Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τη μεγάλη Οκτωβριανή
Επανάσταση, φέρνει στο προσκήνιο κρίσιμα ερωτήματα αλλά και πολύτιμα
διδάγματα, από τη μεγάλη «έφοδο στους ουρανούς» που συγκλόνισε τον κόσμο, τα
οποία στις σημερινές συνθήκες, της βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος,
έχουν για το λαϊκό κίνημα όχι μόνο ιστορική αλλά και σύγχρονη σημασία.
Ειδικότερα η εμπειρία της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (ΝΕΠ) που επεξεργάστηκε
ο Λένιν και συνολικά η οικονομική πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Σοβιέτ
στην πρώτη δεκαετία μετά από την κατάκτηση της εξουσίας, παρουσιάζει διαχρονικά
εξαιρετικό ενδιαφέρον για όλα τα επαναστατικά και ριζοσπαστικά κινήματα σε
όλες τις χώρες.
Τα συγκεκριμένα ζητήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο των
εξελίξεων στην ΕΣΣΔ, σε όλη τη διάρκεια ύπαρξής της, από την ίδρυσή ως τη
διάλυσή της το 1991. Οι μεταβατικές οικονομικές μορφές διεύθυνσης και οι πολιτικές
της ΝΕΠ στη δεκαετία του 1920, έδωσαν θετικά αποτελέσματα και επέτρεψαν στη
σοβιετική οικονομία να ανασυγκροτηθεί γρήγορα από τις καταστροφές του Α'
παγκοσμίου πολέμου, αλλά και του εμφυλίου, καθώς της ξένης επέμβασης
(Γερμανών-Γάλλων-Άγγλων ιμπεριαλιστών) και παράλληλα να τεθούν οι βάσεις για
μια ολόπλευρη και βιώσιμη σοσιαλιστική ανάπτυξη. Δυστυχώς, η πρόωρη κατάργησή
της στο τέλος της δεκαετίας του 1920 περιόρισε αυτές τις δυνατότητες. Αργότερα,
με το 20ό Συνέδριο στη δεκαετία ’50 και πολύ αργότερα με την Περεστρόικα,
συνειδητοποιήθηκε ο λαθεμένος χαρακτήρας πολλών επιλογών και επιχειρήθηκε μια
στροφή σε μεταρρυθμίσεις που από πολλές απόψεις θύμιζαν μέτρα της ΝΕΠ, χωρίς
ωστόσο να υπάρξει μια αντίστοιχη θεμελίωσή τους σαν εκείνη που είχε δώσει ο Λένιν.
Κατά συνέπεια η συζήτηση για το χαρακτήρα της ΝΕΠ παραμένει επίκαιρη για
άντληση διδαγμάτων σχετικά με τις προοπτικές και τις δυσχέρειες της
σοσιαλιστικής μετάβασης στην εποχή μας.
Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις θεωρητικές επεξεργασίες
των κλασικών του μαρξισμού (Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν), οι διαδικασίες μετάβασης
από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ξεκινούν με την κατάληψη της εξουσίας από
την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και τη «μετατροπή του προλεταριάτου σε
κυρίαρχη τάξη».1 Η νέα πολιτική εξουσία που αποτελεί ανώτερη μορφή
δημοκρατίας,2 προχωρά στην «κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας
στα βασικά μέσα παραγωγής» και το πέρασμά τους στα χέρια των ίδιων των
εργαζόμενων.3 Καταργεί επίσης την ταξική εκμετάλλευση και εφαρμόζει
ορθολογική, με βάση σχέδιο, κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων στους διάφορους
κλάδους της οικονομίας, εξασφαλίζοντας την αναλογική ανάπτυξη, με στόχο την
ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών αναγκών.4 Στο βαθμό που «οι
εμπράγματοι όροι παραγωγής αποτελούν συνεταιριστική ιδιοκτησία των ίδιων των
εργατών», προκύπτει η δυνατότητα εφαρμογής «της διανομής των μέσων κατανάλωσης
με βάση την εργασία».5
Ταυτόχρονα πραγματοποιούνται ριζοσπαστικές αλλαγές
σε όλο το θεσμικό εποικοδόμημα (κράτος, αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, κ.ά.), που
ανοίγουν δρόμους ουσιαστικής συμμετοχής των εργαζόμενων στη διεύθυνση των
οικονομικών και κοινωνικών υποθέσεων, μαζί και νέους ορίζοντες στην πνευματική
ζωή της κοινωνίας, στην προοπτική της μετάβασης της από το «βασίλειο της
ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας».
Η περίοδος μετάβασης από τον καπιταλισμό στο
σοσιαλισμό, είναι μια περίοδος ριζοσπαστικών οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών
και έντονης ταξικής πάλης. Όπως σημειώνει ο Λένιν, η συγκεκριμένη «περίοδος δεν
μπορεί να μην είναι παρά περίοδος αγώνα ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει
και στον κομμουνισμό που γεννιέται, με άλλα λόγια ανάμεσα στο νικημένο
καπιταλισμό, που όμως δεν συντρίφτηκε ολότελα και στον κομμουνισμό που
γεννήθηκε, αλλά που είναι ακόμα πολύ αδύνατος».6 Το
κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο της μεταβατικής περιόδου είναι διαδικασία
βαθιών κοινωνικών μετασχηματισμών υπέρβασης των κυρίαρχων καπιταλιστικών
σχέσεων, σε καινούργιες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι ιδιαίτερες συνθήκες
κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, το επίπεδο
ανάπτυξης των «παραγωγικών δυνάμεων» της κοινωνίας, οι εθνικές ιδιαιτερότητες
κάθε χώρας, κ.ά., παίζουν κρίσιμο ρόλο στους ρυθμούς και τις μορφές των
κοινωνικών αλλαγών, στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ως την οριστική νίκη του σοσιαλισμού.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης των
Μπολσεβίκων, μετά την κατάληψη της εξουσίας, πέρασε από τρεις διακριτές φάσεις,
που όλες τους εξυπηρετούσαν τον κεντρικό πολιτικό στόχο της μεταβατικής
περιόδου, δηλαδή τη νίκη του σοσιαλισμού πάνω στον καπιταλισμό. Η πρώτη
περίοδος, ήταν από τον Οκτώβρη του 1917 ως το καλοκαίρι του 1918, η
δεύτερη («πολεμικός κομμουνισμός»), από το καλοκαίρι του 1918 ως τις αρχές
του 1921 και η τρίτη (περίοδος ΝΕΠ), από τις αρχές του 1921 ως το 1928.
Στην πρώτη περίοδο, εφαρμόστηκε η πολιτική εθνικοποίησης μόνο της
μεγάλης βιομηχανίας, των τραπεζών, κ.ά., καθώς και το μέτρο της «καταγραφής και
του ελέγχου» της παραγωγής και διανομής των προϊόντων στις κρατικές
επιχειρήσεις (εργατικός έλεγχος με εθνικοποίηση λίγων μεγάλων επιχειρήσεων,
τραπεζών, κ.ά.), ώστε να αποκτήσουν οι εργάτες εμπειρία στη διεύθυνση των
επιχειρήσεων, παράλληλα με την αποκατάσταση της εργασιακής πειθαρχίας για
αύξηση της παραγωγικότητας. Το Δεκέμβρη του 1917 δημιουργήθηκε το Συμβούλιο Εθνικής
Οικονομίας, ενώ έγινε και προετοιμασία του νέου κρατικού προϋπολογισμού του
1918.
Η δεύτερη περίοδος («πολεμικός
κομμουνισμός»), αρχίζει το καλοκαίρι του 1918, με το
ξέσπασμα της αντεπανάστασης και της ξένης ένοπλης επέμβασης (Άγγλων - Γάλλων -
Γερμανών, κ.ά.), με στόχο την κατάπνιξη της εξουσίας των Σοβιέτ. Το βασικό
γνώρισμα του πολεμικού κομμουνισμού στον αγροτικό τομέα, ήταν η εφαρμογή
του συστήματος «ολοκληρωτικής επίταξης» όχι μόνο του υπερ-προϊόντος αλλά και
μέρους του αναγκαίου προϊόντος των αγροτών. Ο Λένιν χαρακτήρισε τον «πολεμικό
κομμουνισμό» ως «στρατιωτικό-πολιτική συμμαχία του προλεταριάτου και της
αγροτιάς». Το σοβιετικό κράτος εξασφάλισε τη γη στους αγρότες και οι αγρότες
έδιναν μέρος από το αναγκαίο προϊόν για τη νίκη της επανάστασης και για τη
διατήρηση της γης τους.
Στον τομέα της βιομηχανίας, ο πολεμικός
κομμουνισμός πήρε το χαρακτήρα της πλήρους εθνικοποίησης των μεγάλων και μικρών
βιομηχανικών επιχειρήσεων, παραμερίζοντας την ως τότε πολιτική του εργατικού
ελέγχου της παραγωγής και διανομής. Το δίλημμα που τέθηκε ήταν, είτε όλη η
βιομηχανία θα γίνει το οπλοστάσιο της επανάστασης, είτε η αποδιοργάνωση θα
χρησιμοποιηθεί από την αντεπανάσταση για συντριβή των σοβιέτ. Η πλήρης
εθνικοποίηση της βιομηχανίας αποσκοπούσε παράλληλα να χτυπήσει σε βάθος τα
οικονομικά στηρίγματα των εκμεταλλευτριών τάξεων. Εφαρμόστηκε ακόμα η αυστηρή
συγκεντρωτική διεύθυνση σε όλη τη βιομηχανική παραγωγή η οποία προσανατολίστηκε
στην παραγωγή ειδών για τις ανάγκες του μετώπου.
Επιβλήθηκε τέλος η υποχρεωτική εργασία, ένα μέτρο
που στρεφόταν ενάντια στους εκμεταλλευτές, αλλά και για την κινητοποίηση
εργασιακών εφεδρειών για τις ανάγκες του μετώπου, ενώ από την άλλη καταργήθηκε
το εμπόριο και επεβλήθη η κατανομή των αγαθών σύμφωνα με δελτίο. Το μέτρο είχε
στόχο να πλήξει τους κερδοσκόπους, αλλά και να συγκεντρώσει διάφορα είδη για
τις ανάγκες του πολέμου. Αντίθετα οι κοινωνικές υπηρεσίες, νερό, φως, κ.ά.,
παρέχονταν δωρεάν. Συνοπτικά η πολιτική του πολεμικού κομμουνισμού ήταν μια
βίαιη προσωρινή πολιτική, με σκοπό την υπεράσπιση της επανάστασης από τους
εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.
Η τρίτη περίοδος, η
περίοδος της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (ΝΕΠ), αρχίζει μετά τη συντριβή της
αντεπανάστασης. Λόγω του πολέμου (Α΄ παγκόσμιος πόλεμος), του εμφυλίου πολέμου
και της ξένης επέμβασης, η οικονομία της Ρωσίας ήταν σχεδόν κατεστραμμένη. Η
βιομηχανική παραγωγή έφτανε μόλις στο 14% της παραγωγής του 1913, παρόμοια είχε
μειωθεί και η αγροτική. Η μαύρη αγορά απλωνόταν, η πείνα θέριζε, ενώ πολλοί
έφευγαν από τη Ρωσία. Από την άλλη η δυσφορία των αγροτών κατά του «πολεμικού
κομμουνισμού», όλο και δυνάμωνε. Η ανάγκη αλλαγής οικονομικής πολιτικής έμπαινε
επιτακτικά.
Ο Λένιν, στη βάση του σχεδίου οικοδόμησης του
σοσιαλισμού που είχε επεξεργαστεί την άνοιξη του 1918,7 αλλά και με
βάση τα νέα δεδομένα, επεξεργάστηκε τους βασικούς άξονες της «Νέας Οικονομικής
Πολιτικής» (ΝΕΠ), τους οποίους ενέκρινε το 10ο Συνέδριο του Κόμματος των
Μπολσεβίκων, το Μάρτη του 1921. Βασικός σκοπός της ΝΕΠ ήταν, μέσα από την
αναζωογόνηση των εμπορευματικών σχέσεων (αγορά) και τόνωση ως ένα βαθμό των
καπιταλιστικών στοιχείων, να επιτευχθεί η ανάπτυξη της παραγωγής και η
οικονομική ανόρθωση της χώρας, με ταυτόχρονο δυνάμωμα της οικονομικής συμμαχίας
της εργατικής τάξης και της αγροτιάς και τελικό στόχο τη νίκη του σοσιαλισμού.
Το πλαίσιο βασικών αρχών της ΝΕΠ
προέβλεπε τα εξής:8
• Εθνικοποίηση μόνο των βασικών μέσων παραγωγής.
• Δυνατότητα ανάπτυξης της μικρο-εμπορευματικής
παραγωγής και ενίσχυση των οικονομικών δεσμών εργατών-αγροτιάς μέσω των εμπορευματο-χρηματικών
σχέσεων.
• Δυνατότητα λειτουργίας ξένων (εκχωρήσεις) ή
εγχώριων καπιταλιστικών επιχειρήσεων και προσανατολισμό τους (με ρυθμίσεις)
στην ανόρθωση της οικονομίας.
• Διατήρηση των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων σε
στρατηγικούς κλάδους κάτω από τον έλεγχο του σοβιετικού κράτους.
• Αναδιοργάνωση του τραπεζικού συστήματος, αυξημένος
ρόλος των εμπορικών τραπεζών.
• Υποβοήθηση της ανασυγκρότησης των παραγωγικών
δυνάμεων με πλήρη αξιοποίηση των ηθικών και υλικών κινήτρων στην εργασία.
• Αξιοποίηση αστών ειδικών στην παραγωγή.
• Πολιτική βαθμιαίου περιορισμού των καπιταλιστικών
στοιχείων.
Τα ειδικότερα οικονομικά μέτρα της ΝΕΠ
αφορούσαν:9
Α) Αντικατάσταση της επίταξης του υπερπροϊόντος των
αγροτών με το «φόρο σε είδος», που ήταν αναλογικά δύο φορές μικρότερος,
πράγμα που έδωσε κίνητρο αύξησης της παραγωγής στους αγρότες. Ο φόρος σε είδος
επιβαλλόταν πριν από τη σοδειά και διαφοροποιούταν ανάλογα με την κατάσταση των
νοικοκυριών, δίνοντας έτσι ώθηση στην αύξηση της παραγωγής και την καλλιέργεια
νέων εκτάσεων. Ενίσχυσε τους δεσμούς της αγροτιάς με τους εργάτες.
Β) Κατάργηση της απαγόρευσης του εμπορίου
(εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων) που είχε επιβληθεί επί πολεμικού κομμουνισμού.
Δημιουργήθηκε κρατική επιτροπή εμπορίου που ρύθμιζε τους κανόνες λειτουργίας
του. Εκτός από την ανάπτυξη του ιδιωτικού εμπορίου δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή
στην ανάπτυξη του συνεταιριστικού εμπορίου. Η επαναλειτουργία του εμπορίου
ενίσχυσε τους οικονομικούς δεσμούς της πόλης με το χωριό και έδωσε τη
δυνατότητα στους αγρότες, πώλησης του πλεονάσματος παραγωγής για την αγορά
βιομηχανικών προϊόντων. Η αναζωογόνηση του εμπορίου (χονδρικό και λιανικό)
ενίσχυσε τα καπιταλιστικά στοιχεία, τόσο στη σφαίρα της κυκλοφορίας, όσο και
στη σφαίρα της παραγωγής (μικρομεσαία βιομηχανία).
Γ) Παραχωρήθηκαν με ενοίκιο για εκμετάλλευση
διάφορες Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις που είχαν επιταχθεί επί πολεμικού
κομμουνισμού. Και αυτό το μέτρο είχε ως συνέπεια την ενίσχυση των
καπιταλιστικών στοιχείων.
Δ) Εφαρμογή κρατικού καπιταλισμού, με την υπογραφή
συμβολαίων εκμετάλλευσης φυσικών πόρων με συμμετοχή του κράτους, από εγχώριες
και ξένες επιχειρήσεις, με ταυτόχρονη εφαρμογή της «καταγραφής και του έλεγχου»
της παραγωγής και διανομής εκ μέρους των εργατών.
Ε) Κατάργηση της αυστηρής συγκεντρωτικής διεύθυνσης
που είχε επιβάλλει ο πολεμικός κομμουνισμός και πέρασμα των κρατικών
επιχειρήσεων στο σύστημα της κοστολόγησης και των αρχών της «οικονομικής
ιδιοσυντήρησης», για αύξηση της παραγωγής και ενίσχυση της αποδοτικότητας τους.
Στη δέσμη των πιο πάνω μέτρων, αργότερα προστέθηκαν
σειρά από άλλα μέτρα, όπως η νομισματική μεταρρύθμιση (1922-24), ενώ
διατηρήθηκαν σε ισχύ τα μέτρα εθνικοποίησης των τραπεζών και το κρατικό
μονοπώλιο εξωτερικού εμπορίου, κ.ά., που είχαν ληφθεί στην πρώτη φάση.
Επισημάναμε εδώ μόνο ορισμένες βασικές αιτίες των
αδιεξόδων του ιστορικού εγχειρήματος του Οκτώβρη του ’17, συνδεόμενες με τις
δυσχέρειες και τους κινδύνους που απέρρεαν από την αρχική οικονομική
καθυστέρηση, το έλλειμμα προηγούμενων εμπειριών σοσιαλιστικού μετασχηματισμού,
τις λαθεμένες επιλογές του Στάλιν στη δεκαετία ’30 και τις ανεπαρκώς
μελετημένες μετέπειτα διορθωτικές κινήσεις. Χρειάζεται ωστόσο να δούμε βαθύτερα
τις αιτίες της αποτυχίας, εξετάζοντας και τις εμπειρίες των άλλων χωρών, όπως
π.χ. της Κίνας, που μέσα από άλλο δρόμο «μεταρρυθμίσεων», με σημαία τη
«σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς» και το «σοσιαλισμό με κινέζικα
χαρακτηριστικά»,32 κατέληξε κι αυτή στην καπιταλιστική παλινόρθωση.
Επίσης πρέπει να μελετηθεί η εμπειρία της Κούβας,33 όπου παρά τις
πιέσεις και τον οικονομικό πόλεμο των ιμπεριαλιστών, κυρίως των ΗΠΑ, το
σοσιαλιστικό εγχείρημα παραμένει ζωντανό, εξασφαλίζοντας ποιοτικούς δείκτες
ζωής για το λαό της.
Σε κάθε περίπτωση, η εμπειρία της ΝΕΠ και η σχετική
θεωρητική προβληματική του Λένιν, έχουν θεμελιώδη σημασία στη μελέτη των
ζητημάτων της μετάβασης στο σοσιαλισμό. Η ΝΕΠ ήταν ένα μεταβατικό εγχείρημα που
έγινε δυνατό μετά την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας, σε συνθήκες όπου
είχαν διασφαλιστεί οι πολιτικοί όροι για την έναρξη της σοσιαλιστικής
μετάβασης. Ωστόσο, τα ζητήματα των ελιγμών και των ελεγχόμενων υποχωρήσεων
που περιλάμβανε, είχαν και έχουν ιδιαίτερη σημασία στη διεξαγόμενη ταξική πάλη
στην καπιταλιστική Δύση, όπου η αστική τάξη, όπως είχε επανειλημμένα
υπογραμμίσει ο Λένιν, είναι πολύ καλύτερα οργανωμένη από ό,τι στην τσαρική
Ρωσία και διαθέτει πολύ περισσότερες δυνατότητες αντίστασης και επιθέσεων
ενάντια στο επαναστατικό κίνημα. Στις συνθήκες αυτές, όπως τόνισε ο Λένιν στον
λόγο του στο 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, είναι αναγκαίο οι
κομμουνιστές να μαθαίνουν και να ξέρουν να εφαρμόζουν όχι μόνο την τέχνη της
επίθεσης αλλά και εκείνη της υποχώρησης34. Στην πράξη, αυτό
περιλαμβάνει την αναγκαία συγκέντρωση δυνάμεων μέσω μιας πολιτικής συμμαχιών,
στο κοινωνικό και στο πολιτικο-κοινοβουλευτικό πεδίο, που θα δημιουργεί σε κάθε
φάση το μέγιστο δυνατό ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων, πάνω στα εκάστοτε επίδικα
ζητήματα.
Εκατό
χρόνια μετά τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, η βαθιά κρίση του καπιταλισμού, η
έκρηξη των ανισοτήτων και των ανταγωνισμών που γεννά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο
διαχείρισης, σε κάθε χώρα διεθνώς και στην Ελλάδα, δεν παύει να επαναφέρει
διαρκώς, με σύγχρονους όρους στο προσκήνιο, το δίλημμα «σοσιαλισμός ή
βαρβαρότητα». Στην απόκριση σε αυτό το δίλημμα, πολύτιμη παραμένει πάντα η
θεωρητική και μεθοδολογική συμβολή και η γόνιμη αξιοποίηση των διδαγμάτων του
Οκτώβρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου