Στο νήμα θα κριθεί, για μία ακόμη φορά (όπως και το 2018), το αποτέλεσμα των εκλογών στη Σουηδία. Το οριακό προβάδισμα που διατηρεί ο συνασπισμός της Δεξιάς, με καταμετρημένο περίπου το 95% των ψήφων, δεν της διασφαλίζει και την κυβέρνηση, καθώς αναμένονται οι επιστολικές ψήφοι από το εξωτερικό, που ενδέχεται να αλλάξουν την τελική εικόνα.
Το σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι τα πολιτικά συμπεράσματα μπορούν ήδη να εξαχθούν. Το σημαντικότερο δε από αυτά δεν αφορά τη νέα πρωτιά των Σοσιαλδημοκρατών – αυτό συμβαίνει σε όλες τις αναμετρήσεις εδώ και ένα αιώνα – και μάλιστα με μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά την ενίσχυση των ακροδεξιών Σουηδών Δημοκρατών, οι οποίοι ενισχύθηκαν κατά πάνω από 3%, άγγιξαν το 21% και αναδεικνύονται στο δεύτερο πιο ισχυρό κόμμα του κοινοβουλίου.
Εφόσον δε το στρατόπεδό τους επικρατήσει τελικώς της Κεντροαριστεράς, τότε ο ηγέτης του κόμματος, Τζίμι Άκεσον, θα είναι σε θέση να επιβάλει μεγάλο μέρος των θέσεων της νέας κυβέρνησης – έστω κι αν, για την ώρα, δεν μπορεί να ελπίζει στην πρωθυπουργία.
Η Σουηδία και οι άλλοι
Η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν είναι, φυσικά, κάτι καινούριο για τις πλούσιες χώρες της Σκανδιναβίας. Κόμματα που προέρχονται από τον συγκεκριμένο χώρο, άλλωστε, έχουν βρεθεί να συγκυβερνούν τα προηγούμενα χρόνια στη Δανία, τη Φινλανδία και τη Νορβηγία, εκφράζοντας προφανώς μια ισχυρή κοινωνική και πολιτική τάση.
Η περίπτωση της Σουηδίας, ωστόσο, είναι διαφορετική για δύο κυρίως λόγους. Αφενός, επειδή είναι η μοναδική που εξακολουθούσε να «φυλάττει Θερμοπύλες» και, αφετέρου, διότι οι ρίζες των Σουηδών Δημοκρατών στις νεοναζιστικές οργανώσεις της χώρας ήταν πιο βαθιές από οπουδήποτε αλλού και παραμένουν ζωντανές.
«Οι Σουηδοί Δημοκράτες είναι σήμερα μακράν το μεγαλύτερο κόμμα παγκοσμίως με νεοναζιστικές ρίζες», δήλωσε χαρακτηριστικά στην Guardian ο Τόμπιας Τουμπινέτε, καθηγητής διεθνών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Κάρλσταντ και γνωστός από τους αγώνες του κατά του ρατσισμού.
Νεοναζιστικές ρίζες, ανοδική πορεία
Πράγματι, από την ίδρυσή του (το 1988) και μέχρι σχετικά πρόσφατα, αντιμετωπιζόταν ως παρίας από τα υπόλοιπα κόμματα της Σουηδίας, εξαιτίας της προέλευσής του και των θέσεών του. Κι αυτό, παρά την προσπάθεια των ηγεσιών του και ειδικά του Άκεσον να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τον ακροδεξιό εξτρεμισμό και τους εκφραστές του, που οδήγησε στην αποδοχή του ως εταίρου από τους Μετριοπαθείς του Ουλφ Κρίστερσον, πριν από τρία χρόνια.
Η πορεία του, πάντως, είναι σταθερά ανοδική, όπως αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι ενισχύει τα εκλογικά του ποσοστά διαρκώς. Στη σουηδική βουλή εκπροσωπήθηκε για πρώτη φορά το 2010, ενώ σε επίπεδο ανήκει στην ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών – όπως ακριβώς και τα Αδέλφια της Ιταλίας, της Τζόρτζια Μελόνι.
Η πορεία των Σουηδών Δημοκρατών δεν είναι η μοναδική απόδειξη ότι η πατρίδα του Ούλοφ Πάλμε έχει πάψει προ πολλού να είναι ο παράδεισος του παρελθόντος. Σίγουρα δε έχει γίνει λιγότερο φιλική για το ένα τρίτο του πληθυσμού που έχει γεννηθεί στο εξωτερικό ή έχει τουλάχιστο ένα γονιό γεννημένο στο εξωτερικό, καθώς και για το 30% των παιδιών που δεν έχουν τα σουηδικά ως μητρική τους γλώσσα – ποσοστό που φτάνει και το 45% σε ορισμένες συνοικίες των πόλεων – στοιχεία που καθιστούν τη Σουηδία την πιο πολυπολιτισμική χώρα της Ευρώπης.
Έκρηξη της εγκληματικότητας
Σε αυτό το φόντο, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία η έκρηξη της εγκληματικότητας – ένα από τα θέματα στα οποία πόνταρε προεκλογικά ο Άκεσον – με τις δολοφονίες από πυροβόλα όπλα να φτάνουν τις 34 στο πρώτο εξάμηνο του έτους, έναντι 20 στο ίδιο διάστημα του 2021.
Όπως τυχαία δεν είναι ούτε η υιοθέτηση βασικών θέσεων των Σουηδών Δημοκρατών, ειδικά όσον αφορά στη μετανάστευση, από τα περισσότερα άλλα κόμματα – κυρίως τους Μετριοπαθείς, αλλά σταδιακά και τους Σοσιαλδημοκράτες της Μαγκνταλένα Άντερσον – με αποτέλεσμα να αποκτούν σταδιακά θεσμικά χαρακτηριστικά.
«Οι Σουηδοί Δημοκράτες διαθέτουν ένα πρόγραμμα για μια εθνικά καθαρή σουηδική κοινωνία, είναι εναντίον κάθε πολυπολιτισμικού στοιχείου και κοιτούν προς την κατεύθυνση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας ως χωρών τις οποίες μπορούν να μιμηθούν», σύμφωνα με τον Γιόνας Χίνφορς, καθηγητή πολιτκών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ.
Οι άλλοι δεν το γνωρίζουν, άραγε, αυτό; Προφανώς και ναι – όμως επιλέγουν να μην το αντιμετωπίζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου