Πληθαίνουν οι φωνές που εκφράζουν την ευθεία αντίθεσή τους στη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου για την «φραγή» στην ΑΔΑΕ και την έρευνα ποπυ διεξάγει η Ανεξάρτητη Αρχή για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Μετά τις αντιδράσεις του νομικού κόσμου στην «διαβόητη» γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οι εργαζόμενοι στις Ανεξάρτητες Αρχές ασκούν δριμεία κριτική στην προσπάθεια για περιχαράκωση της ανεξαρτησίας της ΑΔΑΕ.
Όπως ανακοίνωσε η Ομοσπονδία Εργαζομένων Ανεξάρτητων Αρχών (OEAA) εκφράζει την «πλήρη εναντίωσή της στη διατύπωση οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης απειλής επιβολής ποινικών κυρώσεων στους εργαζομένους των Ανεξάρτητων Αρχών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση.
Επιπροσθέτως, η Ομοσπονδία Εργαζομένων Ανεξάρτητων Αρχών διατυπώνει την «έντονη ανησυχία της για τις αρνητικές συνέπειες στον σεβασμό της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και των αναγνωρισμένων, από το Ελληνικό Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Θεσμικό Πλαίσιο, αρμοδιοτήτων των Ανεξάρτητων Αρχών, τις οποίες αρκετοί θα προστρέξουν –αντισυνταγματικά– να αμφισβητήσουν ορμώμενοι από την πρόσφατη γνωμοδότηση του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου σχετικά με τις αρμοδιότητες της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ)».
Ειδικότερα, η Ομοσπονδία μεταξύ άλλων επισημαίνει τα εξής:
«Το Σύνταγμα ορίζει ότι το απόρρητο της επικοινωνίας είναι απόλυτα απαραβίαστο και η ΑΔΑΕ είναι η Ανεξάρτητη Αρχή που οφείλει να διασφαλίζει το απόρρητο.
Η ΑΔΑΕ και οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν περιορίζουν ούτε ανταγωνίζονται τις αρμοδιότητες της Δικαστικής Εξουσίας, αλλά ενισχύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου.
Η άσκηση προληπτικού ελέγχου ή εποπτείας στη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών από κρατικά όργανα είναι αντίθετη προς την αποστολή και τη λειτουργία των Αρχών και απαγορεύεται.
Οι Αρχές λογοδοτούν αποκλειστικά και μόνο στη Βουλή, σύμφωνα με τις διαδικασίες του Κανονισμού της.
Η διατύπωση περιορισμών στις ελεγκτικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ στη γνωμοδότηση του κ. Εισαγγελέως και γενικότερα η οποιαδήποτε συζήτηση για ολική ή μερική απαγόρευση άσκησής τους συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο έργο της Αρχής και αυθαίρετη συρρίκνωση στον ευαίσθητο πυρήνα των δικαιωμάτων του ανθρώπου που το ίδιο το Κράτος οφείλει, με βάση το Σύνταγμα, να διασφαλίζει.
Στο πλαίσιο αυτό, η διατύπωση οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης απειλής επιβολής ποινικών κυρώσεων στα μέλη της Διοίκησης και στο προσωπικό της ΑΔΑΕ και γενικότερα των Ανεξάρτητων Αρχών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αντίκεται στο Σύνταγμα και αποτελεί προσπάθεια παρεμπόδισης του έργου των Αρχών και αποσταθεροποίησης της εύρυθμης λειτουργίας τους, και ειδικά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που είναι σε εξέλιξη η διερεύνηση από την ΑΔΑΕ της υπόθεσης των υποκλοπών κατά τις συνταγματικές επιταγές.»
Τέλος, η Ομοσπονδία Εργαζομένων Ανεξάρτητων Αρχών «δηλώνει ρητά για άλλη μια φορά προς κάθε κατεύθυνση ότι είναι αποφασισμένη να προασπίσει τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της ΑΔΑΕ και των Ανεξάρτητων Αρχών καθώς και το κύρος του θεσμού και να αγωνιστεί για την προστασία των εργαζομένων στις Αρχές απέναντι σε κάθε ενέργεια που θέτει την εργασία τους σε καθεστώς εκφοβισμού».
Ο νομικός κόσμος για την γνωμοδότηση Ντογιάκου
Με μία δήλωση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πράξη δημοκρατικής ευθύνης, 16 κορυφαίοι νομικοί καθηγητές συγκροτούν φράγμα ανάσχεσης κατά της γνωμοδότησης Ισίδωρου Ντογιάκου, με την οποία επιχειρεί να φιμώσει την ΑΔΑΕ για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Στην κοινή δήλωσή τους οι 16 ομότιμοι καθηγητές, εν ενεργεία καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες Συνταγματικό Δίκαιο τονίζουν ξεκάθαρα ότι η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υποπίπτει σε μία σειρά σοβαρών ατοπημάτων – τα οποία να μας επιτραπεί, δεν συνάδουν με το «βάρος» της θέσης του κ. Ντογιάκου.
Οι 16 κορυφαίοι νομικοί χαρακτηρίζουν ως προβληματική τη διάταξη περί τριετίας, τονίζοντας παράλληλα ότι η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ προκύπτει από το ίδιο το Σύνταγμα. Στο κείμενο τονίζεται ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει απλώς τη δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να ελέγχει την ΕΥΠ, όπως και κάθε άλλο εμπλεκόμενο παράγοντα για το αν κάνουν καλά ή όχι τη δουλειά τους. Κι αυτό χωρίς να αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο ακόμα και για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η άποψη, μάλιστα, του κ. Ντογιάκου «ότι δηλαδή ο εκάστοτε νομοθέτης μπορεί να καθορίζει κατά το δοκούν την έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, δεν έχει το παραμικρό έρεισμα».
Επίσης στη δήλωσή τους οι 16 νομικοί τονίζουν ότι η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα ήταν άτοπη κι αυτό γιατί «Γνωμοδοτήσεις δεν εκδίδονται για υποθέσεις «επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές».
Τέλος, σε ό,τι αφορά «στις απειλές περί πιθανής άσκησης ποινικής δίωξης» για την οποία κάνει λόγο στη γνωμοδότησή του ο κ. Ντογιάκος, οι νομικοί δηλώνουν «δεν είναι σε καμία περίπτωση ο προσήκων τρόπος για την υπέρβαση των διαφωνιών δύο άμεσων οργάνων του κράτους».
Σημειώνεται πως ένας εκ των δεκαέξι που υπέγραφαν τη σχετική δήλωση ήταν και ο Φίλιππος Σπυρόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών) που όμως με δήλωσή του διέψευσε πως συμφώνησε με το κείμενο συναδέλφων του.
Όμως, ο καθηγητής Ν.Κ. Αλιβιζάτος, στον οποίο τέθηκε υπ’ όψιν η επιστολή του κ. Σπυρόπουλου, σχολίασε πως «ανέγνωσα προσωπικά την δήλωσή μας στον κ. Σπυρόπουλο, ο οποίος με διαβεβαίωσε ότι συμφωνεί με το περιεχόμενό της και την προσυπογράφει. Πρόκειται, συνεπώς, για υπαναχώρηση».
Αναλυτικά η κοινή δήλωση των 16 νομικών καθηγητών:
«Οι υπογραφόμενοι, ομότιμοι καθηγητές, εν ενεργεία καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες Συνταγματικό Δίκαιο στις δύο παλαιότερες Νομικές Σχολές και τα άλλα πανεπιστήμια της χώρας, εκφράζουμε τη ζωηρή μας ανησυχία για την υπ’ αριθμ. 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε ερώτημα τηλεπικοινωνιακού παρόχου. Και τούτο διότι η Γνωμοδότηση αυτή υποπίπτει σε μία σειρά σοβαρών ατοπημάτων:
Ο κ. Εισαγγελέας συγχέει αβασάνιστα το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγόμενων με την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ. Το μεν πρώτο μπορεί πράγματι να ρυθμιστεί από τον νομοθέτη, όπως έγινε πρόσφατα με τον Ν. 5002/2022. Η ρύθμιση του τελευταίου, και ειδικά η προβλεπόμενη τριετία, είναι προβληματική. Εντούτοις, μέχρι ότου κριθεί αντισυνταγματική ή και αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ισχύει.
Τουναντίον, η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ απονέμεται σε αυτήν από το Σύνταγμα (άρθρο 19, παρ. 2) και η έκτασή της δεν μπορεί να περιοριστεί ουδ’ επ’ ελάχιστο από τον νομοθέτη. Αρμόδια κατά το Σύνταγμα να διασφαλίζει το απόρρητο, η ΑΔΑΕ δεν έχει απλώς τη δυνατότητα αλλά την υποχρέωση να ελέγχει την ΕΥΠ, τους παρόχους και κάθε άλλον εμπλεκόμενο παράγοντα για το αν κάνουν καλά τη δουλειά τους.
Και τούτο ανά πάσα στιγμή, αυτεπαγγέλτως, ή κατόπιν παραγγελίας και χωρίς να αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο ακόμα και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Είναι άλλο η ενημέρωση του θιγόμενου, ύστερα από αίτησή του, και άλλο ο έλεγχος της ΑΔΑΕ, ο οποίος αποβλέπει στην τήρηση της αντικειμενικής νομιμότητας.
Αυτό θέλησε ο συνταγματικός νομοθέτης και η περί του αντιθέτου άποψη του κ. Εισαγγελέα, ότι δηλαδή ο εκάστοτε νομοθέτης μπορεί να καθορίζει κατά το δοκούν την έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, δεν έχει το παραμικρό έρεισμα.
Σε κάθε περίπτωση, ενόψει τη εκκρεμούς δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων, η έκδοση της ανωτέρω γνωμοδότησης ήταν άτοπη, διότι όπως έχει αποφανθεί παλαιότερα η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, Γνωμοδοτήσεις δεν εκδίδονται για υποθέσεις «επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές».
Και τούτο, «προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους» (ΓνωμΕισΑΠ 10/2018, 15/2021 και 3/2022). Για το ζήτημα άλλωστε του αθέμιτου επηρεασμού εκκρεμών δικών έχουν αποφανθεί από μακρού οι Ολομέλειες τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, κάθε φορά που η κυβερνώσα πλειοψηφία θέλησε να παρακάμψει την ετυμηγορία της δικαιοσύνης [ΑΠ(Ολ.)40/1988, ΣτΕ(Ολ.) 542/1999, 677/2010].
Μια φράση τέλος όσον αφορά την αναφορά του κ. Εισαγγελέα για πιθανή άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον, μεταξύ άλλων, και μελών της ΑΔΑΕ, ακόμη και για κατασκοπεία (άρθρο 148 ΠΚ). Επισημαίνουμε ότι η δύσκολα αποκρυπτόμενη αυτή απειλή δεν είναι σε καμία περίπτωση ο προσήκων τρόπος για την υπέρβαση των διαφωνιών δύο άμεσων οργάνων του κράτους.
Αθήνα, 11 Ιανουαρίου 2023.»
Ποιοι υπογράφουν
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ευάγγελος Βενιζέλος (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Γιώργος Δελλής (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Δρόσος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ακρίτας Καϊδατζής (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Ιφιγένεια Καμτσίδου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Αλέξανδρος Κεσσόπουλος (Πανεπιστήμιο Κρήτης), Ξενοφών Κοντιάδης (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), Χαράλαμπος Κουρουνδής (Ανοικτό Πανεπιστήμιο), Παναγιώτης Μαντζούφας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Λίνα Παπαδοπούλου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Νίκος Παπασπύρου (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Φίλιππος Σπυρόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιώργος Σωτηρέλης (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Τασόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Βασιλική Χρήστου (Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Ο ΔΣΑ
Κατά της γνωμοδότησης Ντογιάκου τάχθηκε και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας, που μετά από έκτακτη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του, εξέδωσε απόφαση, στην οποία τονίζει ότι, ο «ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στην άσκηση της συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένης ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΑΔΕ».
Το ΔΣ του ΔΣΑ στην απόφαση του, συντάσσεται απολύτως με την δήλωση των 16 Καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου, ενώ κατά πλειοψηφία «εκφράζει την απόλυτη και κατηγορηματική αντίθεσή του τόσο για την έκδοση όσο και για το περιεχόμενο της Αρ. 1/2023 Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου».
Στην απόφαση του ΔΣΑ αναφέρεται επίσης ότι, «ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει νομική και ηθική υποχρέωση να συμβάλλει εκ της θέσεώς του στην πλήρη και ταχεία διερεύνηση όλων των καταγγελιών, που έχουν υποβληθεί για παράνομες επισυνδέσεις πολιτών και για τη λειτουργία παράνομων κατασκοπευτικών λογισμικών», ενώ τονίζει ότι: «Οι αντισυνταγματικοί νόμοι δεν τυγχάνουν εφαρμογής και δεν δύνανται να θεραπευτούν με εισαγγελικές γνωμοδοτήσεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου