοχών μέσω διαδικασίας που στοχεύει σε ευρεία διανομή σε κατά κύριο λόγο θεσμικούς επενδυτές, με την τιμή να καθορίζεται συνήθως μέσω: (i) μιας διαδικασίας bookbuilding που ενσωματώνει κάποιο βαθμό ανταγωνιστικής υποβολής προσφορών, ή (ii) μέσω του συνήθους μηχανισμού διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο.
Η Στρατηγική αποεπένδυσης περιλαμβάνει τρεις δομές Συναλλαγών μέσω Κεφαλαιαγοράς με πρωτοβουλία του Ταμείου (Accelerated Bookbuild, Fully Marketed Offering και trading plan/dribble out) και μία με πρωτοβουλία της αντίστοιχης Τράπεζας (share buyback).
Το Ταμείο μπορεί να χρησιμοποιήσει συνδυασμό των παραπάνω δομών, εάν αυτό είναι συμφέρον λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες.
• Ιδιωτική συναλλαγή: μεγάλο πακέτο μετοχών (μερίδιο 5% ή μεγαλύτερο ή το πλήρες μερίδιο εάν το ΤΧΣ κατέχει λιγότερο από 5%) πωλείται μέσω ιδιωτικής τοποθέτησης ή δημόσιας εξαγοράς σε επενδυτή (επενδυτές) που επιδιώκει (επιδιώκουν) να αποκτήσει (αποκτήσουν) σημαντικό μερίδιο στην Τράπεζα.
Οι δύο προσεγγίσεις στην περίπτωση ιδιωτικών συναλλαγών που μπορεί να εφαρμόσει το Ταμείο, περιλαμβάνουν μια διαγωνιστική φάση (ανοικτή στην συμμετοχή όλων των «καλή τη πίστει» επενδυτών) είτε στην αρχή είτε στο τέλος της συναλλαγής.
Εάν επιτευχθεί συμφωνία για την τιμή και τους άλλους όρους για μια ιδιωτική πώληση, το Ταμείο θα υπογράψει νομικά δεσμευτικά έγγραφα με τον επενδυτή, εφόσον η τιμή είναι εύλογη (όπως αποδεικνύεται από τις δύο σχετικές ανεξάρτητες γνωμοδοτήσεις που θα ζητηθούν για αυτό τον σκοπό).
Η επιλογή των επενδυτών
Στις δομές συναλλαγών όπου το ΤΧΣ θα πρέπει να αποφασίσει για την κατανομή μετοχών σε επενδυτές, θα εφαρμόσει μια πολιτική κατανομής προσαρμοσμένη στις ειδικές περιστάσεις, η οποία λαμβάνει υπόψη τους στόχους του Ταμείου βάσει της Στρατηγικής Αποεπένδυσης, τις υποχρεώσεις του για χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις Βασικές Αρχές και τις συγκεκριμένες περιστάσεις για κάθε συναλλαγή.
Η επιλογή των επενδυτών θα εξαρτηθεί από τη μέθοδο πώλησης αλλά θα βασίζεται σε μια διαφανή, αμερόληπτη και ανταγωνιστική διαδικασία.
Κατ’ αρχήν, το Ταμείο ευνοεί στρατηγικούς επενδυτές για σημαντικά πακέτα των μετοχών του, όπως διεθνώς αναγνωρισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μακροπρόθεσμους επενδυτές (π.χ. αμοιβαία κεφάλαια που έχουν ήδη ιστορικό επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οικογενειακά γραφεία κλπ), χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και άλλους επενδυτές εκτός του τραπεζικού τομέα με σημαντική τεχνογνωσία που θεωρείται ότι ενισχύσουν την ικανότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα να ανταποκριθεί στις περιβαλλοντικές και τεχνολογικές προκλήσεις της σύγχρονης εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου