Όσο περισσότερο διαπραγματεύεται ο κ. πρωθυπουργός, τόσο πιο πολύ επιβαρύνει το μέλλον της Ελλάδας, με τελευταίο επίτευγμα του το κάψιμο και του
χαρτιού του χρέους – οπότε εύλογα χαρακτηρίζονται τα μέλη της κυβέρνησης όπως αυτοί που αγωνίζονται μεν για να πετύχουν, αλλά δεν έχουν ηγέτη.«Είμαστε ήδη εκτός της ΕΕ λόγω των ελέγχων κεφαλαίων, με το ένα πόδι εκτός της Ευρωζώνης αφού είμαστε η μοναδική χώρα που δεν συμμετέχει στο πρόγραμμα αγοράς παγίων της ΕΚΤ (QE) και χωρίς καμία κεντρική τράπεζα, ούτε νομισματική πολιτική – οπότε η Ελλάδα βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα ενώ οι Πολίτες της, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης και των ελίτ, αντιμετωπίζονται ως «παρίες» τρίτης διαλογής. Έχουμε δηλαδή όλα τα μειονεκτήματα μίας νομισματικής ένωσης χωρίς κανένα πλεονέκτημα – γεγονός που σημαίνει ότι είναι θαύμα το πώς επιβιώνουμε, αφού κανένα άλλο κράτος στον πλανήτη δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει υπό αυτές τις συνθήκες» (πηγή).
Άρθρο
Είναι ασφαλώς μεγάλες οι ευθύνες μας για το ότι έχουμε μετατραπεί στο Πουέρτο Ρίκο της Ευρωζώνης, όπως είχαμε αναφέρει ένα χρόνο πριν (ανάλυση) – με την έννοια πως το νησί της Καραϊβικής συμμετέχει επίσης σε μία νομισματική ένωση, αυτήν των Η.Π.Α., με το καθεστώς του προτεκτοράτου, ενώ είναι χρεοκοπημένο παρακαλώντας κάθε φορά την υπερδύναμη για τη διάσωση του. Το να συζητάμε βέβαια σε μία τέτοια περίπτωση εάν θέλουμε να μείνουμε στο ευρώ ή να φύγουμε, είναι κωμικοτραγικό – ενώ δεν θεωρείται ότι καλύτερο για το πνευματικό μας υπόβαθρο.
Η κατάρρευση μας αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις παθογένειες της οικονομίας μας: στο διεφθαρμένο πελατειακό κράτος, στους ελλειμματικούς Θεσμούς μας, στην κακή λειτουργία του δημοσίου, στην υπερδιόγκωση του, στην ίδια την κοινωνία μας κοκ. Κάτι τέτοιο άλλωστε πιστεύουν πάρα πολλοί Έλληνες κατηγορώντας συνεχώς τη χώρα τους – χωρίς όμως παραδόξως να κάνουν τίποτε για να διορθώσουν τα κακώς κείμενα.
Αν και κατά τη δική μας άποψη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η πολιτική που υιοθέτησε η Γερμανία το 2000 (άρθρο), με συνεργό την ΕΚΤ, κάτι που τεκμηριώνεται από το ότι αρκετές άλλες χώρες της Ευρωζώνης βυθίστηκαν σε μία ανάλογη κρίση (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Φινλανδία, Κύπρος κοκ.), ενώ η απίστευτη καταστροφή που ακολούθησε μετά το 2010 οφείλεται στις ενδοτικές κυβερνήσεις μας και στην επιβολή των μνημονίων (ανάλυση), δεν έχουμε καμία αντίρρηση να δεχθούμε πως μόνο εμείς είμαστε υπεύθυνοι – τονίζοντας όμως πως αυτό που οφείλει να μας ενδιαφέρει σήμερα δεν είναι το παρελθόν, αλλά το μέλλον.
Στα πλαίσια αυτά με βάση τη συμφωνία του Euro Group, των εντολών του κ. Σόιμπλε δηλαδή (πηγή), η χώρα μας θα «διασωθεί» ακόμη μία φορά – εφαρμόζοντας φυσικά ως αντάλλαγμα νέα μέτρα μείωσης των εισοδημάτων των Πολιτών της, έτσι ώστε να πετύχει 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2022 και 2% στο διηνεκές, όταν την ίδια στιγμή η Ισπανία έχει ελλείμματα που υπερβαίνουν το -4%.
Αυτό σημαίνει νέους φόρους οι οποίοι, σε συνδυασμό με τη μείωση των μισθών, των συντάξεων και των εταιρικών κερδών, θα περιορίσουν την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων – άρα την κατανάλωση, τη ζήτηση, τις ανάγκες για νέες επενδύσεις κοκ. Παράλληλα οι υπερβολικοί φόροι θα αυξήσουν τη φοροδιαφυγή, όπως όλοι γνωρίζουν, επειδή διαφορετικά θα είναι αδύνατον να επιβιώσει μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού – ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες φορολογούνται μέχρι θανάτου.
Το πώς κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι δυνατόν να ακολουθήσει η ανάπτυξη μίας χρεοκοπημένης χώρας με μηδενική πιστοληπτική ικανότητα του δημοσίου και ιδιωτικού της τομέα, είναι κάτι που κανένας οικονομολόγος δεν μπορεί να απαντήσει – γεγονός που ασφαλώς γνωρίζει το ΔΝΤ που επέμενε στη διαγραφή χρέους, αποφασίζοντας μετά την άρνηση της Γερμανίας να συμμετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς χρήματα, με το καθεστώς της δεκαετίας του 1980 για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής (πηγή)! Κάτι ανάλογο πιστεύουν ακόμη και οι καθεστωτικές γερμανικές εφημερίδες, όπως στο παράδειγμα της WELT (πηγή) – σύμφωνα με την οποία τα εξής:
«Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εξαρτάται από την ανάπτυξη: από μία κοινωνικά δίκαιη, αειφόρο και διαρκή αύξηση του ΑΕΠ της. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο απαιτείται η αναδιάρθρωση του χρέους – έτσι ώστε να μπορέσει να αναπνεύσει η ελληνική οικονομία, καθώς επίσης να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών«.
Εν τούτοις ο κ. Σόιμπλε το αρνήθηκε στην Ελλάδα, ενώ δυστυχώς ο πρωθυπουργός δεν αντέδρασε καθόλου, όπως ελπίζαμε (άρθρο) – έχοντας προηγουμένως πανηγυρίσει για το πλεόνασμα του 4,2% και για την ανάπτυξη του 0,4%. Πολύ χειρότερα, αποδεχόμενος τα πρωτογενή πλεονάσματα αυτού του ύψους, καθώς επίσης τα νέα μέτρα φτωχοποίησης της πατρίδας μας, έκαψε δυστυχώς και το χαρτί του χρέους – χωρίς καν να το καταλάβει.
Ειδικότερα, ακόμη και αν εξασφαλιζόταν κάποια στιγμή στο μέλλον η διαγραφή του 50% του χρέους, η χώρα πολύ δύσκολα θα επέστρεφε στις αγορές χωρίς δεκανίκια – αφού οι επενδυτές γνωρίζουν πως είναι αδύνατον να αναπτυχθεί με τα μέτρα, καθώς επίσης με το πρωτογενές πλεόνασμα που δέχτηκε, όταν ήδη βρίσκεται στον 8ο χρόνο της ύφεσης. Πόσο μάλλον εάν το χρέος απλά επιμηκυνθεί – κάτι που ασφαλώς θα συμβεί, αφού είναι αδύνατον να εξοφληθούν τόκοι ύψους 24,4 δις € το 2022, 17,5 δις € το 2023 κοκ.
Στα πλαίσια αυτά έχουμε την άποψη πως η Ελλάδα θα εκλιπαρεί τον κ. Σόιμπλε μετά τη λήξη της τρίτης δανειακής σύμβασης τον Αύγουστο του 2018 για μία τέταρτη – αργότερα για μία 5η, 6η και ούτω καθεξής. Στο διάστημα αυτό και ενώ οι αδέσποτοι Σαμουράι θα υπογράφουν τα πάντα με κλειστά μάτια και με πόνο ψυχής, η Ελλάδα θα αλλάζει χέρια, παραδίδοντας αμαχητί τα δημόσια και ιδιωτικά περιουσιακά της στοιχεία αξίας αρκετών τρις € – έναντι δανείων που δεν θα υπερβούν τα 300 δις €, αφού τα χρήματα από τις επόμενες δανειακές συμβάσεις απλά θα εξυπηρετούν τις προηγούμενες. Τι λέει αυτό για την εξυπνάδα του λαού μας; Ασφαλώς όχι πολλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου