Ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο, στη διαπραγμάτευση με το ΔΝΤ, το οποίο φέρεται να επιμένει στην πρόωρη περικοπή του αφορολόγητου, αποτελεί το υπερπλεόνασμα που κατέγραψε για τρίτο διαδοχικό έτος ο κρατικός προϋπολογισμός.
Όπως ανακοίνωσε σήμερα η Eurostat, πέρυσι το πρωτογενές αποτέλεσμα με βάση τον κανονισμό ESA (σ.σ. διαφέρει ελαφρά από τον αντίστοιχο του προγράμματος) διαμορφώθηκε σε 4% του ΑΕΠ, όταν ο στόχος του προγράμματος αφορούσε σε πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το υψηλό πλεόνασμα καταγράφηκε παρά τη χορήγηση του κοινωνικού μερίσματος και άλλων έκτακτων επιδομάτων τον περασμένο Δεκέμβριο, όπως επίσης την απόδοση στη ΔΕΗ του εκκρεμούς ποσού για τις ΥΚΩ και τα αναδρομικά των συνταξιούχων από το 2012.
Υπό κανονικές συνθήκες, το υπερπλεόνασμα που επιτυγχάνεται για δύο διαδοχικές χρονιές, θα έπρεπε να «ξορκίζει» οποιαδήποτε αύξηση ή την επιβολή νέου φόρου. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες από την Ουάσιγκτον, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φέρεται να επιμένει στη μείωση των αφορολόγητου ορίου από το 2019, αντί του 2020, που είναι προγραμματισμένο. Δηλαδή την ώρα που μιλάει για υπερφορολόγηση και για μέτρα που επιβλήθηκαν τα οποία δεν επέλεξε το ίδιο, φέρεται να προτείνει ένα νέο μέτρο, τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, που θα αυξήσει τη φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών συνταξιούχων και των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, κατά περίπου 650 ευρώ, το χρόνο.
Η διαπραγμάτευση με το ΔΝΤ θα συνεχιστεί και να αναμένεται να κλείσει τον Ιούνιο. Κυβερνητικές πηγές σημειώνουν όμως, ότι το υψηλό πλεόνασμα, θα αποτελέσει στη διαπραγμάτευση και ισχυρό χαρτί των Ευρωπαίων εταίρων, ώστε να πείσουν το ΔΝΤ να μην επιμείνει στην αξίωσή του για το αφορολόγητο.
Για φέτος, το Ταμείο θεωρεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ , χωρίς όμως να ζητά πρόσθετα μέτρα.
Δεν αποκλείεται, το ΔΝΤ να επιμένει στη μείωση του αφορολόγητου ορίου παρά τα πλεονάσματα, ώστε να αποτρέψει εξαγγελίες ή και υλοποιήσεις, για μειώσεις φόρων, που περιλαμβάνονται στην κυβερνητική ατζέντα.
Το υπερ-πλεόνασμα
Συγκεκριμένα, το πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης ανήλθε πέρυσι σε 7,080 δισ. ευρώ έναντι 6,709 δισ. ευρώ το 2016, ενώ στο ίδιο διάστημα, το δημόσιο χρέος μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ από 180,8% σε 178,6% αλλά αυξήθηκε σε απόλυτα μεγέθη από 315,009 δισ. ευρώ σε 317,407 δισ. ευρώ. Το ΑΕΠ διαμορφώθηκε πέρυσι σε 177,335 δισ. ευρώ έναντι 174,199 δισ. ευρώ το 2016.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα έσοδα γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκαν σε 86,77 δισ. ευρώ, οριακά μικρότερα του 2016, οπότε ήταν 87,36 δισ. ευρώ, ενώ οι δαπάνες κινήθηκαν στα 85,322 δισ. ευρώ και ήταν λιγότερες αυτών του 2016 (86,271 δισ. ευρώ).
Σύμφωνα με το μνημόνιο, η Ελλάδα πρέπει να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017 και 3,5% το 2018 και την επόμενη χρονιά. Είναι η τρίτη χρονιά από το 2015 που ο προϋπολογισμός ξεπερνά τον στόχο. Η χώρα πέτυχε το 2016 πρωτογενές πλεόνασμα 4,19% έναντι στόχου για μόλις 0,5%.
Το υψηλότερο πλεόνασμα οφείλεται κυρίως στα αυξημένα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές, τα υψηλότερα φορολογικά έσοδα και τις περικοπές των δαπανών.
Διευκρινίζεται ότι το πλεόνασμα που υπολογίζει η ΕΛΣΤΑΤ (βάσει του ESA 2010) δεν ταυτίζεται με το πρωτογενές πλεόνασμα του προγράμματος. Για το δεύτερο, μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ό,τι αντιμετωπίζονται κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στοιχείων για τους σκοπούς της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, συναλλαγές για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα έσοδα από μεταφορές ποσών που συνδέονται με εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης, τα οποία προέρχονται από την κατοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου