Στον απόηχο του σκανδάλου Χάρβεϊ Γουάινστιν που συγκλόνισε τον κόσμο του θεάματος, Ελληνίδες δημοσιογράφοι αποκάλυψαν, μιλώντας στο «Πρώτο Θέμα», ότι τα ίδια έχουν συμβεί και στη χώρα μας, στις ίδιες.
Δύο εξ αυτών, μάλιστα, «φωτογραφίζουν» γνωστό διευθυντή-εκδότη και μιλούν για πρώτη φορά ανοιχτά για τη σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκαν στα πρώτα τους δημοσιογραφικά βήματα:
Γαλάτεια Λασκαράκη - Διευθύντρια «Marie Claire»
Σου ρίχτηκε; «Οχι», είπα ψέματα με δήθεν έκπληκτο ύφος, αν και νομίζω ότι κανείς δεν με πίστεψε. Τα μάγουλά μου έκαιγαν και πρέπει να ήμουν κατακόκκινη.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι όταν είσαι 25 χρόνων και δέχεσαι σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας είναι ότι κάτι έκανες λάθος. Ισως να μην έπρεπε να χαμογελάς τόσο πολύ στην εφημερίδα, ίσως τελικά κάτι -χυδαίο;- επάνω σου δείχνει ότι είσαι διαθέσιμη. Ισως, παρά τα πτυχία και το master, και το χειρόγραφο πάνω από το οποίο ίδρωσες για να είναι καλό, εκείνος, λες και είσαι διάφανη, βλέπει μόνο μέσα από το πουλόβερ σου. Αρα μήπως δεν έχεις καθόλου ταλέντο, μήπως είσαι εδώ μόνο και μόνο για να περάσεις αυτό το τεστ σε αυτό το γραφείο που μυρίζει εξουσία; Αυτό είσαι, λοιπόν, μια αποτυχία πριν ακόμη ξεκινήσεις, μια μικρή βρώμικη μετριότητα;
Μακάρι να μπορούσα να απαντήσω τώρα στον 20χρονο εαυτό μου, αλλά όταν έχεις μόλις προσγειωθεί στη δουλειά των ονείρων σου για να κάνεις καριέρα είναι σχεδόν απίθανο να διαθέτεις τα skills ή το λεξιλόγιο να τα ξεκόψεις κάτι τέτοια μαχαίρι ή να ξεκαθαρίσεις μέσα σου μια και καλή ότι δεν σε κολακεύει η ερωτική προτίμηση κάποιου που δεν σε σέβεται, ακόμη και αν είναι ένας από τους ισχυρότερους άνδρες στη χώρα. Οσες βίωσαν παρόμοιες εμπειρίες με εγχώριους Χάρβεϊ Γουάινσταϊν διαπίστωσαν προφανώς ότι τα συνεσταλμένα «σας παρακαλώ, με φέρνετε σε δύσκολη θέση» δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα απέναντι σε βεβιασμένα φιλιά, μια στύση που καθόλου δεν ζήτησες και την εικόνα ενός άνδρα που γδύνεται μπροστά σου, παρότι τον ποθείς όσο μια σφαίρα στο κεφάλι.
Βιώνοντας τον εφιάλτη
Ενώ ένα ολόκληρο σύμπαν αξιών γκρεμιζόταν γύρω μου («τι θα έλεγε γι’ αυτό ο πατέρας μου, που είναι τόσο περήφανος για τη δουλειά μου εδώ;» σκεφτόμουν), διέγραφα μια ανοδική πορεία στην εταιρεία, συνηθίζοντας να ζω με μια ανυπόφορη αγωνία («μη μείνεις τελευταία στο γραφείο, μη σε βάλουν σε λάθος βάρδια») μέχρι που κάποιους μήνες μετά σταμάτησε.
Η αλήθεια είναι ότι στη δική μου περίπτωση ουδέποτε υπονοήθηκε ότι θα απολυθώ ή ότι θα καταστραφώ. Εμεινα εκεί, έμαθα όσα ξέρω, πήρα μεγάλη ικανοποίηση από αυτή τη δουλειά και την έκανα από πολλές υπεύθυνες θέσεις. Εμαθα ακόμη και να συνυπάρχω σε άλλο επίπεδο πια με τον δικό μου Χάρβεϊ, κρατώντας στη μνήμη μου μια εκλεπτυσμένη εκδοχή της ιστορίας, προσδίδοντάς του με τα χρόνια μια ιδιότητα πατρικής φιγούρας - ή μπορεί να ήταν και ένα λανθάνον Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Αρρωστο; Ισως. Μηχανισμός συγχώρεσης του εαυτού μου για τον όχι ιδιαίτερα δυναμικό χειρισμό της κατάστασης; Οπωσδήποτε. «Και τι νόημα έχει να μιλάς τώρα με 20 χρόνια καθυστέρηση;» μου είπε πρόσφατα μια όμορφη παθούσα, που εξαιτίας του παραιτήθηκε. Νομίζω, έχει νόημα. Είτε το δεις με τη Βιβλική έννοια («γιατί αυτοί που έχουν φωνή πρέπει να μιλούν για εκείνους που είναι άφωνοι»), είτε για να φτάσει εκείνη η μέρα που oι κόρες μου θα βλέπουν τη σεξουαλική παρενόχληση μόνο σε νοσταλγικές σειρές τύπου «Mad Men».
Πασπαλίσαμε το παρελθόν με μια δόση γραφικότητας, αλλά δεν είναι καθόλου αστείο να το ζουν αυτό νεαρές γυναίκες. «Ας μιλούσαν τότε όλες αυτές, τότε που συνέβαινε, και ας ρίσκαραν την καριέρα τους», έγραψε πρόσφατα ένας φίλος στο Facebook σχολιάζοντας το #metoo. Ορίστε; Γιατί να ρισκάρω την καριέρα μου; Γιατί να ρισκάρω οτιδήποτε; Δεν θα έπρεπε καν να έχω να ντιλάρω αυτόν τον αντιπερισπασμό. Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά δεν νομίζω ότι οι ορέξεις του διευθυντή απέσπασαν ποτέ τους άνδρες συναδέλφους μου από τη δική τους καριέρα.
Ρομίνα Ξύδα - Δημοσιογράφος
Aπό εμφάνισή της στο «Joy»
Αθήνα, χρόνια πριν. Μόλις έχω τολμήσει το μεγάλο άλμα από τον χώρο της δικηγορίας σε εκείνον της δημοσιογραφίας. Μια άγνωστη στον κόσμο των γνωστών. Μια ανώνυμη στο σύμπαν των επωνύμων. Μια «Ποιος σ’ έφερε εσένα εδώ. Πώς κατάφερες να μπεις στο μαγαζί αυτό;» στο «Κανένας. Χτύπησα μόνη μου την πόρτα, εκείνη άνοιξε, κι εγώ μπήκα. Ετσι απλά».
Το πρώτο διάστημα το μεγάλο άλμα δεν έχει μήκος αλλά βάθος. Απύθμενο και σκοτεινό. Αν παραπατήσω, ξέρω καλά πως κανένα χέρι δεν θα με τραβήξει, δεν υπάρχει ώμος σωτηρίας να κρατηθώ, ούτε φιλικές παλάμες να με βγάλουν στην επιφάνεια. Κάθε μέρα παλεύω να μείνω όρθια με τον τσαμπουκά της νιότης και με την υπογραφή μου «που δεν μπορεί να μπει ακόμη.
Το πρώτο διάστημα το μεγάλο άλμα δεν έχει μήκος αλλά βάθος. Απύθμενο και σκοτεινό. Αν παραπατήσω, ξέρω καλά πως κανένα χέρι δεν θα με τραβήξει, δεν υπάρχει ώμος σωτηρίας να κρατηθώ, ούτε φιλικές παλάμες να με βγάλουν στην επιφάνεια. Κάθε μέρα παλεύω να μείνω όρθια με τον τσαμπουκά της νιότης και με την υπογραφή μου «που δεν μπορεί να μπει ακόμη.
Είσαι πολύ νέα. Ισως έξι μήνες μετά, στο τέλος του κειμένου, πολύ αργότερα στην κορυφή». Δεν με νοιάζει. Είμαι χαρούμενη, είμαι ευτυχισμένη. Και μόνο που δεν μου κόβεται η ανάσα από βαρεμάρα στους διαδρόμους της Ευελπίδων μού είναι αρκετό. Η τελευταία μου κόβεται, ωστόσο, απότομα λίγους μήνες μετά όταν το ασανσέρ που σταματά στον όροφό μου με συστήνει με έναν άνδρα τον οποίο αντικρίζω για πρώτη φορά στη ζωή μου. Δεν τον γνωρίζω, δεν ξέρω καν τι δουλειά κάνει, δεν έχω όρεξη για κουβέντες, ούτε κέφι για συστάσεις. Το ερώτημά του -μόνιμος αντίλαλος στους διαδρόμους του κτιρίου- «Ποιος σ’ έφερε εσένα εδώ.
Πώς κατάφερες να μπεις στο μαγαζί αυτό;» λαμβάνει την απάντηση «Αμάν πια μ’ αυτή την ερώτηση! Κανείς. Μόνη μου μπήκα» και το ταυτόχρονο γύρισμα της πλάτης μου. Εκείνος με αγγίζει απαλά, υπογραμμίζει όνομα και ιδιότητα και συνοδεύει το άνοιγμα της πόρτας του ασανσέρ, που έχει επιτέλους φτάσει στο ισόγειο, με τη φράση «Αύριο το πρωί σάς περιμένω στο γραφείο μου με το βιογραφικό σας. Στις εννέα ακριβώς. Ούτε λεπτό αργότερα». Τρέμω, κλαίω, παραπατάω, φοβάμαι την απόλυση και την επιστροφή στον δρόμο της δικηγορίας. Εκείνο το βράδυ μένω άυπνη και το πρωί της επομένης, στις εννέα ακριβώς, στέκομαι έξω από το γραφείο του. Οσο τον περιμένω, αισθάνομαι να με περιβάλουν κεφάλια που πηγαίνουν πέρα δώθε σαν να με προειδοποιούν: «Τώρα, κακομοίρα μου, την πάτησες». Ανδρικές ματιές που χαμηλώνουν στα δύσκολα, σερνικά γελάκια που σκάνε μπροστά σε ερωτικά καμώματα, στόματα κλειστά που δεν θα σε υπερασπιστούν ποτέ και για κανέναν λόγο. Φαλλοκράτες του κερατά που για όλα φταίει το καλό σου σώμα και η μίνι φούστα σου.
«Είμαι έτοιμος να πραγματοποιήσω κάθε σας επιθυμία»
Η πόρτα ανοίγει. Εκείνος κάθεται στο γραφείο του, εγώ αφήνω μπροστά του το βιογραφικό μου. Δεν το κοιτά. Δεν του ρίχνει ούτε μια ματιά. Τόσα χρόνια κόπων πεταμένα στα σκουπίδια, ένα σκουπίδι κι εγώ. «Εμαθα, έμαθα για σας», μου λέει κοφτά ξεκινώντας τον ανατριχιαστικό μονόλογό του: «Και επειδή εχθές γέλασα πολύ μαζί σας, χρόνια είχα να γελάσω τόσο πολύ, αν είναι δυνατόν να μη με γνωρίζετε, δεν υπάρχει γυναίκα σε αυτή τη χώρα που να μη με γνωρίζει, θέλω να σας πω ότι είμαι έτοιμος να πραγματοποιήσω κάθε σας επιθυμία. Τι θέλετε λοιπόν; Να σας βάλω αυτή τη στιγμή στο μισθολόγιο; Να σας αγοράσω κάτι που σας λείπει; Να υπογράψω έναν πολύ καλό μισθό; Ο,τι αποφασίσετε, αυτό θα γίνει». Του λέω ότι δεν θέλω τίποτα.
Με χαρακτηρίζει ηλίθια, «άλλες θα σκότωναν για μια τέτοια ευκαιρία». Τώρα σηκώνεται από το γραφείο και έρχεται προς την πλευρά μου προχωρώντας σε άσεμνες κινήσεις και ερωτικά υπονοούμενα, όλα τους με αντίκρισμα και καλοπληρωμένα. Σηκώνομαι κι εγώ και μ’ ένα «σας παρακαλώ» ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να κατεβαίνω σαν τρελή τα σκαλοπάτια. Φτάνω στο γραφείο μου περιμένοντας την αποπομπή μου. Η διπλανή μου με ρωτάει τι έπαθα, τι έχω, γιατί τρέμω έτσι. Της λέω τα πάντα κι εκείνη γελάει δυνατά: «Μα καλά πλάκα κάνεις; Σε όλες μας έχει συμβεί αυτό. Μην είσαι χαζή. Δεν θα σε διώξει. Απλώς θα σε πρήξει για λίγο καιρό μέχρι να βρει το επόμενο θύμα του. Ετσι κάνει πάντα. Ο τύπος διψάει για νέο αίμα. Μέχρι τότε θα επιστρέφει ξανά και ξανά».
Επέστρεψε αρκετές φορές. Ξανά και ξανά. Με το ίδιο αθόρυβο πάτημα της γάτας, με τα ίδια στριμώγματα σε τοίχους, με τα ίδια υλικά τάματα, με το ίδιο διαστροφικά διψασμένο βλέμμα, μέχρι τη στιγμή που ένα νέο κορίτσι, πολύ νεότερο από μένα, έγινε ο νέος εμμονικός του στόχος. Θυμάμαι τη λυπημένη ματιά όλων μας την πρώτη φορά που την κάλεσε στο γραφείο του. Θυμάμαι τα δικό της τρέμουλο όταν κατέβηκε από εκεί. Θυμάμαι ότι από φόβο, ανάγκη ή ντροπή δεν μιλήσαμε ποτέ και σε κανέναν. Θυμάμαι όσα πάλεψα σκληρά για να ξεχάσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου