Η επικείμενη σύνοδος των υπουργών Ενέργειας, στις 24 Νοεμβρίου, δεν αναμένεται να δώσει τις αναγκαίες απαντήσεις και λύσεις, παρά το γεγονός ότι ο χρόνος μειώνεται και ο χειμώνας έρχεται με βήμα ταχύ
Γιώργος Παυλόπουλος
Μία εβδομάδα απομένει για την κρίσιμη (μέχρι την επόμενη φυσικά…) συνεδρίαση των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ. Εκεί όπου αναμένεται να συζητηθεί η πρόταση της Κομισιόν για τον έλεγχο των τιμών της ενέργειας, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα ενόψει του χειμώνα που ξεκινά, καθώς οι θερμοκρασίες έχουν αρχίσει ήδη να πέφτουν.
Στα μέτρα που θα τεθούν στο τραπέζι, όπως είναι ήδη γνωστό, περιλαμβάνεται η επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, που εξακολουθεί να αποτελεί βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας και την κάλυψη των αναγκών των Ευρωπαίων. Η σχετική πρόταση, άλλωστε, έχει κατατεθεί εδώ και αρκετές εβδομάδες – μόνο που, για την ώρα τουλάχιστον, οι σχετικές διαπραγματεύσεις δεν φαίνεται να οδηγούν σε συμβιβασμό.
Non paper αντί για νομοθετική ρύθμιση
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η Κομισιόν περιορίζεται, για την ώρα, σε «non paper» τα οποία συζητούν οι μόνιμοι αντιπρόσωποι των «27», στόχος των οποίων είναι να διερευνηθούν οι πραγματικές προθέσεις τους και να συνεχιστεί ο διάλογος. Δεν έχει, ωστόσο, αποτολμήσει ακόμη να παρουσιάσει μια νομοθετική πρόταση, καθώς αυτή θα ήταν πολύ δύσκολο να δεχθεί σημαντικές αλλαγές στη συνέχεια και θα έπρεπε είτε να γίνει αποδεκτή είτε να απορριφθεί.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Euractiv, που επικαλείται το πιο πρόσφατο έγγραφο που έχουν λάβει τα κράτη-μέλη, με αυτό επιχειρείται να περιγραφεί η δομή και ο τρόπος λειτουργίας του «διορθωτικού μηχανισμού», καθώς και να εκτιμηθούν τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά του.
Με άλλα λόγια, επιδιώκει «να λειτουργήσει ως βάση για περαιτέρω συζήτηση αναφορικά με τον μηχανισμό», όπως επίσης τονίζεται – χωρίς, πάντως, να δίνεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Προτείνει δε, έστω και όχι λεπτομερώς, την θέσπιση ενός συστήματος με ετήσια,καταρχάς, διάρκεια, το οποίο θα περιλαμβάνει τη δυνατότητα παρέμβασης στις τιμές, όταν αυτές ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο – χωρίς, επίσης, να καθορίζεται ποιο θα είναι αυτό.
Τα δύο στρατόπεδα
Με βάση τις πληροφορίες του Politico, πάντως, ακόμη και εδώ δεν υπάρχει συμφωνία. Όπως αναφέρουν οι συντάκτες του, επικαλούμενοι διπλωμάτες οι οποίοι μετέχουν στο «παζάρι», υπέρ του πλαισίου που περιγράφεται από την Κομισιόν έχουν ταχθεί ήδη μια σειρά χώρες, όπως η Ιταλία, η Πολωνία, το Βέλγιο και η Ελλάδα.
Αντιθέτως, ένα άλλο μπλοκ, στο οποίο ανήκουν η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία, η Δανία, αλλά και η Ουγγαρία, φέρεται να απαιτεί πιο ενδελεχή ανάλυση αναφορικά με τη σχέση κόστους-ωφέλειας προτού πάρει θέση. Όσοι ανήκουν σε αυτό, επικαλούνται (επισήμως τουλάχιστον) τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού δεν ικανοποιούνται από την πρόβλεψη για αναστολή λειτουργίας του προτεινόμενου μηχανισμού εφόσον διαπιστωθούν «μη επιθυμητές αναταράξεις στην αγορά».
Επί της ουσίας, ωστόσο, οι εταίροι που αντιδρούν μοιάζουν να φοβούνται κάτι άλλο: Τα αντίποινα που ενδέχεται να υπάρξουν από τη Μόσχα σε περίπτωση επιβολής υποχρεωτικού πλαφόν, καθώς το Κρεμλίνο έχει απειλήσει ότι θα κλείσει άμεσα τη στρόφιγγα. Ταυτόχρονα δε, ανησυχούν και για την πιθανή αντίδραση άλλων προμηθευτών (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ), μιας και οι περισσότεροι θεωρούν δεδομένο ότι το πλαφόν δεν πρέπει να αφορά μόνο το ρωσικό αέριο.
Ο θρίαμβος της «ατομικής ευθύνης»
Σε κάθε περίπτωση, καθώς ο διαθέσιμος χρόνος περιορίζεται, όλοι στέλνουν – αμέσως ή εμμέσως – ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τους πολίτες της Ευρώπης: Εάν δεν θέλουν να δουν τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών να τινάζονται στον αέρα τους επόμενους δύσκολους μήνες, τότε οφείλουν να πάρουν οι ίδιοι τα μέτρα τους, περιορίζοντας την κατανάλωση.
Ακόμη και στην περίπτωση που η πρόταση της Κομισιόν ή κάποια τροποποιημένη της εκδοχή γίνουν τελικώς δεκτές, οι ίδια παραδέχεται πως ο μηχανισμός «δεν αποτελεί ένα εργαλείο που θα οδηγήσει στη δομική μείωση των τιμών, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με επιπλέον πηγές στο επίπεδο της προμήθειας και μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης».
Ο θρίαμβος της «ατομικής ευθύνης» σε ένα ακόμη μείζον θέμα, λοιπόν, καθώς αποδεικνύεται πως οι κυβερνήσεις έχουν όρια στο τι είναι σε θέση να επιτύχουν, δεδομένων των τεράστιων αντιθέσεων που υπάρχουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου