Η Γερμανίδα καγκελάριος κάνει πολύ τολμηρές δηλώσεις, αλλά προτίθεται όντως να τις υλοποιήσει;
Φαίνεται ότι οι τέσσερις ημέρες σχεδόν συνεχών επαφών της με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είχαν δραματική επίδραση στη ψυχοσύνθεση της Γερμανίδας καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ.
Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι η συνήθως επιφυλακτική και εξαιρετικά συγκρατημένη ηγέτιδα της Γερμανίας έσπευσε, μόλις μια ημέρα μετά το τέλος των εργασιών του G7 και λίγα 24ωρα μετά το τέλος της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, να ρίξει «βόμβα» μεγατόνων που προκάλεσε πολλαπλά σοκ σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Άρση (;) εμπιστοσύνης
Μιλώντας σε συγκέντρωση της CSU, της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης, του βαυαρικού αδελφού κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, της οποίας η Μέρκελ ηγείται, η καγκελάριος παραήταν σαφής για να θεωρηθεί ότι μπορεί να παρερμηνευθεί:
«Η εποχή κατά την οποία μπορούσαμε να στηριζόμαστε απόλυτα στους άλλους έχει σε κάποιο βαθμό τελειώσει, όπως διαπίστωσα τις τελευταίες δύο μέρες», είπε αναφερόμενη στους G7, για να συμπληρώσει – και να μην αφήσει καμία αμφιβολία για το τι εννοεί – ότι «οι Ευρωπαίοι πρέπει στα αλήθεια να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας».
Πέραν της σπανιότητας του φαινομένου η Μέρκελ να μιλάει τόσο ωμά για ένα ζήτημα, η φράση της αυτή αντικατοπτρίζει και μια κεφαλαιώδη αλλαγή σε πάγιες θέσεις και στάσεις της Γερμανίας, ειδικά δε σε ό,τι αφορά τον «ατλαντισμό» της χώρας. Το μήνυμα της Μέρκελ ήταν σαφές: η πάγια εμπιστοσύνη του Βερολίνου στους ευρύτερους χειρισμούς της Ουάσιγκτον (με τις εκάστοτε αναμενόμενες διαφοροποιήσεις) δεν υφίσταται πλέον. Αν η Μέρκελ ήταν πιο ξεκάθαρη, θα κατέθετε... πρόταση μομφής κατά της ηγεσίας των ΗΠΑ.
Αλλαγή πλεύσης
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Η Μέρκελ είχε μια καλή σχέση με τον Μπάρακ Ομπάμα και ακόμα και σήμερα επικοινωνεί με τον Τζορτζ Γ. Μπους, ιδίως όταν χρειάζεται να τον συμβουλευτεί για κάτι.
Η θέση της για το ΝΑΤΟ ήταν πάντα θετική και, παρά το αρχικό σοκ, προσπάθησε να βρει ένα modus viventi με τον Τραμπ, αγνοώντας διακριτικά τα εμφανή faux pas του κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της στην Ουάσιγκτον, αλλά και την ανοιχτά επιθετική τακτική του όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ - Γερμανίας (αν και λέγεται ότι στο αεροπλάνο της επιστροφής για το Βερολίνο του τα «έχωσε» χοντρά) και επιχειρώντας να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με την Ιβάνκα Τραμπ, το μοναδικό μέλος της οικογένειας που αντιμετωπίζεται ως «ενήλικος» από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ωστόσο, φαίνεται ότι η σύνοδος του ΝΑΤΟ, όπου ο Τραμπ συμπεριφέρθηκε σαν «μεθυσμένος τουρίστας», σύμφωνα με αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (!), και ιδίως οι εργασίες της G7, όπου οι ΗΠΑ τορπίλισαν τη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή, οδήγησαν σε ξεκάθαρη – και για τα μέτρα της Μέρκελ εξαιρετικά τολμηρή – αλλαγή πλεύσης.
Ηγέτης ή ισότιμος σύμμαχος;
Φυσικά, όλα αυτά μένουν να αποδειχθούν. Η Γερμανία – και η Μέρκελ – απορρίπτει μετά βδελυγμίας τον χαρακτηρισμό της χώρας ως «νέου ηγέτη του ελεύθερου κόσμου», ωστόσο, με τις ΗΠΑ στα χέρια του Τραμπ και τη Βρετανία να ετοιμάζεται να πει «αντίο» στην Ε.Ε., το Βερολίνο αντιλαμβάνεται ότι δεν υφίστανται πλέον τα δεδομένα που υπήρχαν όσο στην ηγεσία της Ουάσιγκτον βρίσκονταν μετριοπαθείς πολιτικοί.
Ο Τιμ Γκάιτνερ ή ο Τζακ Λιου έδειχναν τη δέουσα ανοχή στις ενίοτε προσβλητικές απόψεις που εκτόξευε εις βάρος των ΗΠΑ ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όμως τώρα η Ε.Ε. θα πρέπει να δει τι θα κάνει με έναν απρόβλεπτο πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος, μάλιστα, φέρεται να έχει μυστικές σχέσεις με τη Μόσχα, όσο κι αν αυτή η κατηγορία μένει να αποδειχθεί.
Ειδικά για το ζήτημα της άμυνας, η Ευρώπη διαπιστώνει ότι ο Τραμπ δεν έχει ξεκάθαρη στάση για το ΝΑΤΟ (από τη μία το χαρακτηρίζει «άχρηστο» και «ξεπερασμένο» και από την άλλη απαιτεί τα μέλη της Συμμαχίας να συνεισφέρουν αυτά που οφείλουν...) και ότι μάλλον θα πρέπει η Ε.Ε. να κινηθεί μόνη της. Άλλωστε, εδώ και κάμποσο καιρό συζητούνται ιδέες για ευρωστρατό και για κοινές πολιτικές άμυνας.
Η συζήτηση αυτή βολεύει απολύτως τη Μέρκελ, η οποία είναι εμφανές ότι προτιμά οι όποιες αποφάσεις να φαίνονται ως συλλογικές – έστω κι αν το Βερολίνο τις «σπρώχνει» στο επίκεντρο της συζήτησης – παρά ως πολιτική που επιβάλλεται από τη Γερμανία. Πολλώ δε μάλλον που και ο νέος Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δείχνει διατεθειμένος να συζητήσει διάφορες διμερείς πολιτικές συνεργασίες με το Βερολίνο προς ισχυρότερη ενοποίηση της Ευρώπης και δεν έκρυψε την περιφρόνησή του για τον Τραμπ.
Ο ρόλος των εκλογών
Μέσα σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας των εθνικών εκλογών στη Γερμανία ως καθοριστικός για την αλλαγή στρατηγικής της Μέρκελ (για την οποία λέγεται ότι ποτέ δεν λαμβάνει μια απόφαση χωρίς να την έχει εξετάσει από όλες τις πλευρές και να έχει πειστεί ότι είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας και της ίδιας – και όχι πάντα με αυτή τη σειρά).
Η δήλωσή της περί Ευρώπης η οποία θα πρέπει να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της επί της ουσίας λειτουργεί ως ενίσχυση του δικού της προεκλογικού μηνύματος, αλλά και ως ξεδόντιασμα των επιχειρημάτων του αντιπάλου της, Σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς, περί ευρωπαϊκού οράματος. Με μία φράση, την οποία μάλιστα επανέλαβε μια μέρα μετά, η Μέρκελ έστειλε το μήνυμα ότι η ίδια είναι εξίσου – αν όχι περισσότερο – «ευρωπαΐστρια» με τον Σουλτς, χωρίς, από την άλλη, να πλήξει τις βασικές αρχές των Χριστιανοδημοκρατών για την Ευρώπη και τη θέση της Γερμανίας σε αυτήν.
Φυσικά, η ρητορική της Μέρκελ απέχει πολύ από το να μετατραπεί σε κανονική πολιτική και η ίδια γνωρίζει ότι σε κάποια φάση θα χρειαστεί να κάνει πιο συγκεκριμένο το όραμά της. Ωστόσο, για την ώρα, και μόνο το γεγονός ότι η Μέρκελ έκανε ξεκάθαρη τη διαφοροποίησή της για κάτι τόσο συμβολικό όσο οι συμμαχίες της Δύσης από μόνο του δημιουργεί νέα δεδομένα. Μένει να φανεί ποια είναι αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου