Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΡΑΜΠ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΙΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΗΠΑ, ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΑ
Του Γιώργου Παυλόπουλου
Με το ιστορικό άνοιγμα που πραγματοποίησε προς την Κίνα του Μάο Τσετούνγκ,
το 1972, ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρίτσαρντ Νίξον, έκανε μια κίνηση στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα η οποία στην πορεία αποδείχθηκε καθοριστική: Απομόνωσε οριστικά τον μεγάλο αντίπαλό του, τη Σοβιετική Ένωση, από μια χώρα η οποία -φύσει και θέσει- θα μπορούσε να θεωρηθεί ο φυσικός της σύμμαχος, αποτρέποντας ταυτόχρονα τη συγκρότηση μιας συμμαχίας, η οποία θα μπορούσε πράγματι να βάψει το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη σε χρώμα κόκκινο. Και έτσι, σύμφωνα με τη θεωρία την οποία ασπάζονται πολλοί αναλυτές και ιστορικοί, επιτάχυνε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τον θρίαμβο του «υπαρκτού καπιταλισμού», με τις κοσμογονικές εξελίξεις που σημειώθηκαν σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα.
Σήμερα, υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, είναι έτοιμος να πάρει το δικό του μεγάλο ρίσκο πάνω στην ίδια σκακιέρα, με τους ίδιους (σχεδόν) πρωταγωνιστές -την Κίνα και τη Ρωσία. Μόνο που αυτή τη φορά, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί και ο ρόλος του καλού ανήκει στη Μόσχα και τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ ο κακός της υπόθεσης είναι το Πεκίνο και ο Σι Τζινπίνγκ.
Μάλιστα, προκειμένου να μην υπάρχει αμφιβολία για τις προθέσεις του, ο Τραμπ έχει κάνει ήδη κινήσεις σε δύο μέτωπα. Αφενός, φρόντισε να διορίσει τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις: Στο υπουργείο Εξωτερικών τοποθετήθηκε ένας βραβευμένος από τον Πούτιν και ως υπεύθυνοι για την εμπορική πολιτική επελέγησαν άνθρωποι οι οποίοι έχουν πρωταγωνιστήσει στις διαμάχες με την Κίνα τις προηγούμενες δεκαετίες, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των αμερικανικών ομίλων. Αφετέρου, έθεσε υπό αμφισβήτηση την πολιτική της «Μίας Κίνας», που στην πράξη σημαίνει την αναγνώριση της κυριαρχίας του Πεκίνου στην Ταϊβάν -ένα δόγμα, δηλαδή, που υιοθετήθηκε το 1972 και αποτέλεσε το αντίτιμο για την απομόνωση του Κρεμλίνου, ενώ έγινε απολύτως σεβαστό από όλους όσοι βρέθηκαν μετά τον Νίξον στο Οβάλ Γραφείο.
Με την πρώτη ματιά, το σχέδιο Τραμπ μοιάζει να έχει λογική. Διότι εάν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου ήταν η ΕΣΣΔ αυτή που αντιπροσώπευε τη νούμερο ένα απειλή για την παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία, πλέον σε αυτή τη θέση έχει βρεθεί η ταχύτατα ανερχόμενη Κίνα. Κι αυτό, προφανώς, είναι κάτι οδηγεί τον Τραμπ στο συμπέρασμα πως εάν καταφέρει να προσεταιριστεί τη Ρωσία και, ταυτόχρονα, να τη φέρει απέναντι στους Κινέζους, θα τους οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, στη συνθηκολόγηση. «Υπό την ηγεσία του Τραμπ, οι ΗΠΑ θα επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με τη Ρωσία και θα επιχειρήσουν να περιορίσουν την Κίνα (…) Εάν αυτό επιτύχει, τότε η Κίνα θα βρεθεί υπό πίεση και τότε, το Πεκίνο είναι πιθανό να διαπραγματευτεί, με ενδεχόμενο να εγκαταλείψει τις διεκδικήσεις του στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας ή και να κάνει παραχωρήσεις σε επίπεδο εμπορίου», εξηγούσε σχετικά πρόσφατα, μιλώντας στο δίκτυο της Deutsche Welle, ο Τόμας Γιέγκερ, από τους κορυφαίους σύγχρονους Γερμανούς διπλωματικούς αναλυτές.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο περιόδους, γεγονός που ενδεχομένως επιβεβαιώσει τη γνωστή ρήση του Καρλ Μαρξ -ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα.
Μία από αυτές τις διαφορές, για παράδειγμα, είναι ότι ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μετά την Πολιτιστική Επανάσταση, οι σχέσεις των δύο μητροπόλεων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» επιδεινώνονταν διαρκώς, τα τελευταία χρόνια Ρωσία και Κίνα αναπτύσσουν και εμβαθύνουν διαρκώς τις σχέσεις τους σε όλα τα επίπεδα. Επιπλέον, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα βρίσκονται σήμερα σε τόσο κραυγαλέα θέση αδυναμίας όσο η Κίνα του Μάο, που σπαρασσόταν από τις εσωτερικές έριδες και την ανείπωτη φτώχεια.
Και κάτι τελευταίο -αν και όχι σε σημασία: Εάν η κίνηση Νίξον έφερε τη σφραγίδα του Αμερικανού… Μέτερνιχ, του τότε υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, στις μέρες μας διατυπώνονται σοβαρότατες αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσο το επιτελείο του Τραμπ και γενικώς τα κέντρα λήψης αποφάσεων των ΗΠΑ διαθέτουν σαφή στόχευση και ανάλογων ικανοτήτων και εμβέλειας μυαλά…
Ο γρίφος των τριών «γιγάντων»
Τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας -των τριών χωρών που, όχι τυχαία, διαθέτουν τις ισχυρότερες πολεμικές μηχανές- διαπλέκονται σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ανταγωνιστικά. Από τη Μέση Ανατολή μέχρι τον Ειρηνικό και από την Αλάσκα μέχρι την Αφρική, οι τρεις ισχυροί προσπαθούν συστηματικά να κατοχυρώσουν και να διευρύνουν τις ζώνες επιρροής τους, είτε απευθείας είτε δι’ αντιπροσώπων. Η συνολική εικόνα μοιάζει κυριολεκτικά με γρίφο. Στη Συρία, είναι γεγονός ότι οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών έδειξαν πως Αμερικανοί και Ρώσοι είναι δυνατόν να συνεννοούνται και, ως ένα βαθμό, να συνεργάζονται, ενώ οι Κινέζοι τηρούν διακριτικά αποστάσεις, καθώς δεν διαθέτουν ισχυρά ερείσματα στην περιοχή. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, στην Ουκρανία, τη Βαλτική και την ανατολική Ευρώπη, όπου η ένταση παραμένει σε υψηλά επίπεδα και αυξάνεται διαρκώς. Όσο για τον Ειρηνικό, τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα. Μέχρι πρόσφατα, Κίνα και Ρωσία έμοιαζαν να έχουν κάνει… σάντουιτς την Ιαπωνία, την ισχυρότερη σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή. Εσχάτως, όμως, υπάρχουν ενδείξεις προσέγγισης ανάμεσα σε Τόκιο και Μόσχα, τη στιγμή που η Ουάσιγκτον αυξάνει την πίεση στο Πεκίνο.
Το «κλειδί» της ενέργειας
Η τεχνολογική «επανάσταση» που επέτρεψε στους Αμερικανούς την εκμετάλλευση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων (με βαρύτατο κόστος για το περιβάλλον…) πρόκειται πολύ σύντομα να καταστήσει τις ΗΠΑ ενεργειακά αυτόνομες -περιορίζοντας, ταυτόχρονα, το ενδιαφέρον τους για πλήρη έλεγχο της Μέσης Ανατολής ή για συμφωνίες με τη Ρωσία σε αυτόν τον τομέα. Από την άλλη, η Κίνα «διψά» ολοένα περισσότερο για ενέργεια και, με βάση τη συμφωνία η οποία υπογράφηκε την άνοιξη του 2014, η Gazprom θα αναλάβει να καλύψει μεγάλο μέρος των αναγκών της με το σύστημα αγωγών που κατασκευάζεται διαμέσου της Σιβηρίας και θα αρχίσει να λειτουργεί γύρω στο 2019 διασφαλίζοντας, με τη σειρά της, πολύτιμα κεφάλαια για τα κρατικά ταμεία.
Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι οι ενεργειακοί δεσμοί ανάμεσα σε Μόσχα και Πεκίνο θα αποτελέσουν ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια στην προσπάθεια του Τραμπ να σπάσει τον «άξονα» που δείχνει να δημιουργείται ανάμεσά τους. Και θα το καταφέρει μόνο εάν βάλει στην εξίσωση άλλες χώρες της κεντρικής Ασίας, που είναι ιδιαιτέρως πλούσιες σε κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μόνο που αυτό δεν θα είναι εύκολο.
Τα τύμπανα του προστατευτισμού
Οι εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία είναι πρακτικά αμελητέες για το μέγεθος της υπερδύναμης, καθώς το 2015 δεν έφτασαν καν τα 25 δισ. δολάρια. Αντιθέτως, η Κίνα είναι από τους σημαντικότερους οικονομικούς εταίρους των Αμερικανών και ενισχύει διαρκώς τη θέση της, με τις συναλλαγές να φτάνουν στο ίδιο έτος τα 600 δισ. Μάλιστα, οι τελευταίοι εμφανίζονται «χρεωμένοι» κατά 365 δισ, κάτι που σημαίνει ότι το μισό εμπορικό τους έλλειμμα προέρχεται από την Κίνα -η οποία, ταυτόχρονα, είναι από τους μεγαλύτερους πιστωτές του αμερικανικού δημοσίου, έχοντας στην κατοχή της κρατικά ομόλογα με αξία που φτάνει τα 1,22 τρισ. δολάρια.
Προφανώς, λοιπόν, κάθε «λάθος» στη σχέση με την Κίνα μπορεί να έχει απρόβλεπτες, αν όχι καταστροφικές, συνέπειες για την Ουάσιγκτον και αυτό είναι κάτι που ασφαλώς γνωρίζουν ο Ντ. Τραμπ και το επιτελείο του, οι οποίοι έχουν δεσμευτεί ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν για να υπερασπίσουν τις θέσεις εργασίας των Αμερικανών και τα προϊόντα που παράγουν στη χώρα τους από την κινεζική «εισβολή». Η απειλή που εκτόξευσε πρόσφατα το αφεντικό της Wanda και πλουσιότερος άνθρωπος στην Κίνα, Γουάνγκ Γιανλίν, υπήρξε ξεκάθαρη: «Έχω επενδύσει πάνω από 10 δισ. δολ. στις ΗΠΑ και απασχολώ περισσότερους από 20.000 ανθρώπους. Εάν υπάρξουν λάθος χειρισμοί, τότε όλοι αυτοί δεν θα έχουν να φάνε», είπε.
Η ισορροπία είναι εξαιρετικά λεπτή.
ΤΟ ΠΑΖΛ
Οι «πρώην» και οι «εκτός»
Οι «πρώην» και οι «εκτός»
Η αγωνία του Μπ. Ομπάμα
Στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, την οποία θα εκφωνήσει την ερχόμενη Τρίτη 10 Ιανουαρίου, ο Μπαράκ Ομπάμα είναι βέβαιο ότι δεν θα παραλείψει να αναφερθεί και στις σχέσεις της χώρας του με τη Ρωσία, οι οποίες έχουν κυριολεκτικά δηλητηριάσει το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ. Είναι, εξάλλου, γεγονός ότι ο ίδιος επέλεξε εσχάτως να τηρήσει μια ιδιαιτέρως σκληρή στάση, υιοθετώντας τις κατηγορίες για «ρωσικό δάκτυλο» στις προεδρικές εκλογές (κατά της Κλίντον) και προωθώντας κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας. Φαίνεται δε ότι αυτή του η στάση μάλλον εξέπληξε τους περισσότερους, μιας και μέχρι σήμερα ο Ομπάμα είχε ακολουθήσει πολιτική σχετικά ήπιων τόνων -αποφεύγοντας όλα τα σενάρια που οδηγούσαν σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τους Ρώσους και ανεχόμενος, επί της ουσίας, να «αλωνίζουν» στη Συρία και την Ουκρανία. Τι ανάγκασε, λοιπόν, τον Ομπάμα, να κάνει αυτή τη στροφή και μάλιστα στα… στερνά του; Όλα δείχνουν ότι η μεταστροφή αποτυπώνει την αγωνία που επικρατεί σε ένα τμήμα του αμερικανικού κατεστημένου για τους κινδύνους που (εκτιμά ότι) κρύβει το «άνοιγμα» του Τραμπ απέναντι στον Πούτιν, με στόχο την Κίνα. Κι αυτή το οδηγεί σε μια προσπάθεια της τελευταίας στιγμής να ναρκοθετηθεί η «γέφυρα» που χτίζει ο νέος πρόεδρος.
Η Ευρώπη παρακολουθεί…
Στις μεγάλες ανακατατάξεις που μοιάζουν να δρομολουγούνται στις τάξεις των ισχυρών του κόσμου (και όχι μόνο), η Ευρώπη είναι πρακτικά απούσα, ενώ και οι υπόλοιποι μοιάζουν να υπολογίζουν ολοένα λιγότερο τις θέσεις της. Εξάλλου, στα περισσότερα μεγάλα ζητήματα -όπως η οικονομική κρίση, η εξωτερική πολιτική και το προσφυγικό- ουσιαστικά η Ευρώπη δεν διαθέτει ενιαία θέση, ενώ αρκετές χώρες-μέλη κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να διαφοροποιούνται, εξυπηρετώντας τα εθνικά τους συμφέροντα και συγκροτώντας ad hoc συμμαχίες. Ειδικά δε μετά την ψήφο των Βρετανών υπέρ του Brexit, η εικόνα που υπάρχει είναι ότι η Ε.Ε. έχει εγκλωβιστεί σε μια βαθιά και ιστορικών διαστάσεων κρίση, η οποία δεν της επιτρέπει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στον υπόλοιπο πλανήτη.
Έτσι, μπορεί ο Μπαράκ Ομπάμα να έχρισε την Άγκελα Μέρκελ διάδοχό του στην ηγεσία της… φρουράς του δυτικού μοντέλου δημοκρατίας, όμως η καγκελάριος της Γερμανίας θα πρέπει πρώτα να ξεπεράσει πολλά εμπόδια -τόσο εντός συνόρων όσο και στην Ευρώπη- προτού καταφέρει να ανταποκριθεί σε αυτόν τον ρόλο. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου στη χώρα της και οι αναμετρήσεις που θα έχουν προηγηθεί σε μια σειρά άλλων ευρωπαϊκών κρατών θα κρίνουν πολλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου