Ιδού και το σχετικό κείμενο του
“καπετάν Θωμά”:
Χριστουγεννιάτικο θαύμα
«ΈΤΣΙ, ταλαιπωρημένοι, ξυπόλητοι σχεδόν, με τα
ξεχαρβαλωμένα υποδήματα, νηστικοί εξουθενωμένοι από τη συνεχή πορεία και την
κακοπάθεια, φθάσανε στις 24 Δεκεμβρίου 1942 στα Τοπόλιανα. Κι
εκεί συνάντησαν το τμήμα του αρχηγείου Ευρυτανίας, που είχε προηγηθεί. Την άλλη
μέρα ξημέρωνε Χριστούγεννα. Είναι η μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης, που ο
λαός μας της δίνει μεγάλη θέση στην καρδιά του και την πανηγυρίζει με ιδιαίτερη
χαρά. Στα παλιά τα χρόνια, ίσως και σήμερα, σε μερικά χωριά, σφάζανε τα γουρούνια τους,
που τρέφανε ολοχρονίς, φτιάχνανε από το κρέας τους τα λουκάνικά τους, λειώνανε
το λίπος να τόχουνε όλη τη χρονιά για το μαγείρεμα, ψήνανε τους σουφλιμάδες στη
μικρή σούβλα του τζακιού, ψήνανε τα χριστόψωμα στους σπιτικούς φούρνους κι αφού
τα ξημερώματα μεταλαβαίνανε στην εκκλησία, το ρίχνανε από το μεσημέρι στην
ευωχία με το γλυκόπιοτο κρασί.
Που τώρα τέτοια μπερκέτια, που και όρεξη για γλέντια
στα μαύρα χρόνια της κατοχής, μαύρα Χριστούγεννα γιορτάζανε και στα φτωχά
Τοπόλιανα με τη μεγάλη ανέχεια κι ανημποριά. Τόση είταν στην καταραμένη τη
σκλαβιά η ανημποριά τους ώστε, τη χρονιά αυτή δεν είχανε ούτε παπά και θα μένανε οι χωριανοί αλειτούργητοι,
μεγάλο βάσανο και κρίμα αυτό στην ψυχή τους, όπως βαρειά το νοιώθανε με πίστη
αληθινή. Και να, πως έγινε γι’ αυτούς τη μέρα αυτή το χριστουγεννιάτικο
θαύμα.
Ακούει
ο παπάς των ανταρτοσωμάτων, ο ηρωικός και θρυλικός Παπά-Κουμπούρας, με την ελληνική και χριστιανική ψυχή, που τον
φάγανε μπαμπέσικα οι Ζερβικοί, πως δεν έχει παπά το χωριό, τρέχει στον Πρόεδρο της Κοινότητας, πάνε μαζί και
χτυπούν την καμπάνα της εκκλησιάς και καλούν τους χριστιανούς στη λειτουργία.
Τέτοια χρονιάρα μέρα, δεν έπρεπε να μείνουν αλειτούργητοι. Μήτε οι ίδιοι οι
αντάρτες από τον πρώτο ως τον τελευταίο, θα το θέλανε και για τον εαυτό τους
αυτό. Θέλανε κι οι ίδιοι να λειτουργηθούν! Και λειτουργήθηκαν μαζί με τους Τοπολιανίτες. Τρίβουν τα μάτια τους
από συγκίνηση οι χωρικοί κι αναρωτιούνται πούθε τούς ήρθε τέτοιο αναπάντεχο
καλό.
– Έκαμε και πάλι το θάμα του ο Κύριος, σιγάνο-μουρμουρίζουν
οι γεροντότεροι.
Ανάβουν
τα μικρά κεριά τους στην εκκλησία, βλέπουν τον παπά με τα σκεπασμένα κάτω από
τα άμφια φυσεκλίκια να λειτουργεί,
ακούνε και τους Ελασίτες, που
πιάσανε τα ψαλτήρια να ψέλνουν τη θεία Γέννηση, ξαφνιάζονται και θαυμάζουν και
μονολογούνε όλοι μαζί.
– Χριστουγεννιάτικο θαύμα είναι τούτο αληθινό…
Που
να φαντάζονταν ότι από κει που δεν το περιμένανε, θα βρίσκανε τέτοια θεία δωρεά…!
Τους είχανε, βλέπεις, κανοναρχήσει, πως οι αντάρτες του Άρη είναι άθεοι
κομμουνιστές, που δε νομάζανε Θεό,
καίνε και γκρεμούν τις εκκλησίες
και τα εικονίσματα, όπου
περνούν, τους λέγανε οι Ζερβικοί, και τώρα βλέπανε κι ακούανε με τα ίδια τους
τα μάτια και τ’ αυτιά, πόσο διαφορετική είτανε η αλήθεια, κι ακόμα δεν
τολμούσανε να την πιστέψουνε.
Κρύβεται, όμως η αλήθεια, όταν στέκει έτσι
ολοζώντανη μπροστά τους; Μόλις τέλειωσε η λειτουργία, βγαίνουν ξεθαρρεμένοι στο
πεζούλι της μικρής εκκλησίας και στους πάγκους του καφενείου, ανακατεύονται με
τους αντάρτες, τα λένε όπως ξέρουν να τα πούνε μεταξύ τους οι άνθρωποι του
λαού, όταν νοιώθουν ελεύθεροι κι απαλλαγμένοι από το βάρος της
ψυχής, σφίγγουν τα χέρια αδελφωμένα κι όταν έρχεται η ώρα να φύγουν, τους
κατευοδώνουν ως την έξοδο του χωριού.
– Στο καλό να πάτε παλληκάρια κι ο Θεός μαζί σας
αδέρφια…”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου