Δημοσιογράφος - Χρήστος Μαζανίτης
«Αἱ ἰταλικαὶ στρατιωτικαὶ δυνάμεις προσβάλλουν ἀπὸ τῆς 0530 πρωϊνῆς τῆς σήμερον τὰ ἡμέτερα τμήματα προκαλύψεως τῆς ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου.
Αἱ ἡμέτεραι δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους».Του Χρήστου Μαζανίτη
Ήταν λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 όταν η ιταλική κυβέρνηση του δικτάτορα Μουσολίνι απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, διά του Ιταλού πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι.
Ο Ιταλός πρέσβης το επέδωσε ιδιοχείρως στον Ιωάννη Μεταξά, στο σπίτι του στην Κηφισιά, όπου τον επισκέφτηκε.
Με το τελεσίγραφο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c’est la guerre», (λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταλικών αιτημάτων.
«Αἱ ἰταλικαὶ στρατιωτικαὶ δυνάμεις προσβάλλουν ἀπὸ τῆς 0530 πρωϊνῆς τῆς σήμερον τὰ ἡμέτερα τμήματα προκαλύψεως τῆς ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου. Αἱ ἡμέτεραι δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους».
Με αυτό το λακωνικό πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν, που εκδόθηκε το μεσημέρι της Δευτέρας, 28ης Οκτωβρίου 1940, το Γενικό Στρατηγείο επιβεβαίωνε το απρόσμενο γεγονός που είχαν ήδη αντιληφθεί όλοι οι Έλληνες εκείνο το διαφορετικό ξημέρωμα: Η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο. Έναν πόλεμο που έμελλε να σημαδέψει την ιστορία της.
Οι κάτοικοι των πόλεων είχαν ξυπνήσει από τον απόκοσμο ήχο των σειρήνων αντιαεροπορικής άμυνας, ενώ στα χωριά τον συναγερμό σήμαιναν οι καμπάνες των εκκλησιών. Τα ραδιόφωνα από νωρίς μετέδιδαν εμβατήρια και τα διαγγέλματα των ηγετών του κράτους προς τον ελληνικό λαό και οι εφημερίδες εξέδιδαν συνεχώς από το πρωί, αν και Δευτέρα, έκτακτα φύλλα με πρωτόγνωρους τίτλους: «Ἡ Ἰταλία ἐκήρυξε τὸν πόλεμον κατὰ τῆς Ἑλλάδος», «Ἐπεδόθη τὴν 3ην πρωϊνὴν διακοίνωσις ὑπὸ τῆς Ἰταλίας πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Ὁ ἰταλικὸς στρατὀς κινεῖται τὴν 6ην πρωϊνὴν πρὸς τὰ σύνορά μας», «Ἕλληνες εἰς τὰ ὅπλα! Ἤρχισαν σήμερον αἱ ἐχθροπραξίαι», «Ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν».
Ο λαός, στο μεγαλύτερο μέρος του, είχε πράγματι αιφνιδιαστεί, όχι όμως και η ηγεσία της χώρας, πολιτική και στρατιωτική. Για εκείνους η πρώτη ημέρα του πολέμου είχε ξεκινήσει μερικές ώρες νωρίτερα.*1.
Η ιταλική κυβέρνηση ζητούσε να καταλάβει με τις ένοπλες δυνάμεις της ορισμένα στρατηγικά σημεία της ελληνικής επικράτειας ως εγγύηση για την ουδετερότητα της Ελλάδας, καθώς θεωρούσε ότι η τελευταία είχε επιτρέψει να μεταβληθεί το έδαφός της σε βάση πολεμικής δράσης εναντίον της Ιταλίας. Ζητούσε, επίσης, από την ελληνική κυβέρνηση να μη παρεμποδίσει την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων και να δώσει στις δικές της στρατιωτικές αρχές τις αναγκαίες οδηγίες, επισημαίνοντας, όμως, ότι εάν τα ιταλικά στρατεύματα συναντούσαν αντίσταση, θα την έκαμπταν διά των όπλων. Το τελεσίγραφο εξέπνεε στις 06.00 το πρωί, οπότε θα ξεκινούσε και η είσοδος των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος.
Ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε κανένα ουσιαστικό ή χρονικό περιθώριο για τον Έλληνα πρωθυπουργό. Η απάντησή του δόθηκε στην επίσημη διπλωματική γλώσσα, τη γαλλική: «Alors, c’est la guerre!» («Λοιπόν, έχουμε πόλεμο!»).
Οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν τεταμένες ήδη από το 1939, όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, και εντάθηκαν ακόμη περισσότερο μετά την είσοδό της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Ιούνιο του 1940, και την κλιμακούμενη εκδήλωση των απειλητικών της διαθέσεων εναντίον της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940. Η μετακίνηση, από το καλοκαίρι, ισχυρών ιταλικών δυνάμεων προς τα ελληνικά σύνορα και η ταυτόχρονη απρόσκοπτη πορεία των στρατευμάτων του Άξονα στην Ευρώπη προμήνυαν ότι η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα ήταν μόνο θέμα χρόνου.
Ωστόσο, μόλις δύο-τρεις ημέρες νωρίτερα, το κλίμα ήταν φαινομενικά πολύ διαφορετικό.
Επικρατούσε μια «παράδοξος ἡσυχία», όπως χαρακτηριστικά γράφει στο ημερολόγιό του ο Μεταξάς², και στην ελληνική πρωτεύουσα το κυρίαρχο γεγονός ήταν η παράσταση της όπερας του Τζιάκομο Πουτσίνι «Μαντάμ Μπάτερφλάι», στο Βασιλικό Θέατρο, στις 25 Οκτωβρίου.
Μάλιστα, ο Γκράτσι είχε προσκαλέσει τον γιο του μεγάλου Ιταλού συνθέτη και παρέθεσε προς τιμήν του δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία, στις 26 Οκτωβρίου, με το πρόσχημα της συμφιλίωσης των δύο λαών. Την ίδια ώρα, όμως, κατέφθανε στο γραφείο του κρυπτογραφημένο το τελεσίγραφο της κυβέρνησής του προς την Ελλάδα. Το αρχικό ιταλικό σχέδιο προέβλεπε την έναρξη της επίθεσης την ίδια ημέρα.
Αμέσως μετά την αποχώρηση του Γκράτσι από το σπίτι του, ο Μεταξάς ενημέρωσε τηλεφωνικά τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, τους αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων Στρατού και Ναυτικού, και τον Άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα, ενώ στις 03.45 επικοινώνησε με τους πρεσβευτές της Άγκυρας και του Βελιγραδίου. Στις 05.30 συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο, το οποίο επικύρωσε την απάντησή του στον Ιταλό πρεσβευτή και στη συνέχεια υπογράφηκαν τα διατάγματα για την επιστράτευση των Ενόπλων Δυνάμεων και την κήρυξη της επικράτειας σε κατάσταση πολιορκίας. Την αρχηγία των Ενόπλων Δυνάμεων ανέλαβε, σύμφωνα με το σύνταγμα, ο βασιλιάς, ενώ η αρχηγία του Στρατού Ξηράς ανατέθηκε στον Αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, ως τότε Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού³.
*1 – Το κείμενο είναι βασισμένο στο ιστορικό αρχείο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού και στις εκδόσεις της για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
*2 – Ἰ. Μεταξᾶς, Τὸ προσωπικό του ἡμερολόγιο, τόμος τέταρτος, 1933-1941, Ἴκαρος, Ἀθῆναι 1960, 512.
*3 – ΦΕΚ 338 και 341/28-10-1940.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου