Οι ανθρωποθυσίες αποτελούσαν σημαίνουσα θρησκευτική πρακτική των Αζτέκων, όπως άλλωστε και άλλων λαών της Νοτίου και
Κεντρικής Αμερικής (Μάγια, Μότσε). Κάθε χρόνο, περίπου δέκα με είκοσι χιλιάδες άτομα[1] θυσιάζονταν στις τελετές αυτές. Οι Αζτέκοι πίστευαν πως οι ανθρωποθυσίες ήταν απαραίτητες για την ύπαρξη του κόσμου και του ανθρώπινου είδους.Ανθρωποθυσίες λάμβαναν χώρα κάθε μέρα με την ανατολή του ηλίου στην κορυφή των ναών-πυραμίδων, ενώ ήταν γνωστές ως «Ανθισμένος Θάνατος».
Σύμφωνα με το μύθο, ο Ουιτζιλοπότστλι χρειαζόταν οπωσδήποτε τις καρδιές και το αίμα των ανθρώπων ως τροφή, ώστε να νικήσει τους εχθρούς του, τη Κογιολξάουκι και τα 400 άστρα που είχαν φονεύσει τη μητέρα του Κοατλίκουε, αλλά και να συνεχίσει να ζωογονεί τη Γη. Αν δεν τρεφόταν, δε θα ανέτελλε και η ανθρωπότητα θα χανόταν.[1]
Ο μύθος αυτός αιτιολογούσε, εκτός από την ανάγκη για ανθρωποθυσίες, και την πολεμοχαρή στάση των Αζτέκων, αφού ο πόλεμος αποτελούσε κύρια πηγή νέων θυμάτων.
Ουιτζιλοπότστλι
Τζομπάντλι, το "καβαλέτο των κρανίων"
Η πιο κοινή μορφή θυσίας, ήταν αυτή που γινόταν προς τιμήν του Ουιτζιλοπότστλι, θεού του Ήλιου. Το γυμνό -εκτός από ένα περίζωμα- σώμα του θύματος βαφόταν με κατακόρυφες κόκκινες και λευκές ταινίες. Το υποψήφιο θύμα ανέβαινε το κλιμακοστάσιο στην πρόσοψη της πυραμίδας και έφτανε στην εξέδρα, μπροστά στο βωμό του θεού, φτιαγμένο από ηφαιστειακή πέτρα. Εκεί τον έπιαναν τέσσερις ιερείς. Κρατώντας ο καθένας ένα μέλος ξάπλωναν το θύμα πάνω στο βωμό. Ένας πέμπτος ιερέας, κραδαίνοντας ένα λίθινο ακονισμένο μαχαίρι, του έκανε μια τομή στο στήθος, κατά μήκος του στέρνου και των πλευρών. Αποσπούσε την καρδιά που χτυπούσε ακόμα και την έτεινε ψηλά προς τον ήλιο,[2] ενώ τα είδωλα των θεών αλείφονταν με ζεστό αίμα.[2] Τοποθετούσαν συνήθως τις καρδιές σε πέτρινα αγγεία και στη συνέχεια, άφηναν το πτώμα να κυλήσει από τα σκαλιά της πυραμίδας στη βάση, όπου και το αποκεφάλιζαν. Ύστερα, σούβλιζαν το κεφάλι του σ' ένα ξύλινο πλαίσιο, γνωστό ως «καβαλέτο των κρανίων». Το σώμα είτε αποτεφρωνόταν είτε δινόταν στον πολεμιστή που αιχμαλώτισε το θύμα. Αυτός μπορούσε να κομματιάσει το κουφάρι και να το στείλει σε σημαντικά πρόσωπα ως προσφορά, ή ακόμα και να τα φάει (τελετουργικός κανιβαλισμός).
Τσικομεκόατλ
Για προσφορά στην Τσικομεκόατλ , θεά του καλαμποκιού, διάλεγαν νέα κορίτσια για να προσωποποιήσουν την ίδια τη θεά. Τα αποκεφάλιζαν, σε μια πράξη που συμβόλιζε τη συγκομιδή της κούκλας του καλαμποκιού,[2] και τελικά τους αποσπούσαν την καρδιά.
Ουεουετέοτλ
Τα θύματα του Ουεουετέοτλ, θεού της Φωτιάς, αναισθητοποιούνταν με ναρκωτικά και ρίχνονταν ζωντανά στην πυρά.[3]
Τλάλοκ
Προκειμένου να εξασφαλίσουν, από τον Τλάλοκ, τη βροχή και άρα τη βλάστηση των καλλιεργειών τους, οι Αζτέκοι έπνιγαν παιδιά προς τιμήν του.[3] Χωρίς τις θυσίες, ο Τλάλοκ έστελνε στους ανθρώπους λέπρα και ρευματισμούς. Πριν τη θυσία, μάζευαν τα δάκρυα των παιδιών σε ένα τελετουργικό κύπελλο και το αφιέρωναν στο θεό. Ο Ερνάν Κορτές αναφέρει:
Αποσπούσαν τις καρδιές τους και τις τοποθετούσαν σε δοχεία που κρατούσαν τα τσακ μουλ, λίθινες ξαπλωτές μορφές. Μάλιστα, κατά το μήνα Τεπεΐουιτλ (Tepeíhuitl) (30 Σεπτεμβρίου - 19 Οκτωβρίου), ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον Τλάλοκ και άλλους θεούς συνδεδεμένους με το Νερό, γινόταν κατανάλωση της σάρκας των θυμάτων.
Τεζκατλιπόκα
Οι προετοιμασίες για τη θυσία προς τον Τεζκατλιπόκα, ξεκινούσαν ένα χρόνο νωρίτερα. Οι ιερείς επέλεγαν ένα νέο και αρτιμελή άντρα, ο οποίος τον επόμενο χρόνο θα ζούσε σαν άρχοντας: μάθαινε να παίζει αυλό, φορούσε χρυσά κοσμήματα και πολυτελή ρούχα, κάπνιζε και απολάμβανε το γενικό σεβασμό. Είκοσι ημέρες πριν από την τελετή παντρευόταν τέσσερις νέες γυναίκες και την τελευταία εβδομάδα τραγουδούσε, χόρευε και γιόρταζε. Την ημέρα της θυσίας, το θύμα ανέβαινε μόνος τα σκαλιά του ναού, σπάζοντας ένα πήλινο αυγό σε κάθε σκαλί. Όταν έφθανε στην κορυφή, η καρδιά του ξεριζωνόταν από τους ιερείς. Ο φραγκισκανός ιεραπόστολος Μπερναρδίνο ντε Σααγούν παραλλήλισε τη θυσία προς τον Τεζκατλιπόκα, με το χριστιανικό Πάσχα.
Σίπε Τότεκ
Αυτοί που προορίζονταν για προσφορά στο θεό της Άνοιξης, Σίπε Τότεκ , δένονταν σε ένα πλαίσιο και φονεύονταν με βέλη από πολεμιστές.[3] Μετά από αυτό τους έγδερναν οι ιερείς και φορούσαν το δέρμα τους επί είκοσι μέρες. Ο Μπερνάλ Ντίας ντελ Καστίγιο, Ισπανός κονκισταδόρος στο στρατό του Ερνάν Κορτές, έγραψε «πως μυρίζουν σα ψόφια σκυλιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο ΠΑΡΛΑΠΙΠΑΣ δεν παίρνει θέση με πολιτική άποψη σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διαφορά ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δίκη σας ενημέρωση.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.