Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Αφορολόγητο όριο βάσει ευλόγων δαπανών διαβίωσης - Η διεθνής και συνταγματική κατοχύρωση του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης

Το αφορολόγητο όριο είναι εκφραση της υποχρέωσης του κράτους να σέβεται
την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για αυτό δεν πρέπει να φορολογείται το τμήμα το εισοδήματος που προορίζεται να καλύψει τις βασικές ανάγκες διαβίωσης
Το αφορολόγητο όριο έχει καταργηθεί ήδη από την 1.1.2014 και έχει αντικατασταθεί με μια μείωση φόρου, η οποία ισχύει μόνο για μισθωτούς και συνταξιούχους με συγκεκριμένο εισόδημα. Θεωρούμε ότι η κατάργηση του θεσμού του αφορολόγητου ήταν επιζήμια για την οικονομία και το μόνο που είχε σαν αποτέλεσμα ήταν η αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών. Και είναι λογικό: όταν τίθεται στο φορολογούμενο το δίλημμα να καλύψει βιοτικές ανάγκες ή να εξοφλήσει φορολογικές οφειλές, είναι προφανές ότι θα προτιμήσει να καλύψει τις πρώτες. Ένα φορολογικό σύστημα που δεν λαμβάνει υπόψιν τις ανελαστικές δαπάνες μιας οικογένειας και επιβάλλει φόρους χωρίς να έχει εξασφαλιστεί ότι αυτοί οι φόροι μπορούν όντως να καταβληθούν, είναι ένα σύστημα που γεννά αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών και μάλιστα με γεωμετρική πρόοδο. Θεωρούμε ότι στη διαμόρφωση της φορολογικής πολιτικής πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψιν οι ανελαστικές δαπάνες επιβίωσης (τροφή, ένδυση, ρουχισμός) και να επιβάλλεται φόρος μόνο για το επιπλέον τμήμα του ετήσιου εισοδήματος.
Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε να χρησιμοποιηθεί, παράλληλα και συμπληρωματικά με το υφιστάμενο καθεστώς, ως αφορολόγητο όριο το ποσό των ευλόγων δαπανών του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Σύμφωνα με τον κώδικα Δεοντολογίας (Ν. 4224/2013) οι λύσεις ρύθμισης των δανείων προτείνονται με βάση τις “εύλογες δαπάνες διαβίωσης”, όπως, αυτές απορρέουν από τα στοιχεία της στατιστικής Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών, που διενεργείται κάθε χρόνο από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία. Εννοείται πως σε αυτές τις δαπάνες θα πρέπει να περιληφθούν μεταξύ άλλων ο αριθμός των εξαρτώμενων μελών καθώς και οι δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που δεν καλύπτει ο ΕΟΠΠΥ και σε ορισμένες περιπτώσεις (νεφροπαθείς, παραπληγικοί καρκινοπαθείς) είναι αρκετά αυξημένες και καταναλώνουν μεγάλο ποσοστό ή και το σύνολο του ετήσιου εισοδήματος. Είναι ηθικά απαράδεκτο να φορολογείται το εισόδημα που καλύπτει μια ιατροφαρμακευτική δαπάνη (π.χ. κόστος αιμοκάθαρσης ή κινησιοθεραπείας), η οποία αν δεν καταβληθείαπειλείται η ζωή του φορολογούμενου.
Χρήστος Κλειώσης
Πρόεδρος Ένωσης Φορολογουμένων Ελλάδος

Το αφορολόγητο όριο είναι υποχρέωση κάθε πολιτισμένου κράτους. Συνταγματικές αλλά και διεθνείς διατάξεις επιβάλλουν το σεβασμό του για όλους τους φορολογούμενους πολίτες.
του Χρήστου Κλειώση, Δικηγόρου, Προέδρου της Ένωσης Φορολογουμένων Ελλάδας
Ι. Η πρώτη ιστορική αναφορά σε αφορολόγητο όριο
Ο φόρος εισοδήματος ως θεσμός είναι βρετανικής επινόησης και αναπτύχθηκε ως έκτακτο μέτρο χρηματοδότησης των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων απέναντι στις πιο οργανωμένες ναπολεόντειες στρατιές. Μαζί με το φόρο αυτό γεννήθηκε και το πρώτο αφορολόγητο όριο που ήταν 60 λίρες Αγγλίας, το έτος 1799.
Έκτοτε και άλλες χώρες μιμήθηκαν αυτό τον θεσμό και μαζί με αυτόν υιοθέτησαν και την έννοια του αφορολόγητου εισοδήματος. Στην Ελλάδα όμως ο φόρος εισοδήματος ήρθε με καθυστέρηση ενός αιώνα.
ΙΙ. Το αφορολόγητο όριο προ ενάρξεως ισχύος του συντάγματος του 1975
Το ελάχιστο όριο διαβιώσεως αναγνωρίστηκε ως αφορολόγητο όριο από τον Έλληνα φορολογικό νομοθέτη ήδη από τις πρώτες του προσπάθειες να δημιουργήσει ένα συστηματοποιημένο σύνολο φορολογικών κανόνων στη φορολογία εισοδήματος.
Ειδικότερα ο νόμος 1640/1919 περί καθαρών προσόδων περιείχε το άρθρο 6 με τίτλο «Εκπτώσεις Ελαχίστου Συντηρήσεως», το οποίο εξέφρασε την βούληση της πολιτείας να μην επιβαρύνει με φόρο ένα τμήμα εισοδήματος με σκοπό να μη στερηθεί ο φορολογούμενος τα αναγκαία για την επιβίωσή του.
Αργότερα το ν.δ. 3323/1955 στο άρθρο 8 περιείχε διατάξεις που προέβλεπαν την έκπτωση από το συνολικό εισόδημα ενός συγκεκριμένου ποσού «ελαχίστου ορίου συντηρήσεως».
Και στις δυο ανωτέρω περιπτώσεις όμως δεν υπήρχε κάποιος σαφής συνταγματικός κανόνας, ο οποίος επέβαλε την απαλλαγή από το φόρο του τμήματος του εισοδήματος που αντιστοιχεί σε δαπάνες του ελαχίστου ορίου συντηρήσεως. Επομένως η απαλλαγή από τον φόρο ενός τμήματος του εισοδήματος, που καλύπτει τις ελάχιστες δαπάνες συντηρήσεως, δεν αποτελούσε τότε επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη αλλά απλή πολιτική βούληση. Σε σχετικό απόσπασμα από την «Εφημερίδα των Συζητήσεων της Βουλής » της συνεδρίασης της 26ης Ιουλίου 1955, ο εισηγητής της πλειοψηφίας τονίζει ότι δεν απαλλάσσεται από το φόρο το ανωτέρω ποσό (το «ελάχιστο όριο συντηρήσεως»), που αναφέρεται στο άρθρο 8 του νδ 3323/1955, επειδή το κράτος είναι υποχρεωμένο να θεωρεί αφορολόγητο το ελάχιστο όριο διαβιώσεως, αλλά στα πλαίσια μιας γενικότερης δίκαιης κατανομής των φορολογικών βαρών. Παρατίθεται αυτούσιο απόσπασμα από τα πρακτικά:
«[…]Αλλά τα ανωτέρω ποσά δεν απαλλάσσονται του φόρου ως ελάχιστα όρια συντηρήσεως, αλλά δια την καλυτέραν, την δικαιοτέραν και ηθικωτέραν κατανομήν των φορολογικών βαρών. Το όριον τούτο τίθεται συμβατικόν δια να μέταφέρη μέρος του φορολογικού βάρους από τους αδυνάτους προς τους ισχυρούς. Είναι αληθές ότι πρέπει να προσπαθώμεν, όπως το όριον αυτό πλησιάζη το ελάχιστον όριον συντηρήσεως αλλά δεν πρέπει να είναι αυτό το μέτρον, ουδέ η βάσις δια τον νομοθέτην.
Άλλωστε ουδαμού του πολιτισμένου κόσμου το αφορολόγητον όριον είναι τόσον υψηλόν, ώστε δι’ αυτού να καλύπτωνται αι ανάγκαι διαβιώσεως του φορολογούμενου και της οικογένειας αυτού»
Καθίσταται σαφές επομένως ότι υπό το καθεστώς του τότε ισχύοντος συντάγματος του 1952 το αφορολόγητο όριο ήταν μια πολιτική επιλογή και ότι δεν αποκλειόταν ο νομοθέτης να επιβαρύνει με φόρο ακόμη και τμήμα του εισοδήματος που καλύπτει ανάγκες διαβιώσεως του φορολογούμενου αφού το αφορολόγητο όριο, μη ταυτιζόμενο με το ελάχιστο όριο διαβιώσεως, ήταν «συμβατικά» καθορισμένο, στα πλαίσια μιας γενικότερης αίσθησης του νομοθέτη περί φορολογικής δικαιοσύνης και ηθικής.
Τα πράγματα άλλαξαν όμως όταν μετά από μερικές δεκαετίες θεσπίστηκε ως υποχρέωση του κράτους να προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
ΙΙΙ. Η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της προστασίας της αξίας του ανθρώπου
Στα επίσημα πρακτικά της βουλής κατά την συζήτηση του άρθρου 2 του Συντάγματος καθίσταται σαφής η βούληση του συντακτικού νομοθέτη να αφενός να εισάγει στον πυρήνα του ελληνικού συντάγματος έναν ήδη διαμορφωμένο κανόνα δικαίου, «μετεμφυτεύοντάς» τον από τον Θεμελιώδη Νόμο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Δυτικής Γερμανίας, ήτοι το πρώτο άρθρο αυτού (Die Würde des Menschen ist unantastbar. Sie zu achten und zu schützen ist Verpflichtung aller staatlichen Gewalt) και αφετέρου να μεταφέρει την διάταξη αυτή ως πλήρη κανόνα δικαίου (και όχι ως lex – imperfecta ή ως προγραμματική διακήρυξη).
Ενδεικτική είναι η αναφορά στη σελίδα 359 των επίσημων πρακτικών της βουλής κατά την επεξεργασία των διατάξεων του Συντάγματος όπου αναφέρεται ότι «Θεωρητική πηγή των διατάξεων του άρθρου 1 αποτελούν αι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Γερμανικού Συντάγματος και του άρθρου 2 του Ιταλικού Συντάγματος», καθώς και η αναφορά στην σελίδα 366: «Επομένως είναι φανερόν ότι η διάταξις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 δεν είναι προγραμματική απλώς διακήρυξη, αλλά χρησιμώτατος θετικός κανών δικαίου».
Εξάλλου το γεγονός ότι το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος είναι πλήρης και όχι ατελής κανόνας δικαίου προκύπτει και από την ρητή αναφορά στη λέξη «προστασία».
Σχετικώς είχε αναπτυχθεί η άποψη ότι αυτή η λέξη πρέπει να μην περιληφθεί στην διατύπωση του άρθρου. Αυτή όμως η θέση τελικώς απορρίφθηκε καθιστώντας σαφές ότι το άρθρο 2 παρ. 1 είναι ένας κανόνας δικαίου τον οποίο μπορεί να επικαλεστεί «για την προστασία του» κάθε πολίτης. Διαφωτιστική είναι εν προκειμένω η αναφορά στη σελίδα 365 των πρακτικών της Βουλής από τον Γ. Μαγκάκη: «Νομίζω, διαφωνών εις τούτο με το τον σεβαστόν πρώην Πρόεδρο της Βουλής γενικόν Εισηγητήν της Πλειοψηφίας κ. Παπασπύρου, ότι η παραμονή της λέξεως «προστασία» είναι αναγκαία εδώ, ανεξαρτήτως του ότι επαναλαμβάνεται και εις την δευτέραν παράγραφον. Διατί; Διότι πράγματι δεν είναι μόνο ο σεβασμός όπως αναφέρεται εις την διατύπωσιν του σχεδίου «ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου», ο οποίος επιβάλλεται να υπογραμμισθη. Δεν αρκεί τούτο. Διότι η έννοια του «σεβασμού» εν προκειμένω είναι κατά κάποιον τρόπον κάτι το ουδέτερον και κάτι το παθητικόν. Απαραίτητη είναι η πρσθήκη των λέξεων «και η προστασία» υπό την έννοιαν ότι πάσα κρατική εξουσία και νομίζω ότι εις την διατύπωσιν αντί «της κρατικής εξουσίας θα ήτο προτιμότερον να τεθή «πάσης κρατικής εξουσίας» – έχει πρωταρχικόν χρέος όχι μόνο να σέβεται (παθητικώς) αλλά και να προστατεύει (ενεργητικώς) την αξίαν του ανθρώπου. Ο σεβασμός αποτελεί θεωρητικήν αναγνώρισιν. Η προστασία αποτελεί στοιχείον πρακτικής εφαρμογής»
Καθίσταται σαφές εκ των ανωτέρω ότι το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος μετεμφύτευσε στον πυρήνα του Ελληνικού Συντάγματος έναν κανόνα δικαίου που υπήρχε και σε άλλα συντάγματα, ο οποίος συνιστά θετικό κανόνα δικαίου (όχι απλή διακήρυξη) που επιβάλλει στο κράτος όχι μόνο να σέβεται αλλά και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου. Τέτοια προστασία μπορεί να είναι και η δικαστική προστασία σε συνδυασμό με την επιταγή του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
Όμως σχετικές είναι και άλλες διατάξεις του συντάγματος.
ΙΙΙ. Η ειδική μέριμνα του συντάγματος και διεθνών συμβάσεων για ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος: «Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Kράτος.»
Αυτή η διάταξη επιβάλλει στην νομοθετική εξουσία συγκεκριμένες υποχρεώσεις κατά την διαμόρφωση της γενικότερης οικονομικής πολιτικής. Ειδικότερα στον τομέα άσκησης φορολογικής πολιτικής επιβάλλει στον φορολογικό νομοθέτη να λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα («ειδική φροντίδα» κατά την διατύπωση του συντάγματος) για αυτές τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες κατά την διάπλαση του αφορολόγητου ορίου και να μην τις εξομοιώνει φορολογικά με τις λοιπές κοινωνικές ομάδες. Επομένως υπάρχει υποχρέωση του νομοθέτη να παρέχει σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες αποτελεσματική ελάφρυνση από τα δημόσια βάρη ως εκδήλωση της υποχρέωσης του κράτους να επιδεικνύει «ειδική φροντίδα» σε αυτές τις ομάδες.
Παράλληλα όμως η γραμματική διατύπωση του άρθρου αυτού συνηγορεί στην άποψη ότι με την διάταξη αυτή θεσπίζεται ευθέως «δικαίωμα» των ευπαθών ομάδων να αξιώσουν αυτή την «ειδική φροντίδα». Αυτό όμως το δικαίωμα ενεργοποιείται μόνο όταν ο νομοθέτης έχει παραλείψει να εκφράσει την συνταγματικώς επιβεβλημένη «ειδική φροντίδα». Ενεργοποιείται δηλαδή σε περιπτώσεις νομοθετικής παράλειψης. Σε αυτή την περίπτωση το άρθρο 21 παρ. 2 ενεργοποιείται ως «δικαίωμα» το περιεχόμενο του οποίου προσδιορίζεται βάσει των συγκεκριμένων κάθε φορά περιστάσεων.
Ειδικά στην περίπτωση που έχει παραλειφθεί από τον νομοθέτη να οριστεί όριο αφορολόγητου για πολύτεκνη οικογένεια, τότε όχι μόνο παραβιάζεται η υποχρέωση του κράτους να επιδείξει «ειδική φροντίδα» αλλά κατά την άποψη του γράφοντος ενεργοποιείται το δικαίωμα της πολύτεκνης οικογένειας να διεκδικήσει αυτή την «ειδική φροντίδα» προτείνοντας και αποδεικνύοντας το όριο εισοδήματος που θα έπρεπε να παραμείνει αφορολόγητο ως εκδήλωση της «ειδικής φροντίδας».
Παράλληλα όμως υπάρχουν και ανειλημμένες διεθνείς υποχρεώσεις στα πλαίσια διεθνών συμβάσεων που αφορούν την προστασία του βιοτικού επιπέδου της οικογένειας και του παιδιού.
Ειδικότερα με τον νόμο 1426/1984 (ΦΕΚ Α 32 1984) «Για την κύρωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη» και ειδικότερα με το άρθρο 16 ορίζονται οι εξής υποχρεώσεις του φορολογικού νομοθέτη:
«Για την πραγματοποίηση των απαραίτητων συνθηκών διαβίωσης που απαιτούνται για την πλήρη ανάπτυξη της οικογένειας που είναι βασικό κύτταρο της κοινωνίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προωθούν την οικονομική, νομική και κοινωνική προστασία της οικογενειακής ζωής, ιδίως με κοινωνικές και οικογενειακές παροχές, με φορολογικές διατάξεις, με ενθάρρυνση για την κατασκευή κατοικιών που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οικογένειας, με την ενίσχυση των νέων εστιών ή με κάθε άλλο κατάλληλο μέτρο»
Επίσης με τον νόμο 2101/1992 (ΦΕΚ Α 192 1992) «Κύρωση της διεθνούς σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού» και ειδικότερα στο άρθρο 27 παρ. 1 έως 3 ορίζονται συγκεκριμένες υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών αναφορικά με το βιοτικό επίπεδο των ανήλικων τέκνων:
«1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε παιδιού για ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής που να επιτρέπει τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του.
2. Στους γονείς ή στα άλλα πρόσωπα που έχουν αναλάβει το παιδί ανήκει κατά κύριο λόγο η ευθύνη της εξασφάλισης, μέσα στα όρια των δυνατοτήτων τους και των οικονομικών μέσων τους, των απαραίτητων για την ανάπτυξη του παιδιού συνθηκών ζωής.
3. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υιοθετούν τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με τις εθνικές τους συνθήκες και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, για να βοηθήσουν τους γονείς και τα άλλα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για το παιδί, να εφαρμόσουν το δικαίωμα αυτό και προσφέρουν, σε περίπτωση ανάγκης, υλική βοήθεια και προγράμματα υποστήριξης, κυρίως σε σχέση με τη διατροφή, το ρουχισμό και την κατοικία.»
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η παράλειψη του φορολογικού νομοθέτη να προσδιορίσει ένα επαρκές αφορολόγητο όριο για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες όπως πολύτεκνοι ανάπηροι κλπ δεν βρίσκεται σε αρμονία με τις παραπάνω συμβατικές υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου, συνιστά παράβαση και διεθνών υποχρεώσεων που έχει αναλάβει το Ελληνικό Δημόσιο και η παράλειψη αυτή θεραπεύεται μόνο αν αναγνωριστεί στον φορολογούμενο το δικαίωμα να επικαλεστεί και να αποδείξει το αφορολόγητο όριο που επιτρέπει την επίτευξη των σκοπών που έχουν τεθεί με τις ανωτέρω διεθνείς συμβάσεις.
ΙV. Η νομολογιακή διάπλαση στη Γερμανία της αρχής προστασίας της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και σύγκριση με κατάσταση στην Ελλάδα
Όπως έχει επισημανθεί και στην έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του άρθρου 38 του Νσχ «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (ν. 4024/2011), η κατάργηση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος ή η θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος το οποίο είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουμένου ενδεχομένως δεν είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας.
Συναφώς επισημαίνεται πάγια νομολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (βλ. BVerfGE 82, 60· 87, 153 [169-171]· 99, 216· 120, 125 [155] και 99, 246 [261]), η οποία έχει ως εξής: Ο συνταγματικώς κατοχυρωμένος σεβασμός της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 1 παρ. 1 GG), σε συνδυασμό με την επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του κοινωνικού κράτους (άρθρο 20 παρ. 1 GG), αλλά και με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και των δικαιωμάτων του παιδιού (άρθρο 6 GG), δεσμεύουν τον κοινό νομοθέτη, ως προς τον σεβασμό του ελάχιστου ορίου διαβίωσης (existenzminimum) (βλ. και Tipke/Lang, Steuerrecht, 20η εκδ., 2010, σελ.260-262, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία). Εν προκειμένω, εφόσον ο (γερμανός) νομοθέτης, στο πλαίσιο του δικαίου της κοινωνικής πρόνοιας, καθόρισε ελάχιστο όριο διαβίωσης, το οποίο το κράτος υποχρεούται να εξασφαλίζει, δια της καταβολής παροχών κοινωνικής πρόνοιας, στους πολίτες που δεν διαθέτουν ίδια μέσα, είναι αυτονόητο ότι το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπολείπεται του ελάχιστου ορίου διαβίωσης, το οποίο απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος. Συνεπώς, το αναγνωρισμένο στο δίκαιο της κοινωνικής πρόνοιας ελάχιστο όριο διαβίωσης συνιστά το ελάχιστο ποσό εισοδήματος που πρέπει να είναι αφορολόγητο (BVerfGE 87, 153 [169-171]. Εφόσον, επομένως, το κράτος υποχρεούται να διασφαλίσει για τους πολίτες που δεν διαθέτουν ίδια μέσα τις ελάχιστες προϋποθέσεις για διαβίωση η οποία προσιδιάζει στον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, θα ήταν παράλογο να τους αφαιρεί μέσω της φορολογίας αυτό που πρέπει να τους επιστρέφει υπό μορφή παροχών κοινωνικής πρόνοιας [BVerfGE 120, 125 (155) και 99, 246 (261)]. Περαιτέρω, κατά τη διαμόρφωση του ύψους του ελάχιστου ορίου διαβίωσης ο νομοθέτης πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το γεγονός ότι, λόγω των έμμεσων φόρων, οι ανάγκες διαβίωσης του φορολογουμένου αυξάνονται. Μάλιστα, με νεότερες αποφάσεις του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (BVerfGE 120, 125) διευρύνθηκε η έννοια του ελάχιστου ορίου διαβίωσης στο μέτρο που έγινε δεκτό ότι, για τον υπολογισμό του, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η κάλυψη της ανάγκης του φορολογουμένου για μόνιμη περίθαλψη ή ειδική μέριμνα λόγω ασθένειας, ιδίως δια της καταβολής των ανάλογων ασφαλιστικών εισφορών.
Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανική κυβέρνηση υποβάλλει κάθε δύο έτη στο Κοινοβούλιο έκθεση (Existenzminimumbericht) στην οποία προσδιορίζεται το ύψος του ελαχίστου ορίου διαβίωσης το οποίο πρέπει να είναι αφορολόγητο.
Ερχόμενοι, τώρα στην εθνική νομοθεσία διαπιστώνουμε ότι στην περίπτωση της Ελλάδας δεν έχει θεσπιστεί αντίστοιχη γενικευμένη διάταξη στο πλαίσιο του δικαίου κοινωνικής πρόνοιας, όπως αυτή που αναφέρεται στη γερμανική νομολογία. Υπάρχουν όμως κάποιες άλλες διατάξεις που είναι σχετικές με την έννοια του ελαχίστου ορίου διαβίωσης, οι οποίες αφορούν τον ιδιωτικό δανεισμό και την ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Σύμφωνα με τον κώδικα Δεοντολογίας (Ν. 4224/2013) οι λύσεις ρύθμισης των δανείων προτείνονται με βάση τις «ΕΔΔ» εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές απορρέουν από τα στοιχεία της στατιστικής Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών, που διενεργείται κάθε χρόνο από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία. Οι βασικές δαπάνες που περιλαμβάνονται ενδεικτικά στον υπολογισμό είναι οι δαπάνες διατροφής, ένδυσης και υπόδησης, όσες σχετίζονται με την κατοικία, τα έξοδα κίνησης/ συντήρησης και επισκευής μεταφορικών μέσων κ.λπ. Επίσης περιλαμβάνονται οι δαπάνες χρήσης αστικών και υπεραστικών μέσων μαζικής μεταφοράς και όσες σχετίζονται με την επισκευή και συντήρηση των διαρκών αγαθών οικιακής χρήσης. Αυτή ακριβώς η μεθοδολογία θεωρούμε ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιοριστεί το αφορολόγητο όριο κάθε εισοδήματος.
V. Η ανάγκη για εξατομικευμένη προσέγγιση της φοροδοτικής ικανότητας
Από τις ανωτέρω διατάξεις καθίσταται σαφές ότι η φορολόγηση ενός ποσού εισοδήματος που έχει αναλωθεί σε στοιχειώδεις εύλογες δαπάνες διαβίωσης παραβιάζει την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Όμως η παραδοχή αυτή γεννά την ανάγκη να αναζητηθεί και να προσδιοριστεί το ποσό του εισοδήματος που πρέπει να παραμείνει αφορολόγητο καθώς αλλά και το ποιος θα προσδιορίσει αυτό το ποσό εισοδήματος ώστε να μείνει αφορολόγητο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να έχουμε πάντα υπ’ όψιν ότι το άρθρο 2 παρ. 1 του συντάγματος αναπτύσσει και μια προστατευτική δράση υπέρ του πολίτη που μπορεί να την επικαλείται βάσιμα. Μένει μόνο να προσδιοριστεί το πολιτειακό όργανο θα την παράσχει.
Πριν επιχειρηθεί να δοθεί κάποια απάντηση μπορεί προηγουμένως να ληφθεί υπ’ όψιν η σχετική διεθνής εμπειρία. Η πιο σχετική διάταξη που μπορεί να ληφθεί υπόψη προέρχεται από τον Γαλλικό Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και ειδικότερα το άρθρο L 247 όπου ο νόμος έχει αναγνωρίσει στις γαλλικές φορολογικές αρχές την εξουσία να εκφέρουν μια εξατομικευμένη κρίση περί φοροδοτικής ικανότητας βάσει γενικών κριτηρίων που έχουν τεθεί σε επίπεδο νόμου. Ειδικότερα η πρώτη παράγραφος τουάρθρου που αφορά τους άμεσους φόρους (εισόδημα και φόρο ακινήτων) έχει ως εξής:
«L’administration peut accorder sur la demande du contribuable ;
1° Des remises totales ou partielles d’impôts directs régulièrement établis lorsque le contribuable est dans l’impossibilité de payer par suite de gêne ou d’indigence ;»
Μετάφραση:
«Η διοίκηση δύναται να παραχωρήσει ύστερα από αίτημα του φορολογούμενου:
Α) Ολικές ή μερικές απαλλαγές άμεσων φόρων που καταλογίζονται τακτικά εφόσον ο φορολογούμενος βρίσκεται σε αδυναμία να πληρώσει εξαιτίας ανέχειας ή οικονομικής εξάντλησης.»
Αυτή η διάταξη μας καθιστά φανερό ότι σε επίπεδο ευρωπαϊκής νομοθεσίας δεν είναι άγνωστη η έννοια της εξατομικευμένης κρίσης φοροδοτικής ικανότητας από την διοίκηση, η οποία όμως ενεργοποιείται σε ειδικές περιστάσεις, που συνέχονται με την φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου και ειδικότερα με την έλλειψή της.
Εντούτοις στην Ελλάδα η διάγνωση της φοροδοτικής ικανότητας γινόταν μέχρι πρόσφατα (πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013 ο οποίος αντικατέστησε το αφορολόγητο όριο με μια μείωση φόρου) μόνο σε επίπεδο νόμου με τον εξής μηχανισμό: Ορίζεται από τον νομοθέτη ένα ποσό εισοδήματος το οποίο το κρίνει ως αρκετά χαμηλό για να το φορολογήσει και επιβάλλει φόρο στο υπόλοιπο τμήμα του εισοδήματος, χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα εκφοράς μιας εξατομικευμένης κρίσης για την πραγματική κατάσταση του φορολογούμενου, η οποία μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να στερείται φοροδοτικής ικανότητας λόγω ειδικών περιστάσεων (πολυτεκνία, χρόνια ασθένεια με μεγάλο κόστος θεραπείας κλπ). Σε αυτή τη περίπτωση ενεργοποιείται κατά την άποψη του γράφοντος το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, (ενόψει μάλιστα της λέξεως «προστασία» στο άρθρο 2 παρ. 1 του Σ) προκειμένου να λάβει χώρα εξατομικευμένη κρίση περί της φοροδοτικής ικανότητας του φορολογούμενου από τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας, τα οποία μπορούν να εκφέρουν αυτή τη κρίση, η οποία θα συνίσταται στον προσδιορισμό του τμήματος του εισοδήματος το οποίο θα πρέπει να κριθεί ως αφορολόγητοκατ’ ευθείαν εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Σε αυτή τη περίπτωση ο φορολογούμενος αφίσταται του μηχανισμού προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας που υπάρχει σε επίπεδο νομοθετικής εξουσίας και αξιώνει δικαστική προστασία και προσδιορισμό της φοροδοτικής ικανότητας από την δικαστική εξουσία.
VI. Ο ρόλος της οικιακής οικονομίας
Η αποκατάσταση της αδικίας σε βάρος των οικονομικά εξασθενημένων νοικοκυριών προϋποθέτει φυσικά μια επιστημονική τεκμηρίωση της οικονομικής τους εξάντλησης. Για αυτό πρέπει να αναπτυχθεί μια αντικειμενική και επιστημονική μεθοδολογία προσδιορισμού εκείνου του τμήματος του εισοδήματος που προορίζεται να καλύψει στοιχειώδεις δαπάνες και για αυτό δεν πρέπει να φορολογηθεί.
Χρειάζεται επομένως να «ανακαλυφθεί», να «τυποποιηθεί» και να κατοχυρωθεί θεσμικά μια διαδικασία προσδιορισμού του αφορολόγητου ορίου κάθε οικογένειας με τρόπο που θα είναι ταυτόχρονα αξιόπιστος και με μικρό διοικητικό κόστος διαχείρισης.
Σαν Ένωση Φορολογουμένων Ελλάδος θεωρούμε ότι αυτό τον ρόλο μπορεί να τον παίξει η επιστήμη της οικιακής οικονομίας και μάλιστα με δυο τρόπους:
Σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτή η επιστήμη μπορεί να δημιουργήσει δείκτες «ελαχίστου ορίου διαβίωσης», οι οποίοι θα λαμβάνουν υπόψη τα οικονομικά και γεωγραφικά δεδομένα κάθε περιοχής για να προσδιοριστούν οι ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης κάθε νοικοκυριού, και τους οποίους θα χρησιμοποιεί το υπουργείο οικονομικών ως «αφορολόγητο όριο».

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όταν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις (όπως πχ σοβαρά προβλήματα υγείας ή άλλες ιδιαιτερότητες μιας οικογένειας) οι εξειδικευμένοι επιστήμονες της οικιακής οικονομίας ως εκτιμητές κόστους ελαχίστου διαβίωσηςμπορούν να συντάσσουν οικογενειακούς προϋπολογισμούς ελάχιστου κόστους διαβίωσης, στους οποίους θα αθροίζονται όλες οι επιμέρους δαπάνες που είναι απαραίτητες για την διαβίωση μιας συγκεκριμένης οικογένειας, προκειμένου να προκύψει το ποσό εισοδήματος που θα μείνει αφορολόγητο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση με ειδικά χαρακτηριστικά όπως πολύτεκνοι, μακροχρόνιες ασθένειες κλπ.
Τελικός σκοπός είναι να αναγνωριστεί από το κράτος ένας οικογενειακός προϋπολογισμός ελαχίστων δαπανών διαβίωσης που θα ταυτίζεται με τοαφορολόγητο όριο κάθε οικογένειας.
Γιατί σε τελική ανάλυση ο φορολογικός νόμος αν θέλει να μακροημερεύσει πρέπει να έχει κερδίσει την συναίνεση την κοινωνίας, και μόνο ένας νόμος που σέβεται εν τοις πράγματι την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις