Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ως κεραυνός εν αιθρία έπεσε στη διεθνή ειδησεογραφία χθες το βράδυ η είδηση της απόφασης του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν να διατάξει την άμεση αποχώρηση
εκατοντάδων Αμερικανών διπλωματών (755) από τη Ρωσία σε αντίποινα για τις συνεχιζόμενες και εντεινόμενες μάλιστα κυρώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά δήλωση, η Ρωσία μειώνει τον αριθμό του προσωπικού της αμερικανικής διπλωματικής αντιπροσωπείας ώστε η εκπροσώπηση να είναι στον ίδιο αριθμό με αυτή της Ρωσίας στις ΗΠΑ, που ανέρχεται στα 455 άτομα, ενώ οι Αμερικανοί είχαν στη Ρωσία περισσότερα από 1.000 άτομα.
Το μεγάλο ερώτημα που από τις επόμενες ώρες θα ξεκινήσουν να επιχειρούν να προσεγγίσουν οι αναλυτές, είναι τα πραγματικά κίνητρα πίσω από την ενέργεια αυτή του Ρώσου προέδρου, καθώς πρόκειται για μια εντυπωσιακή ενέργεια η οποία εκ πρώτης όψεως κλιμακώνει κάθετα τη διένεξη ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον.
Εάν λάβουμε αυτή την παρατήρηση περί κλιμάκωσης ως θεμελιώδη υπόθεση, το αμέσως επόμενο ερώτημα που εγείρεται είναι το ποια κίνητρα οδηγούν μια πλευρά στην υιοθέτηση της κάθετης κλιμάκωσης, αφού σε μια πρώτη ανάγνωση, οι σχέσεις επιδεινώνονται και το αποτέλεσμα θα είναι το αντίθετο από αυτό που θεωρητικά προσδοκά η Μόσχα, δηλαδή λογικά δεν θα φέρει την εξομάλυνση και την άρση των κυρώσεων.
Η κλιμάκωση είναι μια ακόμη στρατηγική επιλογή και τίποτα παραπάνω. Και όπως κάθε στρατηγική επιλογή σε θέματα διακρατικών σχέσεων, ασχέτως της πρώτης εντύπωσης που δημιουργείται, με βάση την ενίοτε «παράλογη λογική» της στρατηγικής επιστήμης, η επιθυμία και η στόχευση μπορεί να είναι ακριβώς η αντίθετη από αυτή που εκ πρώτης όψεως φαίνεται.
Ας το δούμε λίγο πιο αναλυτικά και συστηματικά. Προφανώς, η Ρωσία δεν είναι ικανοποιημένη με το status quo και όλες της οι επιλογές θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν σαν στόχο να το αλλάξουν. Η πρώτη υπόθεση την οποία θα κάνουμε λοιπόν, είναι ότι η στόχευση του Βλαντιμίρ Πούτιν είναι διττή, καθώς αφορά τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό μέτωπο, ενώ αυτοί οι δυο τομείς αλληλεπιδρούν.
Είναι επίσης εύλογο να υποθέσει κανείς ότι οι οικονομικές κυρώσεις «πονούν» τη Ρωσία σημαντικά (τεκμηριώνεται αυτό από επίσημα στοιχεία) και από τη στιγμή που είναι φανερό ότι η επιλογή επιστροφής της Κριμαίας στην Ουκρανία δεν υφίσταται, ασχέτως του αν θεωρεί κανείς ορθή ή λανθασμένη, στρατηγικά, την ενέργεια της προσάρτησής της, το Κρεμλίνο κάτι πρέπει να κάνει.
Η οικονομική δυσπραγία πλήττει τον πληθυσμό ολοένα και περισσότερο με αποτέλεσμα την τροφοδότηση εσωτερικών προβλημάτων. Η επιδείνωση της οικονομίας θα φέρει γκρίνια, σταδιακά, έστω και με πιο αργό ρυθμό από αυτόν που θα συνέβαινε σε μια άλλη, ενδεχομένως δυτική χώρα.
Κατά συνέπεια, η υπόδειξη ενός εξωτερικού εχθρού, είναι μια κλασική «συνταγή» μιας ηγεσίας που επιθυμεί να συσπειρώσει τον πληθυσμό και να διατηρήσει την υποστήριξή του. Την ίδια στιγμή, αυξάνονται και τα προβλήματα και η αδυναμία κεντρικής χρηματοδότησης των Δημοκρατιών, υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει φυγόκεντρες τάσεις και ευρύτερη αναστάτωση.
Στόχος της πρωτοβουλίας των Ρώσων δεν πρέπει όμως να είναι ο Τραμπ. Θα μπορούσε υπό κάποιες συνθήκες να υποτεθεί ότι η ρωσική πολιτική εξακολουθεί να επιδιωκει τη στήριξη του Αμερικανού προέδρου, καθώς η στάση του κατεστημένου στην Ουάσιγκτον εγείρει βάσιμες υποψίες, ότι οποιαδήποτε εναλλακτική θα μπορούσε απλά να αποδειχθεί απείρως χειρότερη.
Στις ΗΠΑ δείχνει να πλειοψηφεί η τάση της πλειοψηφίας στην Ουάσιγκτον, ότι οι κυρώσεις επιτυγχάνουν τον στόχο τους και στριμώχνουν κάθε μέρα που περνάει τη Ρωσία περισσότερο, άρα πρέπει να παραμείνουν και εάν δίνεται αφορμή να ενισχύονται.
Θεωρούν ότι η Ρωσία προσπαθεί να εμφανίζεται πιο ισχυρή από όσο πραγματικά είναι και η ανάγκη αυτή που αισθάνεται το Κρεμλίνο για να συγκαλύψει την αδυναμία του το οδηγεί σε ακριβά λάθη στρατηγικής, τα οποία εάν οι ΗΠΑ εμμείνουν στη πολιτική των κυρώσεων και η Ρωσία δεν κάνει πίσω, όσο οι τιμές των υδρογονανθράκων παραμένουν χαμηλές, απλά θα επιταχύνεται η οικονομική κρίση.
Η νομοθεσία που εστάλη στον Λευκό Οίκο για υπογραφή από τον Τραμπ με την οποία το Κογκρέσο δένει τα χέρια του προέδρου στο θέμα της άρσης ή ακόμα και του χαλαρώματος των κυρώσεων, θέτοντας ως προϋπόθεση τη σύμφωνη γνώμη του Κογκρέσου, μια νομοθεσία που υπερψηφίστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, πρέπει να είναι η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει.
Άρα η χρονική σύμπτωση της ρωσικής κίνησης με τη νέα αμερικανική αντιρωσική νομοθεσία αποδεικνύει από μόνη της ότι η άρση των κυρώσεων είναι ο νούμερο ένα στόχος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής άρα πράγματι έχουν φέρει αποτέλεσμα, κάτι που ενισχύει τους «σκληρούς» στην Ουάσιγκτον.
Από την άλλη όμως, αυτό το δεδομένο επέβαλε την ταχεία ανάπτυξη πολιτικής η οποία θα αυξήσει το κόστος της συμπεριφοράς των «σκληρών» στην αμερικανική πρωτεύουσα, ώστε να μη θεωρήσουν ότι όποτε θέλουν μπορούν χωρίς επιπτώσεις να βάζουν στόχο τη Ρωσία και να την πλήττουν είτε για λόγους εσωτερικής είτε εξωτερικής πολιτικής.
Υπ’ αυτή την έννοια, η ρωσική κίνηση μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί τον πρόεδρο Τραμπ, αφού η απότομη και μάλλον δυσανάλογη -αιφνιδιαστικά- αντίδραση, έρχεται ως αποτέλεσμα των ενεργειών των αντιπάλων του, ανοίγοντάς του έναν δρόμο να τους επιτεθεί κατηγορώντας τους για «αμετροέπεια» και θυσία των αμερικανικών συμφερόντων στον βωμό του εσωτερικού πολιτικού «παιχνιδιού».
Σε αυτό πιθανότατα θα συνεπικουρήσει και η στάση της Ευρώπης η οποία πολύ πρόσφατα και με επίκεντρο το Παρίσι και το Βερολίνο, εκφράζει λόγο διαφοροποίησης από την υπέρμετρη πίεση που ασκούν οι Αμερικανοί, με αποτέλεσμα να πλήττονται σημαντικά ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Εν ολίγοις, οι πρώτες ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχουν και πολλοί στον ευρωπαϊκό πυρήνα που συμμερίζονται το «αμερικανικό όραμα» της οικονομικής κατάρρευσης της Ρωσίας εξαιτίας των κυρώσεων, οπότε η ρωσική ενέργεια θα μπορούσε να έχει ως -παράπλευρο και εύλογο- στόχο και τη διάσπαση του μετώπου της Δύσης, ένας στόχος πάγιος και θεμιτός ασφαλώς, εάν δει κανείς τα πράγματα από τη ρωσική σκοπιά.
Το βέβαιο είναι, ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν προέβη σε μια κίνηση με την οποία επιχειρεί να ανακατέψει σοβαρά την «τράπουλα», κρίνοντας ότι η στασιμότητα που υπήρχε και η διαρκής «αρνητική πλαγιολίσθηση» των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας επιδείνωνε συνεχώς το στρατηγικό περιβάλλον για τη Μόσχα.
Οπότε ευελπιστεί να ανατρέψει την κατάσταση με μια θεαματική κίνηση, η οποία αμφισβητεί ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων είναι στα χέρια των Αμερικανών και προωθεί το επιχείρημα της ρωσική ικανότητας να επηρεάσει τους υπολογισμούς και τη συμπεριφορά του αντιπάλου, αυξάνοντάς του το κόστος.
Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί, είναι ότι η προφανής οικονομική αδυναμία της Ρωσίας, συγκριτικά τουλάχιστον με τις ΗΠΑ και η αδυναμία της Μόσχας να καταφέρει να αποτινάξει τον ζυγό των κυρώσεων που «στραγγαλίζουν» τη ρωσική οικονομία, θα φέρνει με πρωτοβουλία των Ρώσων τη σχέση των δυο χωρών πιο κοντά στο πεδίο όπου μπορεί είτε να επιτευχθεί ισορροπία, είτε να επικρέμεται αξιόπιστη απειλή επιβολής αποτρεπτικού κόστους, το στρατιωτικό. Κι αυτό είναι εξόχως επικίνδυνο και αποσταθεροποιητικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου