Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

«Kαυτή πατάτα» στα χέρια των Εσωτερικών Υποθέσεων


 Νίκος Φωτόπουλος

Μπορεί οι παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών να αποτελούν πάγια τακτική των ελληνικών αρχών, όμως η απόδειξή τους συχνά είναι εξαιρετικά δύσκολη. 

● Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση του 30χρονου Εζράτ από το Αφγανιστάν,

που ζει στην Ελλάδα από το 2004 και έχει στα χέρια του ντοκουμέντα από τη φρικτή μεταχείριση που είχε από πέντε αστυνομικούς και δύο Πακιστανούς συνεργάτες τους, οι οποίοι τον μετέφεραν βίαια από την Ξάνθη στην Τουρκία. 

● Μάλιστα, έχει καταθέσει μήνυση εναντίον των επτά, ενώ έκτοτε δέχεται και απειλές από τα όργανα της Τάξης...

Μια υπόθεση που θυμίζει κινηματογραφικό θρίλερ και βρίσκεται για περισσότερο από ένα χρόνο στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας αποδεικνύει για πρώτη φορά με επίσημα έγγραφα ότι γίνονται παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων από τη χώρα μας προς την Τουρκία! Στη δικογραφία εμπλέκονται τουλάχιστον πέντε αστυνομικοί που υπηρετούν στη Θράκη και δύο Πακιστανοί οι οποίοι συνεργάζονται μαζί τους!

«Οι Εσωτερικές Υποθέσεις δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συλλαμβάνουν και να στέλνουν κατηγορούμενους αστυνομικούς. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν, αυτή είναι η δουλειά τους. Εδώ, όμως, έχουμε κάτι διαφορετικό. Εχουμε δημόσια έγγραφα από τα οποία προκύπτει ξεκάθαρα ότι κάποιοι πρόσφυγες που βρίσκονταν στην Ελλάδα, και μάλιστα νομίμως, επαναπροωθήθηκαν στην Τουρκία. Αυτό εκθέτει πλέον την Ελληνική Αστυνομία και όχι απλώς μερικούς αστυνομικούς. Και αποδεικνύει περίτρανα ότι επαναπροωθήσεις γίνονται με συνθήκες παρακράτους και βασανισμών, ενάντια σε κάθε έννοια ανθρωπισμού. Περιμένουμε με ενδιαφέρον να δούμε πώς θα χειριστούν την υπόθεση οι Εσωτερικές Υποθέσεις και η Δικαιοσύνη», σχολίασαν στην «Εφ.Συν.» νομικοί κύκλοι.

Ας δούμε όμως την ιστορία από την αρχή. Ο 30χρονος Εζράτ από το Αφγανιστάν ζει στη Θεσσαλονίκη μαζί με την Αλβανή σύζυγό του Γεωργία κι έχουν τρία παιδιά. Εκείνος ήρθε με τους γονείς του στην Ελλάδα το 2004, «με τα πόδια» όπως περιγράφει, από την Τουρκία. Βγήκαν πρώτα στη Μυτιλήνη, μετά πήγαν στην Αθήνα και τελικά κατέληξαν στη συμπρωτεύουσα όπου και ζει δυτικά, στην περιοχή των Αμπελοκήπων.

Διαθέτει αφγανικό διαβατήριο και άδεια παραμονής στη χώρα μας ως «δικαιούχος διεθνούς προστασίας», δηλαδή ασύλου. Καθώς μάλιστα φοίτησε σε ελληνικό σχολείο, εργάστηκε επί χρόνια ως μεταφραστής στα δικαστήρια και εξ αυτού γνωρίζει «πρόσωπα και πράγματα» στην αστυνομία αφού συχνά, όπως λέει, τον καλούσαν για να μιλάει με συμπατριώτες του κρατουμένους.

Για τη Γεωργία τα πράγματα είναι πιο απλά, ήρθε από το Ελμπασάν της Αλβανίας στην Ελλάδα σε ηλικία 5 ετών, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή Ξηροκρήνης, πήγε κανονικά στο σχολείο και σήμερα εργάζεται σε συνεργείο καθαρισμού. Η ζωή τους δεν είναι εύκολη, αλλά οπωσδήποτε δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα άλλων αλλοδαπών που ζουν σε καθεστώς ημιπαρανομίας, πρέπει να κρύβονται, δεν έχουν δουλειά, αποφεύγουν τις συναντήσεις με αστυνομικούς κ.λπ.

Το ζευγάρι έχει σπίτι, έχει δουλειές, γείτονες, φίλους, ακόμη και σχέσεις με την αστυνομία, αφού ο Εζράτ εργάζεται και ως μεταφραστής, κοντά σε άλλες δουλειές του ποδαριού που κάνει. Αυτά τα ωραία, όμως, ίσχυαν, όπως λένε οι ίδιοι, μέχρι τον Αύγουστο του 2021. Αυτά που συνέβησαν έκτοτε τους κατατρομοκράτησαν, έφεραν τον φόβο στη ζωή και στο σπίτι τους και τους στοιχειώνουν ακόμη.

«Εκείνο το καλοκαίρι, Αύγουστος ήταν, με ειδοποίησαν ότι έρχεται ο ανιψιός μου από το Αφγανιστάν μέσω Τουρκίας. Ο αδελφός μου και πατέρας του σκοτώθηκε σε βομβιστική επίθεση στην Καμπούλ. Θα περνούσε παράνομα στην Ελλάδα από τον Εβρο κι έπρεπε να πληρώσω και να πάω να τον πάρω», λέει. «Κάποιοι Πακιστανοί στην Ξάνθη που συνεργάζονται με την αστυνομία κάνουν τη διακίνηση.

Ολοι το ξέρουν αυτό το κύκλωμα με τους αστυνομικούς. Το παιδί ήρθε, τον πήγαν σ’ ένα σπίτι στην Κιμμέρια και ζητούσαν 2,5 χιλιάδες ευρώ για να τον αφήσουν. Ενα τηλεφωνικό νούμερο κάλεσε σε συγγενικό μου πρόσωπο στο Αφγανιστάν και ζητούσε λεφτά. Εγώ κάλεσα αυτό το νούμερο όταν μου το έδωσαν, απάντησε ένας Πακιστανός, γνωστό μέλος του κυκλώματος, και μου ζήτησε τα χρήματα. Μου είπε φέρε τα λεφτά στην Ξάνθη για να μην τον χτυπήσουμε άλλο...», περιγράφει ο Εζράτ.

Φοβόταν από πριν

Σύμφωνα με τον ίδιο, δανείστηκε χρήματα δεξιά-αριστερά, συγκέντρωσε τα 2,5 χιλιάδες ευρώ που του ζητούσαν και σχεδίασε πώς να πάει να τα παραδώσει για να πάρει τον ανιψιό του. «Πήρα μαζί μου τρεις φίλους, μπήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε. Φοβόμουν γιατί ξέρω τι συμβαίνει με αυτά τα κυκλώματα. Φτάσαμε στο συγκεκριμένο σπίτι στην Κιμμέρια και συνάντησα δύο Πακιστανούς εκ των οποίων τον έναν τον γνωρίζω από τα δικαστήρια. Μαζί τους ήταν καμιά 15αριά αλλοδαποί που δουλεύουν στο ίδιο κύκλωμα. Είπα στον έναν, φέρε τον ανιψιό μου, πάρε τα λεφτά και να φύγουμε. Τότε πήρε κάποιον τηλέφωνο, του είπε ένα συνθηματικό “Το φαγητό είναι έτοιμο” και μου ζήτησε να περιμένω για λίγο.

Δέκα λεπτά αργότερα μπήκαν στο σπίτι δύο αστυνομικοί, ο ένας με στολή κι ο άλλος με πολιτικά, κι άρχισαν να μας χτυπούν με ξύλα. Μας έδερναν αλύπητα μαζί με τους τρεις φίλους μου. Μας έψαξαν, μου βρήκαν τα χρήματα που είχα στην τσέπη και τα πήραν. Το ξύλο κράτησε τουλάχιστον μισή ώρα. Μετά μας πέρασαν χειροπέδες και μας φόρτωσαν σ’ ένα αυτοκίνητο με βουλγάρικες πινακίδες. Μας οδήγησαν σ’ ένα παλιό σχολείο της Ξάνθης που είναι ξενώνας προσφύγων. Εκεί μας έγδυσαν τελείως και μας έκαναν σωματικό έλεγχο. Μου πήραν μια αλυσίδα, τα κλειδιά κι ένα δαχτυλίδι. Μετά μας έβαλαν σ’ ένα δωμάτιο γυμνούς, μαζί με άλλα 20-25 άτομα.

Περίπου μισή ώρα αργότερα μας έδωσαν ρούχα αλλά όχι παπούτσια ούτε εσώρουχα. Μείναμε δύο βράδια εκεί και μιλώντας με τους άλλους κρατουμένους είδα ότι κάποιοι είχαν κανονικά χαρτιά παραμονής, τους τα πήραν δήθεν για έλεγχο οι αστυνομικοί, τους τα έσκισαν και τους πήγαν για επαναπροώθηση στην Τουρκία», αναφέρει ο Εζράτ περιγράφοντας την περιπέτειά του.

Το διαβατήριο του Εζράτ έχει σφραγίδα εισόδου από την Τουρκία στην Ελλάδα, αλλά όχι σφραγίδα εξόδου, αφού επισήμως δεν έφυγε ποτέ! Επαναπροωθήθηκε...

Οπως θυμάται, δύο μέρες μετά τους έβαλαν σε μια κλούβα της ΕΛ.ΑΣ. και τους οδήγησαν σε παραποτάμια περιοχή του Σουφλίου. Εκεί τους περίμενε ένας νέος γύρος άγριου ξυλοδαρμού. «Ρωτούσα “γιατί μας χτυπάτε, ρε παιδιά;” και απαντούσαν οι αστυνομικοί “γιατί έμαθες ελληνικά, ρε;”. Μας έγδυσαν πάλι, μας τράβηξαν βίντεο και μας έριξαν στο νερό. Οσο εμείς τρώγαμε ξύλο, κάποιοι Πακιστανοί περνούσαν άλλους με βάρκα στην Τουρκία. Εμάς μας είπαν να κολυμπήσουμε. Οποιοι ξέρουν να κολυμπάνε είναι εντάξει, κάποιοι άλλοι όμως πνίγονται. Εμένα κι έναν άλλον μάς έδεσαν με τάιραπ στα χέρια (σ.σ: συνδετικά καλωδίων). Μας πέταξαν να πνιγούμε. Σωθήκαμε γιατί μπήκαν άλλοι στο νερό και μας έβγαλαν από την πλευρά της Τουρκίας. Κάποιοι έφυγαν από κει που βγήκαμε. Μείναμε εκεί οι τέσσερις φίλοι από τη Θεσσαλονίκη.

Οι δύο ήμασταν γυμνοί. Μας βρήκαν Τούρκοι στρατιώτες, μας έδωσαν ρούχα, μας πήγαν σε αστυνομικό τμήμα κι εκεί όταν είδαν τα χτυπήματα φώναξαν κάμερες και δημοσιογράφους. Δεν θελήσαμε να τους μιλήσουμε. Μετά μας έδωσαν κάποια φάρμακα και μας άφησαν να πάμε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί κατέφυγα σε σπίτι Αφγανού φίλου και τηλεφώνησα στη γυναίκα μου στη Θεσσαλονίκη. Της είπα τι έγινε και της ζήτησα να πάει να πάρει το αμάξι από την Κιμμέρια με το δεύτερο κλειδί. Το έκανε κι ευτυχώς δεν το είχαν ψάξει για να βρουν τα χαρτιά μου αυτοί από το κύκλωμα», εξηγεί.

Ολες αυτές τις μέρες η Γεωργία τον έψαχνε. Οπως λέει, έπαιρνε τηλέφωνα στην Τροχαία, στο Αλλοδαπών, στα νοσοκομεία, αλλά της απαντούσαν ότι δεν ξέρουν τίποτα. Ο Εζράτ κάθισε δύο μέρες στην Κωνσταντινούπολη για να συνέλθει και μετά απευθύνθηκε στην ελληνική πρεσβεία. Τους εξήγησε τι συνέβη και του πρότειναν να απευθυνθεί σε δικηγόρο στην Ελλάδα. Ετσι κι έκανε. Ο δικηγόρος του τού πήγε το διαβατήριο και τα χαρτιά του κι επέστρεψε στην Ελλάδα κανονικά. Προφανώς, το διαβατήριο του Εζράτ έχει σφραγίδα εισόδου από την Τουρκία στην Ελλάδα, αλλά όχι σφραγίδα εξόδου, αφού επισήμως δεν έφυγε ποτέ! Επαναπροωθήθηκε...

Στη Θεσσαλονίκη, όπου επέστρεψε ανακουφισμένος ύστερα από τον εφιάλτη που περιγράφει ότι έζησε, αποφάσισε να απευθυνθεί στις Εσωτερικές Υποθέσεις. Το τι ακριβώς συνέβη εκεί, σύμφωνα με τις καταγγελίες του, ποιους είδε, τι του είπαν αρχικά και πώς τον αντιμετώπισαν, αυτό ίσως θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας κάποιας άλλης αρχής που ελέγχει τις αρχές που είναι για να ελέγχουν τις αρχές (σ.σ.: τα στοιχεία στη διάθεση της «Εφ.Συν.»). Το θέμα είναι ότι εν τέλει δέχθηκαν τη μήνυση που κατέθεσε με όλα αυτά τα τρομερά τα οποία ισχυρίζεται πως βίωσε.

Και μάλιστα, εντόπισαν και τους εμπλεκομένους! Πέντε αστυνομικοί και δύο Πακιστανοί βρίσκονται στο κάδρο καθώς έχουν αναγνωριστεί από τον Εζράτ και τους φίλους του που έπεσαν θύματά τους. Ο φάκελος της δικογραφίας έχει πάει ήδη μία φορά στην Εισαγγελία κι έχει επιστρέψει προκειμένου οι εμπλεκόμενοι να δώσουν καταθέσεις ανωμοτί (ως ύποπτοι). Εν τω μεταξύ, όμως, η περιπέτειά του φαίνεται πως δεν τελείωσε. «Δέχομαι απειλές στη γειτονιά μου από αστυνομικούς», λέει στην «Εφ.Συν.». «Τους ξέρω και με ξέρουν γιατί συνεργαζόμασταν. Περνάνε δίπλα μου δήθεν τυχαία και μου λένε “φύγε από την Ελλάδα όσο ισχύουν τα χαρτιά σου”. Με αυτά που έζησα κι εγώ και η οικογένειά μου, θέλω να φύγουμε, αλλά πρώτα θέλω να δικαιωθώ. Θέλω να ξέρω ότι δεν θα μπορούν να ξεγυμνώσουν τα παιδιά μου ποτέ».

Για την ιστορία, αναφέρουμε ότι η μήνυση στις Εσωτερικές Υποθέσεις Βορείου Ελλάδος κατατέθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2021. Θα ‘χει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε αν και πότε η συγκλονιστική αυτή υπόθεση θα φτάσει στα ακροατήρια της ελληνικής Δικαιοσύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις