ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΕΤΟΙΜΑΖΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ. ΧΘΕΣ!
Δεκάρα δεν δίνει ο σουλτάνος Ερντογάν για τις δηλώσεις του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας περί διεθνούς δικαίου. Ο Προκόπης Παυλόπουλος εθελοτυφλεί ενώ το μοιραίο πλησιάζει. Δεν υπάρχει πλέον ευρωπαικό δίκαιο, ούτε διεθνές δίκαιο. Υπάρχει σε όλο τον κόσμο το δίκαιο του ισχυρού και του τραμπούκου. Με κάτι τέτοιες ομιλίες ο Παυλόπουλος προετοιμάζει αμνούς για νέες θυσίες και νέο αίμα. Οι Ελληνες αυτή την στιγμή-παρά το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων-είναι ένας δραματικά φτωχοποιημένος λαός ανήμπορος να υπερασπιστεί το σπίτι του και την οικογένειά του. Πόσο μάλλον τα σύνορα και τα εδάφη της χώρας.
Aπό τον Βασίλη Μπόνιο
Ο ελληνικός λαός είναι παραδομένος στην φορολογική λαίλαπα που έχουν εξαπολύσει οι κυβερνήσεις και της κυβέρνησης Τσίπρας συμπεριλαμβανομένης-με τις πλάτες τηςδιεφθαρμένης ευρωπαικής elite των κρατιστών γραφειοκρατών των Βρυξελλών. Η ομιλία του Προκόπη Παυλόπουλου είναι εκτός τόπου και χρόνου. Εθελοτυφλεί ο Πρόεδρος μπροστά στον όλεθρο που έρχεται. Ο καθηγητής Μάζης μάλιστα τον τοποθέτησε αρχές Ιανουαρίου του 2017.
Την Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016 ο καθηγητής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Ιωάννης Μάζης, μιλώντας στο Real fm έκανε λόγο για νέο σκηνικό Ιμίων στο πλαίσιο της έρευνας και διάσωσης στο Αιγαίο. Ο κ. Μάζης προσδιόρισε τις αρχές Ιανουαρίου ως την ημερομηνία που η Τουρκία θα επιχειρήσει κάποια προβοκατόρικη ενέργεια. Προέβλεψε ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας, μετά την πρωτοχρονιά, θα υλοποιήσει την απειλή του να ανοίξει τα σύνορα σε 3 εκατομμύρια πρόσφυγες και θα προσπαθήσει να δημιουργήσει νέο σκηνικό Ιμίων στο Αιγαίο. Ο κ. Μάζης εντοπίζει την περιοχή Οινουσών-Παναγιάς ως την περιοχή που ο Ερντογάν θα δημιουργήσει ένταση. «Θα προσπαθήσει να εξαπολύσει στη θάλασσα πρόσφυγες και στη συνέχεια να τους διασώσει με τουρκικά σκάφη, ώστε να υπογράψει ακόμη μια φορά την αμφισβήτηση που έχει σ’ αυτό που ο ίδιος θεωρεί “γκρίζες ζώνες”».
Ο καθηγητής σε αντίθεση με τον Παυλόπουλο δεν καθήσυχασε τους Ελληνες και την πολιτική ηγεσία αλλά σήμανε συναγερμό-για όποιους τουλάχιστο γνωρίζουν ακόμη να ακούνε και να βλέπουν τα σημάδια των καιρών:Οφείλουμε να ετοιμαζόμαστε για πόλεμο με την Τουρκία. Το ίδιο και η Κύπρος. Ο Ερντογάν θέλει να καταλύσει την Δημοκρατία της Κύπρου και να καταλάβει ολόκληρο το νησί. Ακόμη κι αν δεν το κάνει στρατιωτικά θα το κάνει με την ισχύ του σουλτάνου στον οποίο δεν αντιστέκεται κανείς. Αλλωστε η Τουρκία έχει κάθε λόγο να αισθάνεται δικαιωμένη και περήφανη με την εισβολή του 1974. Κατάφερε και κατέκτησε τη μισή Κύπρο και έρχεται τώρα το “διεθνές δίκαιο” στο οποίο αναφέρεται ο Παυλόπουλος να αναγνωρίσει την εισβολή και κατοχή. Ποιος πίεσε τον Ερντογάν να κάνει συμφωνία στο Μοντ Πελερόν. Κανείς. Το ίδιο θα συμβεί εάν καταλάβει τη μισή Ρόδο, τη μισή Θράκη και πάει λέγοντας. Δεν υπάρχει διεθνές δίκαιο. Δεν υπάρχει ευρωπαικό δίκαιο. Αντίθετα υπάρχει ένας Τραμπ που έχει κάνει επενδύσεις στην Τουρκία και μια διευθαρμένη ευρωπαική elite κρατιστώνπου ανέχεται το ελληνικό πελατειακό διαπλεκόμενο με τους νταβατζήδες κράτος στο οποίο η Δικαιοσύνη είναι ανύπαρκτη και η αξιοπρέπεια των πολιτών καταρρακωμένη. Σ΄αυτό το διεφθαρμένο κράτος ο ακόμη πιο διεφθαρμένος αλλά ισχυρός Ερντογάν θα δώσει την χαριστική βολή.
Δείτε τώρα πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ετοιμάζει αμνούς για θυσία και νέο αίμα:
«Κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι το διεθνές δίκαιο είναι το δίκαιο του ισχυρού. Δεν θα το ανεχτούμε», τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, απαντώντας στις προκλητικές δηλώσεις του προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά της Κύπρου. Δεν υπάρχει τουρκική δημοκρατία στη βόρεια Κύπρο, υπάρχει μόνο εισβολή και κατοχή. Μαζί με τα δικά μας εθνικά θέματα υπερασπιζόμαστε και τα ευρωπαϊκά θέματα, διότι τα ελληνικά εθνικά θέματα είναι και θέματα της Ευρώπης. Γεγονός που «είναι καλό να το αντιληφθεί και η Ευρώπη, διότι η Ελλάδα δεν αγωνίζεται μόνο για το εθνικό της συμφέρον, αγωνίζεται για το συμφέρον ολόκληρης της Ευρώπης με αποτέλεσμα και οι απειλές, οι οποίες εκτοξεύονται αυτήν τη στιγμή, αφορούν όχι μόνο τον τόπο μας, αλλά την Ευρώπη».
Αναφερόμενος στο Κυπριακό και τη Συνθήκη της Λωζάννης, ξεκαθάρισε ότι «εμείς οι Έλληνες έχουμε ένα δόγμα: Δεν διεκδικούμε τίποτε που δεν μας ανήκει. Ποτέ η Ελλάδα δεν υπήρξε μία χώρα που έκανε εκστρατείες κατάκτησης και η μόνη μεγάλη εκστρατεία, του Μ.Αλεξάνδρου, δεν ήταν κατάκτησης, αλλά μία εκστρατεία πολιτισμού περισσότερο. Με αυτήν τη νοοτροπία δεν επιδιώξαμε ποτέ να φτιάξουμε αυτοκρατορίες. Μας αρκεί η αυτοκρατορία του πνεύματος που είναι δεδομένη και η αυτοκρατορία της νοοτροπίας των Ελλήνων για ειρηνική συνύπαρξη με όλους τους λαούς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εμείς δεν διεκδικούμε τίποτα που δεν μας ανήκει. Αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε ούτε κατ’ ελάχιστο εκείνο που μας αναλογεί με βάση το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία ξεκινάμε».
“Το Κυπριακό δεν είναι ένα εθνικό ζήτημα Ελλάδας-Κύπρου, είναι ένα διεθνές ζήτημα και ένα κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκό ζήτημα, όταν η Κύπρος είναι πλήρες και ισότιμο μέλος της ΕΕ και του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης. Και εδώ το μέτωπο είναι αρραγές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κύπρο, όπως αποδείχτηκε προσφάτως σε ό,τι αφορά τις γραμμές μας, που είναι και ευρωπαϊκές γραμμές. Εμείς επιδιώκουμε τη λύση δίκαιη και βιώσιμη του Κυπριακού, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχει πλήρης σεβασμός του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, διότι χωρίς αυτόν τον σεβασμό δεν πρόκειται περί λύσεως, αλλά περί διάλυσης του όποιου κράτους ήθελε προκύψει».
Ο Παυλόπουλος επεσήμανε, τη σημασία του απόλυτου σεβασμού της έννοιας της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως θα δημιουργηθεί μετά τη λύση του Κυπριακού, κυριαρχία που θα ανταποκρίνεται πλήρως στο διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο.
«Η έννοια της κυριαρχίας σήμερα διαμορφώνεται με βάση το διεθνές δίκαιο, αλλά για τα κράτη της Ευρώπης και από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Είναι η πλήρης και άνευ όρων δυνατότητα κάθε κράτους να υπερασπίζεται την εδαφική του ακεραιότητα και την εθνική του ασφάλεια. Οποιαδήποτε λύση, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να σέβεται αυτήν την έννοια της κυριαρχίας, γιατί αλλιώς η λύση αυτή θα παραβίαζε την έννοια της κυριαρχίας και το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο εξαιρετικά επικίνδυνο για ολόκληρη της ΕΕ. Γιατί αυτό προϋποθέτει ότι αυτό που θα συνέβαινε σε μία Κυπριακή Δημοκρατία με ελλειμματική κυριαρχία, θα μπορούσε να επαναληφθεί για οποιοδήποτε άλλο κράτος της ΕΕ. Όταν, λοιπόν, εμείς προσέχουμε αυτήν τη θέση, υπερασπιζόμαστε την κυριαρχία των κρατών της ΕΕ. Αυτό πρέπει να καταστεί σαφές. Και από τους εταίρους μας», συμπλήρωσε.
«Αυτή η έννοια της κυριαρχίας δεν αποδέχεται, σε καμία περίπτωση, ούτε στρατεύματα κατοχής, ούτε ανέχεται εγγυήσεις. Είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτή μία τέτοια λύση, η οποία δεν σέβεται αυτήν την κυριαρχία», σημείωσε για να προσθέσει: «Είναι σαφές ότι επιδιώκουμε τη λύση και τη λύση αυτή εμείς θα την υπερασπιστούμε».
Απαντώντας στις προκλητικές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει καμία τουρκική δημοκρατία της Κύπρου. Υπάρχει εισβολή και κατοχή. Υπάρχει στρατός κατοχής, αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει καμία κρατική οντότητα. Αυτό λέει το διεθνές δίκαιο, αυτό λέει το ευρωπαϊκό δίκαιο. Και επ’ αυτού δεν υπάρχει αντίρρηση, ή αμφισβήτηση». Επεσήμανε, δε, ότι «δεν διεκδικούμε τίποτα, αλλά δεν παραχωρούμε και τίποτε. Πολλώ μάλλον όταν αυτά προέρχονται και από το καθήκον των Ελλήνων να υπερασπιστούν την Ευρώπη. Γιατί υπερασπιζόμαστε την Ευρώπη, το κύρος και την κυριαρχία της».
Αναφορικά με τη Συνθήκη της Λωζάννης, ως προς τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, είπε ότι είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα, ότι η Συνθήκη της Λωζάννης είναι αναπόσπαστο μέρος του διεθνούς δικαίου και διαβεβαίωσε πως «στα εθνικά θέματα, που είναι και ευρωπαϊκά θέματα, δεν υπάρχουν φαιδρότητες», αν κάποιοι θεωρούν κάτι τέτοιο, αλλά «και αυτές ακόμη πρέπει να αντιμετωπιστούν. Γιατί μπορεί αυτά τα ζητήματα να ξεκινούν με τη μορφή της επιθεώρησης στο διεθνές πεδίο, αλλά αν δεν δώσουμε τη δέουσα προσοχή γρήγορα καταλήγουν σε τραγωδίες».
«Εμείς ο Έλληνες δεν είμαστε διατεθειμένοι να το ανεχτούμε. Δεν πρόκειται να το επιτρέψουμε. Και δεν μπορεί η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου να υποκύπτει σε κανενός είδους σειρήνες λαϊκισμού», τόνισε, σημειώνοντας ότι «και εκείνοι που το πράττουν θα γνωρίζουν ότι ακόμη κι αν στέλνουν τα μηνύματα ότι αυτό λέγεται για εσωτερική κατανάλωση για εμάς δεν είναι θέμα εσωτερικής κατανάλωσης». Όπως ανέφερε ο κ. Παυλόπουλος, η Συνθήκη της Λωζάνης είναι αναπόσπαστο μέρος του διεθνούς δικαίου, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα υφ’ οιανδήποτε εκδοχή να τεθεί εν αμφιβόλω η εφαρμογή της και να υπάρξει ζήτημα αναθεώρησής της. Αυτή η Συνθήκη θα καθορίζει τα σύνορα της Ελλάδας και τα σύνορα της ΕΕ. Οιαδήποτε αμφισβήτησή της, και πολύ περισσότερο παραβίασή της, συνιστά αμφισβήτηση και παραβίαση των συνόρων της Ελλάδας και των συνόρων της ΕΕ.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπενθύμισε στην Τουρκία τη φιλική στάση της Ελλάδας σε δύσκολες στιγμές απέναντί της, επισημαίνοντας ότι «μόνο μέσα από την ειρηνική συνύπαρξη μπορούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα που και οι δύο λαοί έχουμε», αλλά μία ειρηνική συνύπαρξη και φιλία που θα βασίζεται πάνω στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου. «Αν κάποιοι πιστεύουν ότι το διεθνές δίκαιο είναι το δίκαιο του ισχυρού κάνουν ένα μεγάλο λάθος. Αν το αγνοούν ας το μάθουν. Αν δεν το αγνοούν, αλλά θέλουν να το χρησιμοποιούν για δικές τους σκοπιμότητες, δεν θα το ανεχτούμε. Και η ιστορία έχει διδάξει ότι η δύναμη των λαών δεν εξαρτάται από το μέγεθος, εξαρτάται από την αποφασιστικότητά τους και κυρίως από την ενότητά τους. Γι’ αυτό και τούτες τις ώρες η ενότητα πρέπει να είναι αρραγής, ιδίως όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τέτοια θέματα», κατέληξε ο κ. Παυλόπουλος.
Το “Κουρδιστό Πορτοκάλι” καλεί τις τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να μην λαμβάνουν υπόψη τους τις ομιλίες σαν κι αυτή του Παυλόπουλου αλλά να ετοιμασθούν όσο μπορούν γι΄αυτό που έρχεται και περιέγραψε πολύ σωστά ο καθηγητής Μάζης. Ο Πάνος Καμμένος είναι σε σωστή κατεύθυνση όταν επιχειρεί να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ισραήλ αλλά όταν, η πολιτική ηγεσία της χώρας ξεχαρμανιάζει στην κηδεία του Κάστρο τον επαναστατικό της οίστρο ενώ στην Ελλάδα εφαρμόζει το πιο άθλιο μνημόνιο, η υπόθεση είναι χαμένη.
Καλούμε τα στελέχη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να διαβάσουν την ανάλυση του Ιωάννη Κονδύλη (Θεωρία του πολέμου) που ακολουθεί:
H έκταση της τουρκικής επικράτειας είναι εξαπλάσια από την ελληνική και συνιστά σχεδόν εξ ολοκλήρου (δηλαδή με εξαίρεση το μικρό ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας) χώρο συμπαγή και ολότμητο. Αντίθετα, ο ελληνικός χώρος (και μάλιστα η κρίσιμη ως θέατρο πολέμου περιοχή ολόκληρου του Αιγαίου καθώς και η βόρεια Ελλάδα από τον Έβρο μέχρι τη Θεσσαλονίκη) αποτελείται από κατεσπαρμένα και μεμονωμένα εδάφη (νησιά) ή στενές λωρίδες.
Το στρατηγικό πλεονέκτημα που δίνει η τέτοια κατανομή του χώρου στην τουρκική πλευρά είναι προφανές. Ο κατακερματισμένος ελληνικός χώρος μπορεί να καταληφθεί και να κρατηθεί κατά τμήματα, ακόμα και πολύ μικρά ο εχθρός δεν είναι υποχρεωμένος να εμπλακεί στην πολεμική περιπέτεια κατάληψης ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας προκειμένου ν’ αποσπάσει ένα τμήμα της, όποιο θέλει ή εν πάση περιπτώσει όποιο μπορεί αφού καταλάβει ένα τμήμα, έχει τη δυνατότητα, εφ’ όσον υπερέχει στρατιωτικά, να εδραιώσει την καινούργια κατάσταση, δημιουργώντας σε σχετικά σύντομο διάστημα τετελεσμένα γεγονότα.
Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα (με ελάχιστες παρήγορες εξαιρέσεις, για τις όποιες θα μιλήσουμε παρακάτω) να αποσπάσει από τον μεγάλο και συμπαγή τουρκικό γεωγραφικό όγκο ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι χωρίς να περιπλακεί, mutatis mutandis, στο τραγικό δίλημμα του 1922. Εάν π.χ. για λόγους αντιπερισπασμού συγκροτούσε προγεφυρώματα στον παράκτιο μικρασιατικό χώρο, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα μπορούσαν ακόμα και να τ’ αγνοήσουν εντελώς, στρεφόμενες εναντίον τους μόνον αφού θα είχε πια κριθεί η έκβαση στα κύρια θέατρα του πολέμου.
Πώς μπορεί η Ελλάδα να εξουδετερώσει, σε περίπτωση πολέμου, τα σοβαρά γεωγραφικά της μειονεκτήματα; Ας αρχίσουμε από το ζήτημα των πιθανών εδαφικών απωλειών και κερδών, καθώς φαίνεται προφανές ότι η τουρκική πλευρά θα συνδέσει την αιτιολόγηση και τη διεξαγωγή του πολέμου εκ μέρους της με εδαφικές διεκδικήσεις. Αν αυτό ευσταθεί, τότε η ελληνική πλευρά θα έκανε πολύ άσχημα να περιορισθεί στην υπεράσπιση των προσβαλλόμενων εδαφών της. Αν αυτά ήσαν περισσότερα του ενός και αν δεν ήταν δυνατή η επιτυχής υπεράσπιση όλων τους, τότε oι Τούρκοι θα είχαν στο τέλος ένα καθαρό κέρδος, έστω και αν αυτό ήταν μικρό ή εκ των υστέρων φαινόταν “δυσανάλογο” (η έννοια είναι βέβαια σχετική) προς τις αντίστοιχες θυσίες.
Γι’ αυτόν τον λόγο η ελληνική πλευρά πρέπει κατά το δυνατόν να επιδιώξει αυτοτελή εδαφικά κέρδη, είτε ως αντιστάθμισμα για μόνιμες δικές της απώλειες είτε ως πιθανό αντάλλαγμα σε μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις. Το πού πρέπει να αναζητηθούν τα κέρδη αυτά, με δεδομένο τον κατά βάση συμπαγή και ολότμητο χαρακτήρα του τουρκικού εθνικού χώρου, μας το δείχνει μια γρήγορη επισκόπηση των τριών πιθανών θεάτρων του πολέμου: της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου. Στη Θράκη, ή μάλλον στον Έβρο, η πυκνή συγκέντρωση στρατευμάτων και από τις δύο πλευρές σημαίνει ότι όποιος καταφέρει να διασπάσει πρώτος τις αντίπαλες γραμμές θα έχει τη δυνατότητα να αποκόψει αμέσως, μ’ έναν κυκλωτικό ελιγμό σχεδόν επί τόπου, μεγάλες εχθρικές μονάδες.
Το δεύτερο σημείο, που πρέπει να υπογραμμιστεί, είναι η ανάγκη συγκέντρωσης των δυνάμεων. Ο γεωγραφικός κατακερματισμός του ελληνικού χώρου γεννά εύκολα τον πειρασμό αντίστοιχου κατακερματισμού των ενόπλων δυνάμεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν πληρέστερη κάλυψή του. Ο πειρασμός αυτός μπορεί να αποβεί θανάσιμος, άλλωστε και ο σκοπός είναι καθ’ εαυτόν ουτοπικός. Η αριθμητική υπεροχή της τουρκικής πλευράς και το πλήθος των πιθανών στόχων της της δίνει εξ αντικειμένου ορισμένα περιθώρια επιλογής και εκτέλεσης παραπλανητικών αποβατικών και άλλων κινήσεων με σκοπό να ενταθεί ο έτσι κι αλλιώς υπαρκτός ελληνικός πειρασμός του κατακερματισμού των δυνάμεων.
Κατά τρίτον λόγο, η ελληνική πλευρά δεν θα μπορέσει να αντισταθμίσει τα γεωγραφικά της μειονεκτήματα έναντι της τουρκικής αν δεν καλύπτει με ικανή δύναμη πυρός το σύνολο της τουρκικής επικράτειας και όχι απλώς τα θέατρα του πολέμου και περιορισμένο βάθος του χώρου γύρω τους. Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί. Το μικρό βάθος του ελληνικού χώρου δίνει στην τουρκική πλευρά τη δυνατότητα να πλήξει ολόκληρη την επιφάνειά του με όπλα μικρότερου βεληνεκούς καθώς και με αεροπλάνα που διαθέτουν μικρότερη ωφέλιμη ακτίνα δράσεως από τα ελληνικά.
Αλλά και αντίστροφα: το συγκριτικά μεγάλο βάθος του τουρκικού χώρου επιτρέπει να αποσυρθούν στο εσωτερικό του, δηλαδή πέρα από την εμβέλεια της ελληνικής δύναμης πυρός, όπλα μεγαλυτέρου βεληνεκούς (η Τουρκία έφτασε να συζητεί ακόμα και με την Κίνα την αγορά πυραύλων εδάφους-εδάφους μεγάλου βεληνεκούς) καθώς και αεροπλάνα με μεγαλύτερη ωφέλιμη ακτίνα δράσεως ας σημειωθεί ότι τα τουρκικά αεροπλάνα μπορούν, ξεκινώντας από τα μακρινότερα ως προς εμάς αεροδρόμια της Ανατολίας (Μπάτμαν, Ερζερούμ), να ανεφοδιάζονται στον αέρα όσο ακόμα βρίσκονται μέσα στον τουρκικό εναέριο χώρο και να εκτελούν έτσι αποστολές μέσα στην ελληνική επικράτεια σα να είχαν απογειωθεί από αεροδρόμια των μικρασιατικών παραλίων.
Άρα, σε περίπτωση σύρραξης, η ελληνική πλευρά, ακόμα κι αν θα επιθυμούσε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο με ένα προληπτικό χτύπημα, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα έβρισκε τον κορμό των αεροπορικών του δυνάμεων στα πλησιέστερα αεροδρόμια. Το κρίσιμο τούτο πρόβλημα λύνεται μόνον με πυραυλικά συστήματα κατάλληλου βεληνεκούς καί με ουσιώδεις δυνατότητες ανεφοδιασμού των ελληνικών αεροπλάνων στον αέρα (π.χ. μεταξύ Κρήτης και Κύπρου). Τα πράγματα θα ήσαν πολύ απλούστερα, εννοείται, αν η Ελλάδα και η Κύπρος δεν ήσαν κράτη με “de facto” μειωμένα κυριαρχικά δικαιώματα, αν δηλαδή οι αποφάσεις τους δεν εξαρτιόνταν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα από το τι ανέχονται οι Ηνωμένες Πολιτείες και το τι θεωρεί ως “casus belli” η Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, η κυρίαρχη κυπριακή κυβέρνηση θα καλούσε την κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση να εγκαταστήσει αεροπορικές δυνάμεις στο έδαφός της, οι οποίες θα μπορούσαν να πλήξουν άμεσα την καρδιά και το υπογάστριο της τουρκικής επικράτειας.
Τέταρτο και τελευταίο, μπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας, η Ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το πρώτο πλήγμα το επιβάλλει σήμερα όχι κάποια “πολεμοχαρής” διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Με δεδομένη την τουρκική υπεροπλία και τη γενικότερη τουρκική γεωπολιτική υπεροχή ένα (μαζικό) πρώτο πλήγμα εξ ανατολών θα παραλύσει τεχνικά, αλλά και ψυχολογικά την ελληνική πλευρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου