Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Παραιτήθηκε από την δουλεία του και ανέλαβε Στέγη Ηλικιωμένων σε ηλικία 27 ετών

 


«Το σκεφτόμουν για οκτώ μήνες»

«Ο Δήμος εν όπως τον αδελφό μου. Παραπάνω που αδελφός μου. Έξι μήνες, ήμουν άρρωστος και επέρασε μου δαμέ.

Εν έχω κανένα παράπονο που το Δήμο», είναι τα λόγια με τα οποία περιγράφει τη σχέση του με τον Δήμο Αναστασίου ο κ. Όμηρος. Ένα νεαρό, που αποφάσισε να αναλάβει την δύσκολη ευθύνη της διεύθυνσης μίας στέγης ηλικιωμένων, σε ηλικία μόνο 27 ετών.

Με το που περάσεις το κατώφλι της στέγης ηλικιωμένων «Ελένειο» στο Αρεδιού, ακούς από μέσα μία φωνή να αποκαλεί τους τρόφιμους «αγάπη μου», «μωρό μου», «φιλενάδα μου». Ο Δήμος έτσι τους έχει βαφτίσει. Είναι όλοι φίλοι του και όλοι δεύτερή του οικογένεια.

Μας άνοιξε το σπίτι τους και μας έδειξε, έστω και την μία ώρα που καθίσαμε μαζί του, ένα δείγμα από την καθημερινότητά τους. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, σηκωνόταν, πήγαινε κοντά σε μία γιαγιά ή ένα παππού, τους έκανε με τον πιο γλυκό του τρόπο παρατήρηση και μετά τους έδινε κι ένα φιλί. Η σχέση αγάπης που έχουν χτίσει μεταξύ τους ήταν ευδιάκριτη και μπορούσε ο καθένας να την καταλάβει, ακόμη και από το πρόσωπο των ηλικιωμένων, που ακόμη και μετά την παρατήρηση, έλαμπε από χαρά.

Την ίδια σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης φαίνεται ότι έχει χτίσει και με τους συγγενείς των τροφίμων της Στέγης του. Μάλιστα, μία γυναίκα που ήρθε για να δει τη μητέρα της, φεύγοντας σταμάτησε για λίγα λεπτά, ώστε να μιλήσει με τον Δήμο, να τον ενημερώσει για τυχόν πρόβλημα ή δυσφορία που αντιμετώπιζε η μητέρα της και να τον συμβουλευτεί, για το τι πρέπει να πράξει.

  

Η απόφαση να αναλάβει τη Στέγη Ηλικιωμένων

Από μικρός ήταν ανήσυχο πνεύμα και ήταν κάτι που τον οδήγησε στο να αναζητά κάτι καλύτερο για τον τομέα της δουλειάς του. Σπούδασε νοσηλευτική στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και μία εξυπηρέτηση που έκανε σε ένα συμφοιτητή του, ήταν η αφορμή να έρθει σε επαφή με την Στέγη.

«Δεν θα με χαλούσε η δουλειά σε ένα θάλαμο νοσοκομείου, αλλά θα με έκανε ακόμη πιο ευτυχισμένο η δουλειά μου, όταν θα είχα διαδραστικότητα με τον κόσμο. Ξεκίνησα εντελώς τυχαία, επειδή ήθελα να κάνω μία εξυπηρέτηση σε ένα συμφοιτητή μου που είχε δουλειά σε μία κοινοτική εταιρεία και πήγα εγώ να καλύψω ένα περιστατικό, δηλαδή προσέφερα συγκεκριμένες υπηρεσίες σε ένα ασθενή.

Ήμασταν αρκετά καλοί και με πήρε τηλέφωνο ο ιδιοκτήτης της εταιρείας και μου έκανε πρόταση να πάω στη δουλειά του. Ξεκίνησα εκεί, πήγαινα στα σπίτια και κατ’ οίκον φροντίδα σε ασθενείς. Έτυχε να έρθω στο ίδρυμα, λόγω της δουλειάς μου για να κάνω μία εξυπηρέτηση σε ένα ασθενή εδώ. Γνώρισα τους ανθρώπους που το είχαν και έμαθα ότι το είχαν για αρκετά χρόνια και είχαν κουραστεί. Η δουλειά έχει άγχος, πρέπει να έχεις και κάποιες γνώσεις παραπάνω και λόγω της κούρασης, δεν είχαν αντοχές.

Οι ιδιοκτήτες ήθελαν να παραμείνει το Ίδρυμα και να λειτουργεί και να μην ενοικιάσουν τον χώρο και να λειτουργεί ως κάτι άλλο. Επειδή ερχόμουν συνεχώς, για τουλάχιστον τρία χρόνια, σκέφτηκα αρκετά καλά αν μπορώ να αντέξω τα κακά της δουλειάς και επειδή μου αρέσει ο κόσμος να κάνουμε αστεία, είπα στους ιδιοκτήτες “μου το δίνετε εμένα;”. Οι άνθρωποι με ήξεραν, είχαμε μία πιο ανθρώπινη σχέση, πέραν από το ίδρυμα και μου το έδωσαν».

  

Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε

Η απόφαση να αναλάβει το Ίδρυμα, χρειάστηκε αρκετό καιρό για να παρθεί. Συγκεκριμένα, περιεργαζόταν την ιδέα για να αναλάβει το ίδρυμα, για οκτώ μήνες, ενώ είχε να αντιμετωπίσει και την αντίδραση της οικογένειάς του, που αρχικά ήταν λίγο διστακτική.

«Για να αναλάβω την διεύθυνση του Ιδρύματος, έπρεπε να παραιτηθώ από τη δουλειά μου και στον ελεύθερό μου χρόνο, ερχόμουν εδώ για να δω πώς λειτουργούσε το Ίδρυμα. Από τον Οκτώβριο του 2018, σε ηλικία 27 ετών, ανέλαβα το Ίδρυμα και προσπάθησα να το εκσυγχρονίσω, με τους δικούς μου τρόπους.

Οι δυσκολίες είναι πάντα οι ίδιες, αλλά εγώ δεν είχα τα εφόδια να τις αντιμετωπίσω, όπως θα το έκανα τώρα. Στην αρχή μου φάνηκαν όλα βουνό, ήταν όλα καινούργια για μένα. Το παλιό προσωπικό είχε φύγει και έπρεπε να βρω καινούργιο και έκανα όλες τις δουλειές σχεδόν μόνος μου. Δεν υπήρχαν ούτε πολλοί ασθενείς, επειδή η παλιά διεύθυνση ήταν οι ιδιοκτήτες και δεν είχαν ενοίκιο να καλύψουν. Έπρεπε να βρω περισσότερους τρόφιμους, να ακούσουν ότι είμαι εδώ για να έρθουν και μου πήρε αρκετό καιρό.

Δεν έκανα ποτέ διαφήμιση. Ο κόσμος έμαθε ότι ήμουν εδώ από στόμα σε στόμα, άκουσαν για μένα όσοι άκουσαν και σιγά-σιγά έφτασα το Ίδρυμα εδώ που είναι σήμερα. Χρησιμοποίησα την “καλή μου φήμη” και τον χαρακτήρα μου και επειδή έλεγαν καλά λόγια για μένα οι συγγενείς των ατόμων που ήταν ήδη μέσα, έγινε η διαφήμιση για μένα. Υπήρχαν κατά καιρούς κάποιες δυσκολίες, για παράδειγμα έπρεπε να αγοράσω κάποια μηχανήματα, είχα οικονομικές και πρακτικές δυσκολίες, που τώρα θέλω να πιστεύω τις έφερα σε καλό επίπεδο».

Όταν ανέλαβε την διεύθυνση του Ιδρύματος, η οικογένειά του Δήμου ήταν στο πλευρό του, δίνοντας του το χώρο που χρειαζόταν για να ανταπεξέλθει στα νέα του καθήκοντα. Στο πλευρό του βρισκόταν και ο αδελφός του, ο οποίος είναι ιατρός και τον βοήθησε πρακτικά.

Η σχέση αγάπης με τους ενοίκους

Ο μεγαλύτερος ένοικος, αυτή τη στιγμή είναι 93 ετών και ο πιο νεαρός είναι 60 ετών, ο κ. Όμηρος. Λόγω του χαρακτήρα του, έχει καταφέρει να χτίσει μία σχέση εμπιστοσύνης με τους ενοίκους του Ιδρύματός του. «Για μένα είναι εύκολο να συνεννοηθώ με τους ανθρώπους αυτούς. Άλλοι γνωστοί και συνάδελφοι το βλέπουν πολύ δύσκολο. Το θεωρώ εύκολο, επειδή έχω στον χαρακτήρα μου και προσπαθώ να βρω τρόπους να έρχομαι πιο κοντά τους, να τους κερδίσω και να έχω μετά μία καλή συνεννόηση. Αυτό το κάνω, βρίσκοντας πράγματα που τους ενδιέφεραν παλιά και τους ενέπνεαν.

Στο Ίδρυμα έρχονται άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια για να μπορούν να επιβιώσουν, αλλά σε ένα μέτρο. Δεν μπορώ να έχω εδώ ένα ανήλικο που χτύπησε και έμεινε καθηλωμένο στο καροτσάκι. Δεν μπορώ να ανταπεξέλθω. Το θέμα δεν είναι, όμως, η ηλικία. Το θέμα είναι οι ανάγκες που υπάρχουν και τι μπορείς να προσφέρεις. Μπορεί να είναι ηλικιωμένος, αλλά μπορεί να είναι και ένας άνθρωπος, σχετικά μικρής ηλικίας, όπως ο Όμηρος που είναι 60 ετών, ο οποίος χρειάζεται ένα χώρο, στον οποίο να μένει για να μπορεί να έχει μία ποιοτική ζωή και να μπορεί να τον προσεγγίσεις, ώστε να λαμβάνει θεραπείες».

Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, οι εμπειρίες έρχονταν και γέμιζαν το μυαλό του Δήμου με εικόνες και το πρόσωπό του έλαμπε. «Μία μέρα είχα μία ιδέα να παίξουμε ένα παιχνίδι, για να μάθω κάτι περισσότερο γι’ αυτούς. Έδωσα σε όσους ήξεραν να γράφουν ένα κομμάτι χαρτί και ένα μαρκαδόρο. Τους είπα “αγάπες μου να παίξουμε ένα παιχνίδι” και μου είπαν “ναι”. Η πρώτη ερώτηση ήταν να γράψουν το όνομά τους, η δεύτερη ερώτηση ήταν να μου γράψουν από που είναι. Μετά διάβαζα τις απαντήσεις και χειροκροτούσαμε, κάνοντας αστεία. Τους έκανα και την τελευταία ερώτηση. Συγκεκριμένα τους είπα “δεν θα το πω στους άλλους, θα το διαβάσω μόνο εγώ, αλλά θέλω να μου γράψετε κάτι που θέλατε να κάνετε στη ζωή σας, αλλά για κάποιο λόγο δεν τα καταφέρατε”. Είχα απορία να δω τι θα έγραφαν. Έπαθα σοκ. Επτά άτομα έπαιξαν αυτό το παιχνίδι και έγραψαν και τα επτά την ίδια απάντηση. “Να γίνω δασκάλα/να γίνω δάσκαλος”. Από αυτό συμπέρανα, ότι είχαν πρότυπο τον δάσκαλο, επειδή ήταν ο πρώτος, ήταν έξυπνος και σύγκρινα τις εποχές. Σήμερα δεν υπάρχει ένα άτομο που να έχει πρότυπο τον δάσκαλό του σήμερα, τότε ήταν ο καλύτερος. Σήμερα δύσκολα βρίσκουμε ανθρώπους να έχουν κάποιο πρότυπο».

Ο θάνατος ενοίκων και ο τρόπος αντιμετώπισης

Όταν βρίσκεται σε ένα Ίδρυμα, με τους πλείστους ενοίκους να είναι οι ίδιοι εδώ και τρία χρόνια, συνδέεσαι μαζί τους, με αποτέλεσμα όταν κάποιος φεύγει, ο τρόπος που καλείσαι να το αντιμετωπίσεις να είναι δύσκολος. Για το Δήμο, όταν φεύγει ένας ένοικος, αποτελεί απώλεια της καθημερινότητάς του. Καλείται να αντιμετωπίσει αυτό τον θάνατο και να τον κατανοήσει και την ίδια ώρα, να το φέρει με καλύτερο τρόπο στους υπόλοιπους.

«Θυμάμαι πιο έντονα τον πρώτο θάνατο, αλλά θυμάμαι έντονα και άλλους. Βασικά τους θυμάμαι όλους. Όταν πεθαίνει κάποιος, είναι δύσκολη διαδικασία, επειδή έχω να αντιμετωπίσω διάφορες καταστάσεις, αλλά πρέπει να ξεγελάσω και τους υπόλοιπους, επειδή γίνονται φίλοι. Πρέπει να τους πω ένα ψέμα, για να μην καταλάβουν την κατάσταση.

Εγώ προτιμώ να πεθαίνει κάποιος εδώ, που είναι με την οικογένειά τους. Όταν γίνεται αυτό, επειδή έρχεται το Γραφείο Τελετών, τους βάζω ένα τραγούδι, τους μαζεύω σε ένα δωμάτιο ή στέκομαι σε ένα σημείο για να περάσει το φορείο από δίπλα μου ή τους λέω ότι πρέπει να πάει για κάποιες μέρες στο νοσοκομείο. Νομίζω ότι μάταια προσπαθώ να τους ξεγελάσω, το καταλαβαίνουν ότι κάποιος έφυγε.

Για να αντιμετωπίσω τους θανάτους, έβαλα μία αρχή. Κάνω πάντα ό,τι μπορώ, με βάση τις δυνατότητές μου, για να ξέρω ότι έκανα τα πάντα που μπορούσα και δεν άφησα κάτι να μου ξεφύγει. Ξέρω ότι από τη μέρα που ήρθαν εδώ, τους αντιμετωπίζω όπως κάνω με τη δική μου γιαγιά. Κάνω ό,τι θα έκανα και για τη δική μου γιαγιά

Είχα μία γιαγιά, 93 ετών, η οποία ήταν καπάτσα, με τα φορέματά της και πέφταμε στο ίδιο κρεβάτι, κάναμε πολλή παρέα. Την πήρα και στον γάμο του εγγονού της και πέθανε μέσα στα χέρια μου, όταν νοσούσε από γρίπη. Ήταν η φίλη μου. Όλοι είναι φίλοι μου, δεν έχω καμία αδυναμία».

Η πανδημία του κορωνοϊού και οι δυσκολίες

Η πανδημία του κορωνοϊού, όπως ήταν φυσιολογικό, έφερε τόσο τον Δήμο, όσο και τους ενοίκους, αντιμέτωπους με καινούργιες καταστάσεις. Έπρεπε να μάθουν να μένουν κλεισμένοι σε ένα σπίτι, χωρίς να έχουν άμεση επαφή με την οικογένειά τους, αλλά ακόμη και εκείνη τη λίγη επαφή που είχαν μαζί τους, ήταν μέσω ενός παραθύρου, που είχε μπροστά του προστατευτικό τζάμι.

«Προσπαθούσαμε με τους συγγενείς να περάσουμε το μήνυμα και να τους εξηγήσουμε την πανδημία. Όταν επαναλαμβάνεις κάτι τότε βλέπεις ότι κάποιοι το αντιλαμβάνονται. Οι δυσκολίες ήταν άλλες, όμως, δεν ήταν με τους ένοικους. Πριν τον κορωνοϊό, αγόραζα προϊόντα από διάφορες εταιρείες, είτε ήταν φαγητό, είτε ήταν προϊόντα καθαρισμού. Όταν ξέσπασε η πανδημία, δεν μας απαντούσε κανείς. Έπαθα κρίσεις πανικού, από αυτή την κατάσταση. Δεν ενδιαφέρθηκε κανένας, δεν πάτησε κανείς το πόδι του εδώ να έρθει να μας δει.

Μετά το πρώτο κύμα και τον πανικό, ήρθαν από το Γραφείο Ευημερίας και μου έκαναν πρόβλημα, επειδή δεν είχαν αποστάσεις ο ένας τρόφιμος από τον άλλο. Ήταν μαζί εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα και ήθελαν να μου βάλουν πρόστιμο, επειδή δεν είχαν αποστάσεις, σε περίπτωση που εμφανιστεί κρούσμα στο Ίδρυμα. Είχα μειώσει και το προσωπικό και από πέντε, έμεινα με τρεις, επειδή ήταν πιο μειωμένες οι πιθανότητες να κολλήσουν. Τους είπα ότι αν αναλάβουν την ευθύνη, σε περίπτωση που χτυπήσει κάποιος, επειδή θα είναι ο καθένας σε διαφορετικό δωμάτιο, τότε θα επιβάλω αποστάσεις. Εκεί τελείωσε η κουβέντα».

 

Το μήνυμα προς την κοινωνία

«Θέλω να πω ότι πρέπει να υπάρχει αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, κατανόηση και υπομονή. Δεν είναι μόνο τα λεφτά, σκοπός είναι να περνούμε καλά. Όταν συμπεριφέρεσαι στους άλλους όπως θέλεις να σου συμπεριφερθούν, θα έχουμε καλύτερη κοινωνία».

 

 Ακολουθήστε τον www.oparlapipas.gr στο (facebook) και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

πηγη: reporter

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις