Όσο και αν η mean stream θεωρία των διεθνών σχέσεων ήθελε με
το τέλος του Ψυχρού Πολέμου να επέρχεται σχεδόν αυτοδίκαια και αυτόματα μια νέα διεθνική ειρηνική και ευημερούσα τάξη πραγμάτων διαψεύστηκε. Και αυτό διότι εδραζόταν σε σαθρά θεμέλια, όπου το ποθούμενο αναγορευόταν σε επιστημονικό τεκμήριο, δυνάμενο να καθορίσει την δράση και δόμηση όλου του κόσμου.
Η ελληνική πλευρά έλαβε εν πολλοίς σοβαρά υπ’ όψιν της το ανωτέρω θεώρημα και το ενέταξε οργανικά στο αναλυτικό πλαίσιο της εξωτερικής της πολιτικής, η οποία από την γέννησή της έως σήμερα, με αυξομειούμενη επίταση και ένταση, είχε ως βασικό της αντίπαλο τον τουρκικό παράγοντα. Το γεγονός αυτό είχε καταλυτική συνέπεια μια μόνιμη έλλειψη ασφάλειας και μια επίσης μόνιμη προσπάθεια απόκτησης για την απόκτησή της. Σκοπός που την οδηγούσε, λόγω αδυναμίας γεωπολιτικού δυναμικού, στην σύμπλευση ή καλύτερα στην υποταγή της «προστασίας» των Μεγάλων Δυνάμεων, πράγμα φυσικό για ένα μικρό κράτος, όπου η διεθνής πολιτική ασκούνταν και ασκείται με όρους ισχύος.
Μια περιοδολόγηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θεωρώ ταπεινώς, ότι στερείται νοήματος λόγω του όγκου της βιβλιογραφίας που έχει παραχθεί.
Η συμβιωτική συμμαχική σχέση με την Τουρκία επετεύχθη με την ταυτόχρονη είσοδό μας στο ΝΑΤΟ και διατηρήθηκε ειρηνική μέχρι τη δεκαετία του ΄70. Έκτοτε, η Άγκυρα θέτοντας σταδιακά ένα πλέγμα αμφισβητήσεων, αφορουσών την Κύπρο, την Θράκη, με επίκεντρο όμως το Αιγαίο, επιζητεί την αναθεώρηση του καθεστώτος που διέπει τις σχέσεις των δύο χωρών. Και γνωρίζει ότι ο αιγαιακός χώρος, αποτελεί τον μείζονα συνδετικό κρίκο μεταξύ βορά και νότου και ότι χωρίς την συνυπευθυνότητα και συγκυριαρχία του δεν μπορεί να ασκήσει ολοκληρωμένο και αποφασιστικό έλεγχο στα Στενά και την περιφέρεια της με συνέπεια μια σχετικοποίηση της θέσης της. Η προσφιλής τουρκική τακτική σύνδεσης ετερογενών προβλημάτων είχε καταλυτικό αποτέλεσμα επί του Κυπριακού. Εκμεταλλευόμενη την γεωπολιτική της αξία και ελισσόμενη επιδέξια εντός του ψυχροπολεμικού διπολισμού, κατάφερε να καταστεί εμπλεκόμενο μέρος στο ζήτημα, κατά παράβαση του άρθρου 20 της Συνθήκης της Λωζάνης και να παραμείνει ατιμώρητη μετά την εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού και της εθνοκάθαρσης κατά καταπάτηση κάθε Αρχής και Κανόνα του Διεθνούς Δικαίου.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες, παρά τις προσπάθειες αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας όπως το Δόγμα Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, η ελληνική διπλωματία επανέφερε το εναλλακτικό μοντέλο της ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών. Αξιοσημείωτη αμετάβλητη συνιστώσα ήταν πως η τουρκική επιθετικότητα και ο αναθεωρητισμός δεν υποχώρησαν σε καμιά εκ των δύο περιόδων.
Η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά πως η ελληνική πλευρά, προϊόντος του χρόνου, «φθίνει» εξ’ αιτίας της δημογραφικής της απίσχνανσης και της εν γένει πολύτροπης απομείωσης του δυναμικού της, με συνέπεια να αντιμετωπίσει επιτακτικά το πιεστικό ερώτημα του τι τελικά να πράξει απέναντι στον εξ’ ανατολών γείτονα. Η στρατηγική της φθοράς προϋποθέτει χρόνο τον οποίο η Τουρκία διαθέτει και εκμεταλλεύεται μεθοδικά υπέρ της.
Οι «επαΐοντες» του θεωρήματος της εξαγωγής των εσωτερικών προβλημάτων της Τουρκίας θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους την ανάλυση του Κονδύλη πως η άσκηση εξωτερικής πολιτικής γίνεται : «με σκοπό την συντήρηση και εδραίωση της ισχύος της εκάστοτε πολιτικής κοινότητας στο πλαίσιο του εκάστοτε ενδιαφέροντος πολιτικού σύμπαντος»[1]. Γιατί άλλο η κυρίαρχη ομάδα στο εσωτερικό καθαυτή και άλλο η πρωτοκαθεδρία του εσωτερικού παράγοντα επί του εξωτερικού. Αναμφίβολα στο εσωτερικό λαμβάνονται οι αποφάσεις και εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς, όμως ο ανωτέρω ορισμός αποτελεί ανεξάρτητη σταθερά για την κατανόηση των δράσεων μιας χώρας και δη η Τουρκία.
Η άνοδος του AKP δημιούργησε ελπίδες για ολική εξομάλυνση των σχέσεων της Τουρκίας με όλους της τους γείτονες, στα πλαίσια του δόγματος «των μηδενικών προβλημάτων», όπου απεδείχθησαν ψευδεπίγραφες εις πείσμα πολλών. Ανεξάρτητα της τωρινής του κατάληξης, το δόγμα είχε εξ’ αρχής ως μόνιμες και αναγκαίες εξαιρέσεις την Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτό είναι και μια πειστική απόδειξη της συνέχειας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σε ζητήματα που θεωρεί ζωτικά για τα συμφέροντά της. Διαπίστωση που αρκετοί αρνούνται πεισματικά να δουν.
Για την Τουρκία το Αιγαίο και η Κύπρος ενέχουν μια συνοχή όπως και συνέχεια με την υπόλοιπη Ανατολική Μεσόγειο που ως τμήμα του «εγγύς θαλάσσιου χώρου» της δεν νοείται να την αφήνει αδιάφορη. Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της τουρκικής θέασης είναι η πρόσληψη ως μιας γεωγραφικής και γεωστρατηγικής ενότητας που παρουσιάζουν τα Στενά με το Αιγαίο και την Κύπρο. Όπως γράφει ο κ. Νταβούτογλου το «αδιέξοδο» και «κενό ασφαλείας» οφείλεται «στην αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος»[2]. Όμως δεν αντιλαμβάνεται πως η αντίφαση αυτή και η διαίρεση του χώρου, εν αντιθέσει με τα πολλούς αιώνες ισχύοντα, έχει προκαλέσει και στην Ελλάδα προβλήματα ασφαλείας.
Έτσι, τα μονομερώς τεθέντα ζητήματα όπως, της αμφισβήτησης του εθνικού εναερίου χώρου των 10 ν.μ., του ορίου του FIR, του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων από 6 σε 12 και η θεώρησή του ως casus belli σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί, η ανακήρυξη και οριοθέτηση ΑΟΖ, η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» και τέλος, η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του Ελέγχου και Διάσωσης συνθέτουν ένα σκηνικό χαμηλής έντασης σύγκρουσης με περιόδους κορύφωσης που έχουν οδηγήσει τις δύο χώρες στα πρόθυρα πολέμου. Η μόνη αποδεκτή διαφορά κατά την ελληνική πλευρά και όπως απορρέει από το Δ.Δ. είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Το σκηνικό αμφισβήτησης και επιδείνωσης των σχέσεων γειτονίας συμπληρώνεται με τον επιχειρούμενο εκτουρκισμό της Θράκης, με προοπτική την πρόκληση εντάσεων, με όχημα την προστασία της μουσουλμανικής μειονότητας.
Το έτερο πρόβλημα αυτό της Κύπρου, ιδωμένο από την σκοπιά του κ. Νταβούτογλου «που μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές» και ότι από «στρατηγική άποψη…είναι (θέμα) ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμα και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό πρόβλημα».[3] Η αποκαλυπτική ανάλυση του δεν επιτρέπει παρερμηνεία των σκοπών της Τουρκίας. Η υπερεντατική αλλά ακατανόητη διαπραγμάτευση για «επίλυση» του Κυπριακού, χωρίς τα απτά και μόνιμα οφέλη για την ελληνοκυπριακή πλευρά, δηλαδή μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης, το μόνο που θα πραγματώσει είναι η επισφράγιση του ελέγχου της Τουρκίας και στο ελεύθερο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, την νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής και κατοχής, με αντάλλαγμα την υπό αίρεση επανένωση, που δεν θα έχει κάποιο πραγματικό αντίκρισμα, λόγω της μορφής διακυβέρνησης που θα λάβει, πέραν των συναισθηματικών της αντανακλάσεων. Θα πρόκειται, αναμφίβολα, περί της προτελευταίας στρατηγικής ήττας του Ελληνισμού σε μια από τις ιστορικές του κοιτίδες.
Έπειτα, το θεώρημα της «εξημέρωσης του θηρίου», δηλαδή της επίλυσης των προβλημάτων με την Τουρκία μέσω της παρεμβολής της ΕΕ λόγω των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων, απέδειξε τις αντοχές του. Αποδεικνύεται πως για την Τουρκία η ΕΕ είναι ένα από τα πεδία δραστηριότητας και η αξία της θα παρέλθει μόλις αποσπασθούν τα επιθυμητά οφέλη, με σαφή απόδειξη την δήλωση Ερντογάν για την ύπαρξη του SCO ως εναλλακτικού προσανατολισμού. Τι θα πράξει η Ελλάδα αν καταρρεύσουν de facto και de jure οι διαπραγματεύσεις ΕΕ-Τουρκίας και απωλεσθεί το ούτως ή άλλως ουτοπικό, δέλεαρ της ένταξης και αυτή η προσχηματική επιθυμία για μόνιμα ειρηνική επίλυση των προβλημάτων; Έχει η ελληνική πλευρά περιεκτική στρατηγική αντιμετώπισης κρίσιμων περιστάσεων που τυχόν θα προκύψουν; Η πιθανή απάντηση είναι πως όχι.
Ο νεοοθωμανικός οραματισμός έθεσε μια ποιοτικότερη αναβάθμιση των προβλημάτων, όπου συνδυαζόμενος από τον εντατικό στρατιωτικό υπερ-εξοπλισμό και την πρόσβαση στην «επανάσταση των στρατιωτικών υποθέσεων» που επιτυγχάνει, θέτει επιτακτικότερες παραστάσεις απειλής για την κλυδωνιζόμενη και ασθμαίνουσα Ελλάδα.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός και επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας και Κύπρου είναι απόρροια της διεύρυνσης του συσχετισμού ισχύος των δύο πλευρών, με την παντοιότροπη ενδυνάμωση του τουρκικού γεωπολιτικού δυναμικού και την αποδυνάμωση του αντίστοιχου ελληνικού. Δεν σχετίζεται επουδενί με ιδεολογίες και εσωτερικές διαμάχες μεταξύ επιθετικών κεμαλικών και συνεργατικών-ειρηνόφιλων ισλαμιστών. Η πορεία των γεγονότων είναι αρκετή για την επίρρωση της αυταπόδεικτης αυτής αλήθειας. Το γεγονός ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν βίωναν για ευρύ χρονικό διάστημα επιδείνωση οφειλόταν, αφενός στο στρατηγικό τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής που οδήγησε την ελληνική πλευρά σε αναδίπλωση και επικέντρωση στο εσωτερικό της μέτωπο και αφετέρου σε μια αντίστοιχη τουρκική προσπάθεια ανόρθωσης και ενίσχυσης των εσωτερικών συντελεστών ισχύος, χωρίς βέβαια να παραβλέπεται και το πάντα ενεργό ενδιαφέρον της για περιοχές που συνορεύουν με αυτήν.
Η ελληνοτουρκική «φιλία» οφείλει να στηρίζεται στις απορρέουσες αρχές του Δ.Δ. για καλή γειτονία, ειρηνική επίλυση των διαφορών και κυρίως του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας, ώστε να επιτευχθεί η ειρηνική συνύπαρξη και σταθερότητα. Η έλλειψη κοινών ζωτικών συμφερόντων και η ρήση των Αθηναίων το 5, 86 του Θουκυδίδη ότι: «κατά την κρίση των ανθρώπων το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του κι ότι, όταν αυτό δε συμβαίνει, οι δυνατοί κάνουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους κι οι αδύναμοι υποχωρούν κι αποδέχονται», συνθέτουν την αληθή φύση των διμερών σχέσεων. Συνεπώς, το όλο και διευρυνόμενο χάσμα ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας οδηγεί την δεύτερη, στην επιδίωξη των στόχων της με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, που αθροιστικά έχουν ως αντικειμενικό σκοπό την περιφερειακή ηγεμονία κατά το πρότυπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω μιας αναθεωρητικής δυναμικής πειθαναγκασμού και καταλυτικής επιρροής.
Η υπεράσπιση του status quo από πλευράς Ελλάδος, πέρα από τις προφανείς και ευεργετικές προεκτάσεις του επί της ειρήνης και σταθερότητας, υποκρύπτει μια έλλειψη ισχύος εκ μέρους της αλλά και συνδυάζεται από το περιοριστικό πλαίσιο που θέτουν οι σχεδιασμοί και επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων που αναβιβάζουν τυχόν ανεξάρτητες κατευθύνσεις απαγορευτικές και ως εκ τούτου ανέφικτες.
Τι μπορεί επομένως να πράξει η Ελλάδα;
Αφενός, η ύπαρξη μια αξιόπιστης αποτροπής προϋποθέτει μια εντατική προσπάθεια εσωτερικής εξισορρόπησης συνδεδεμένη με μια στρατηγική κουλτούρα αποφασιστικής άμυνας. Η περίπτωση κλιμάκωσης, ως ενδεχόμενο επιλογής απαιτεί μια συστηματική και προσεκτική πολυεπίπεδη προετοιμασία, πρακτική που δεν παρατηρείται από την Ελλάδα. Προϊόντος του χρόνου εάν απαιτηθεί πολεμική συμπλοκή ίσως αντιμετωπίσει την πιθανότητα συντριβής, Αφετέρου, η εναλλακτική της εθελούσιας σύμπραξης με την Τουρκία θα υποβίβαζε την Ελλάδα σε μια εξαρτώμενη δύναμη, δηλαδή ένα καθεστώς πλήρους δορυφοροποίησης.
Έτσι η μόνη ρεαλιστική προοπτική, όπως απορρέει από την αναγκαιότητα των συσχετισμών, επιτάσσει η Ελλάδα να επιδιώξει την ενδυνάμωση της αξιοπιστίας της αποτροπής της, όπου συνεπικουρούμενη από μια δυναμική καταγγελία των προκλητικών πράξεων της Τουρκίας στους διεθνείς οργανισμούς θα έχει σκοπό την κινητοποίηση του διεθνούς παράγοντα αλλά και η σύμπραξη και η εμβάθυνση περιφερειακών στρατηγικών συμμαχιών, αποτελούν την μόνη εναλλακτική για την διαφοροποίηση των ερεισμάτων ασφάλειας με σκοπό την επιβίωση του Ελληνισμού. Η σύλληψη και εφαρμογή υψηλής στρατηγικής προϋποθέτει καταστατικά την βούληση για διασφάλιση της ανεξαρτησίας μια χώρας.
Το μέτωπο του Αιγαίου και της Κύπρου πρέπει να ιδωθούν ως ενιαία από γεωπολιτική άποψη. Ας γίνει κατανοητό ότι ο Ελληνισμός δίνει μάχες οπισθοφυλακής στα έσχατα όρια της ιστορικής του υποχώρησης. Μια μάχη επιβίωσης και θέσης στο πλανητικό στερέωμα του 21ου αιώνα. Ας ελπίσουμε ότι η δοκιμασία θα σφυρηλατήσει μια νέα βούληση επιβίωσης και επιθυμίας να συμπράξει στην διαμόρφωση του κόσμου της εποχής μας.
[1] Παναγιώτης Κονδύλης, πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, εκδ. Θεμέλιο σελ. 16
[2] Αχμέτ Νταβούτογλου, το στρατηγικό βάθος, εκδ. Ποιότητα σελ. 268
[3] Ο.π. σελ, 279
infognomonpolitics.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου