Η συζήτηση για το πυρηνικό και πυραυλικό οπλοστάσιο της Βόρειας Κορέας τείνει να επικεντρώνεται πάνω στη δυνητική απειλή που αυτό συνεπάγεται για
τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η διπολική σχέση έχει ουσιαστικά κυριαρχήσει στη σχετική ειδησεογραφία, υπερπροβάλλοντας τη (μελλοντική) δυνατότητα της Πιονγιάνγκ να εξαπολύσει πύραυλο με πυρηνική κεφαλή στο μητροπολιτικό έδαφος των ΗΠΑ.
Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα*
ΠΗΓΗ: Περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ
ΠΗΓΗ: Περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ
Όμως σε μια τέτοια περίπτωση το συντριπτικά μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο των Ηνωμένων Πολιτειών θα νομιμοποιούνταν να εξαπολύσει σαρωτική αντεπίθεση στη Βόρεια Κορέα, που θα οδηγούσε στην εξάλειψή της ως χώρας και στην εξόντωση της ηγεσίας της, μαζί με μεγάλο μέρος του βορειοκορεατικού λαού.
Κατά συνέπεια, πρόκειται για μια επιλογή που πάρα πολύ δύσκολα θα έκανε ο (καθόλου «τρελός») Κιμ Γιονγκ Ουν, ο οποίος έχει επενδύσει στην πυρηνική ισχύ για μην υπάρξει εναντίον του κάποια εκστρατεία αλλαγής καθεστώτος, όπως, για παράδειγμα, αυτή που συνέβη στη Λιβύη, και όχι για να «ματώσει» τις ΗΠΑ και εν συνεχεία να εξαϋλωθεί.
Μια ανεξέλεγκτη… πυρκαγιά
Έτσι, ο άμεσος κίνδυνος πυρηνικού πολέμου που θα ξεκινούσε από τη Βόρεια Κορέα μάλλον είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Όχι όμως και ο έμμεσος. Συγκεκριμένα, ο μεγάλος κίνδυνος για το διεθνές σύστημα είναι η πιθανή πρόκληση «πυρηνικής πυρκαγιάς» από τη «σπίθα» της βορειοκορεατικής πυρηνικοποίησης.
Δηλαδή η μετατροπή πολλών χωρών σε πυρηνικές δυνάμεις, αρχίζοντας από την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα και καταλήγοντας στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και την Τουρκία, σε περίπτωση που η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα κρίνουν ότι δεν μπορούν να εξαρτώνται πλέον από τις ΗΠΑ όσον αφορά την προστασία τους έναντι της Βόρειας Κορέας. Σε αυτήν την περίπτωση το διεθνές σύστημα θα μετατρεπόταν ολοκληρωτικά και απόλυτα σε πολυπολικό (multipolar) και ειδικότερα σε πυρηνικό – πολυπολικό.
Αυτή όμως θα ήταν μια υπερβάλλουσα πολυπολικότητα, που δεν θα εξυπηρετούσε τα ζωτικά συμφέροντα ούτε της Ρωσίας ούτε της Κίνας, με δεδομένο ότι πολλές μεσαίες χώρες χάρη στα πυρηνικά τους οπλοστάσια θα «ανέβαιναν κατηγορία» στο διεθνές σύστημα και θα βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τη Ρωσία και την Κίνα, ή, υπό μία άλλη έννοια, θα υποβίβαζαν τη Ρωσία και την Κίνα στο δικό τους επίπεδο.
Φυσικά, το ίδιο θα συνέβαινε και με τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τη σημαντική όμως διαφορά ότι τα πυρηνικά οπλοστάσια των περισσότερων από τις υποψήφιες προς πυρηνικοποίηση χώρες δεν θα απειλούσαν άμεσα τις ΗΠΑ.
Αυτό θα προέκυπτε τόσο χάρη στις καλές σχέσεις των κρατών αυτών με την Ουάσιγκτον, όσο και εξαιτίας της μεγάλης απόστασης των ΗΠΑ από αυτά, με αποτέλεσμα μόνο διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι (ICBM) ή υποβρύχια εκτοξευόμενοι βαλλιστικοί πύραυλοι (SLBM) μεγάλου βεληνεκούς να είναι σε θέση να προσβάλουν το αμερικανικό έδαφος, ενώ οι δυνατότητες της αμερικανικής αντιβαλλιστικής ασπίδας θα βελτιώνονταν ολοένα και περισσότερο, χάρη και στη βορειοκορεατική πρόκληση.
Προς ένα νέο σύστημα
Αντιθέτως, οι μικρότερες αποστάσεις στην Ευρασία καθιστούν πολύ πιο εύκολη την ανταλλαγή πυρηνικών πληγμάτων μεταξύ των ευρασιατικών κρατών. Έτσι, η περιφερειακή θέση των ΗΠΑ στο διεθνή χάρτη θα μετατρεπόταν εκ νέου σε κρίσιμης σημασίας πλεονέκτημα, ενώ, αντιθέτως, στην Ευρασία θα προέκυπτε ένας ασφυκτικός συνωστισμός πυρηνικών δυνάμεων, όπου η ύπαρξη της μίας θα αδρανοποιούσε τις γεωπολιτικές προοπτικές της άλλης.
Το αποτέλεσμα θα ήταν να δημιουργηθεί ένα είδος πυρηνικού «νεοβεστφαλιανού συστήματος», όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες – αξιοποιώντας τη σχετικά ασφαλή περιφερειακή τους θέση, την αντιβαλλιστική τους ασπίδα, το τεράστιο πυρηνικό τους οπλοστάσιο και την τεχνολογική τους υπεροχή, η οποία θα τις έθετε ένα βήμα μπροστά από τον υπόλοιπο κόσμο όσον αφορά την ανάπτυξη κρίσιμων τεχνολογιών αντιμετώπισης και υποκατάστασης πυρηνικών όπλων, όπως για παράδειγμα όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας (DEW) – θα μπορούσαν να αποκτήσουν ρυθμιστικό ρόλο στο διεθνές σύστημα, αντίστοιχο με αυτόν της Μεγάλης Βρετανίας την εποχή μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 και μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με άλλα λόγια, η πυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας, πιθανώς να μην έχει μόνο μειονεκτήματα αλλά και πλεονεκτήματα για την αμερικανική γεωστρατηγική. Και αυτό είναι ένα κάτι που δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε.
Θα περικυκλωθούν οι άλλες μεγάλες δυνάμεις
Ακόμη όμως και αν δεν οδηγήσει σε πυρηνικοποίηση της Ιαπωνίας ή της Νότιας Κορέας, η ανάπτυξη του βορειοκορεατικού πυρηνικού οπλοστασίου ενδέχεται να εδραιώσει μια ακόμη στενότερη συνεργασία μεταξύ Ιαπωνίας – ΗΠΑ – Νότιας Κορέας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ακόμη πιο συμπαγές και ισχυρό φιλοαμερικανικό γεωπολιτικό σύμπλοκο στην περιοχή, το οποίο εξ αντικειμένου θα είναι αντικινεζικό και αντιρωσικό.
Επιπροσθέτως, εκτός από την ενίσχυση των γεωπολιτικών δεσμών μεταξύ ΗΠΑ – Ιαπωνίας – Νότιας Κορέας (πιθανότατα και Ινδίας), η πυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας ενδέχεται να πυροδοτήσει τη δραστική ενίσχυση και των συμβατικών εξοπλισμών της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, καθώς και των αντιβαλλιστικών αμυνών τους.
Κατά συνέπεια, θα ενισχυθούν η αντιπυραυλική περικύκλωση της Κίνας και της Ρωσίας αλλά και οι ικανότητες των χωρών αυτών να ελέγχουν τον Βόρειο Ειρηνικό και, ως εκ τούτου, να διατηρούν εγκλωβισμένη τη ρωσική ναυτική ισχύ μέσα στον Αρκτικό.
Ήδη πριν από λίγο καιρό είχαμε μια σχετική ένδειξη για τη δημιουργία ενός ενιαίου γεωπολιτικού συμπλόκου υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, όταν στις 10 Αυγούστου, ο υπουργός Άμυνας της Ιαπωνίας Itsonuri Onodera δήλωσε ότι τυχόν επίθεση της Βόρειας Κορέας εναντίον της νήσου Γκουάμ θα οδηγούσε τη Ιαπωνία να ασκήσει το δικαίωμά της στη «συλλογική αυτοάμυνα» («collective self defense») και να αντιδράσει στην επίθεση αυτή, που δεν θα στρέφεται άμεσα εναντίον της.
Αυτή είναι μια σημαντική αλλαγή στη μέχρι τώρα αμυντική πολιτική του Τόκιο, που προέβλεπε ότι η Ιαπωνία θα μπορούσε να αναχαιτίσει μόνο πυραύλους που θα κατευθύνονταν άμεσα προς τα ιαπωνικά νησιά. Σύμφωνα με τον Onobera η Ιαπωνία παίζει ρόλο ασπίδας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ρόλο ακοντίου στη συλλογική αμυντική και αποτρεπτική ικανότητα των δύο χωρών.
Ο ρόλος της Ινδίας στο «παιχνίδι»
Επιστρέφοντας στην πιθανότητα πυρηνικοποίησης της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, θα πρέπει να πούμε ότι και μια άλλη φιλόδοξη ευρασιατική δύναμη, η Ινδία, πιθανότατα θα έβλεπε με καλό μάτι μια παρόμοια εξέλιξη.
Συγκεκριμένα, η δημιουργία δύο ανεξάρτητων πυρηνικών δυνάμεων στο ανατολικό πλευρό της Κίνας μάλλον δεν θα «πονοκεφάλιαζε» ιδιαίτερα το Νέο Δελχί, μιας και δεν έχει τίποτε να μοιράσει με αυτές, αφού τις ενώνει ο κοινός φόβος για την Κίνα, ενώ αντιθέτως υπάρχουν πολλά συνεργατικά συμφέροντα στον χώρο της οικονομίας, τα οποία θα ήταν δυνατόν να συνδυαστούν σε μια ευρύτερη γεωπολιτική σχέση.
Για παράδειγμα, η Ινδία θα μπορούσε να προχωρήσει στη μαζική αγορά οπλικών συστημάτων από τη Νότια Κορέα και από την Ιαπωνία, με δεδομένο ότι, αν η τελευταία προχωρήσει στην κοσμογονική αλλαγή της θέσης της έναντι των πυρηνικών όπλων, τότε φυσικά θα επιδιώξει και την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας της.
Με αυτόν τον τρόπο η Ινδία θα μπορούσε να εγκλωβίσει την Κίνα μέσα σε έναν αντικινεζικό κλοιό τριών πυρηνικών δυνάμεων, αντισταθμίζοντας τη δυναμική του διαμορφούμενου άξονα Ισλαμαμπάντ – Πεκίνου.
Ένας από τους τρόπους που η Κίνα θα μπορούσε να αντιδράσει σε αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα θα ήταν να προωθήσει την περαιτέρω ενοποίηση της Ευρασίας, κομβικά κομμάτια της οποίας είναι η δραστική ενίσχυση και εμβάθυνση των σινορωσικών σχέσεων και η δημιουργία υποδομών, όπως είναι η περιβόητη «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (One Belt One Road / OBOR) που θα ενώσει μεγάλα κομμάτια της Ευρασίας σε μια ενιαία συνεργατική γεωοικονομική δομή, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα…
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου