Οι οπαδοί του Σχεδίου Ανάν παλαιότερα και του διάδοχου σχεδίου που βρίσκεται υπό συζήτηση σήμερα, συνηθίζουν κατά καιρούς να προβάλουν τον φιλοευρωπαϊσμό και φιλοδυτικισμό τους έναντι του περιοριστικού
«εθνοκεντρισμού» όσων εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τα σχέδια αυτά. Όμως, κατά την άποψη του γράφοντος, εκτός όλων των άλλων, εν κινδύνω σήμερα τίθεται και η θέση της Κύπρου στην Ε.Ε. αλλά και την ευρύτερη γεωπολιτική αρχιτεκτονική της Δύσης.
Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα*
Συγκεκριμένα, θα ήταν αφελές να πιστεύαμε ότι οι πιέσεις για τη «Λύση» του Κυπριακού Ζητήματος δεν σχετίζονται με τους ευρύτερους σχεδιασμούς των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης γενικότερα. Το πρόβλημα είναι ότι οι σχεδιασμοί αυτοί ενδέχεται να εκφράζουν μια διεθνή γεωπολιτική πραγματικότητα που ανήκει πια στο παρελθόν.
Κατά συνέπεια, μια «Λύση» του Κυπριακού με βάση τους προηγούμενους σχεδιασμούς, ενδέχεται να τοποθετήσει την «ενωμένη» Κύπρο σε ένα παρωχημένο γεωπολιτικό πλαίσιο που δεν θα εκφράζει πλέον τις στοχοθετήσεις των μεγάλων Δυτικών δυνάμεων. Άρα, εκτός όλων των άλλων κινδύνων που προκύπτουν σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας με τον τρόπο που αυτή προετοιμάζεται, ενδέχεται να τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο και η θέση της Κύπρου στην Ευρώπη και τον ευρύτερο Δυτικό Κόσμο.
Αυτός ο κίνδυνος προκύπτει από τη μετατροπή του διεθνούς συστήματος από μονοπολικό σε πολυπολικό. Δηλαδή, από έναν κόσμο όπου τον έλεγχο ασκούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, περνάμε σταδιακά σε έναν άναρχο κόσμο, στον οποίο διεσπαρμένοι πόλοι ισχύος κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους ώστε να πετύχουν μια όσο το δυνατόν καλύτερη θέση στην παγκόσμια σκακιέρα.
Ένας από αυτούς τους πόλους ισχύος είναι και η Τουρκία. Και μάλιστα ένας από τους πιο φιλόδοξους. Σε αντίθεση με ότι συνήθως αναφέρεται, η Τουρκία δεν φαίνεται να αρκείται στη θέση της «Περιφερειακής Δύναμης». Αντιθέτως, επιδιώκει να πλασαριστεί ως μια από τις ευρασιατικές δυνάμεις πρώτης γραμμής, θεωρώντας ότι βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία.
Είναι αναπόφευκτο ότι αυτός ο νέος της ρόλος τη φέρνει σε μια εν δυνάμει ανταγωνιστική θέση τόσο με τη Ρωσία όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και με τοπικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, όπως είναι το Ιράν, το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Βέβαια, αυτήν τη στιγμή καταφέρνει να ισορροπεί μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών, απειλώντας να κινηθεί προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζει την αμήχανη υποστήριξη και των δύο, αλλά αυτό δεν αναιρεί τις μακροχρόνιες ανταγωνιστικές σχέσεις με τις χώρες αυτές.
Κοντολογίς, τα μακρόπνοα συμφέροντα τόσο της Ουάσιγκτον όσο και της Μόσχας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την ύπαρξη μιας αυτόνομης, ισχυρής και υπερφιλόδοξης Τουρκίας που έχει τις δικές της στοχοθετήσεις.
Επίσης, μια Τουρκία που θα έχει μετατραπεί στην κυρίαρχη δύναμη της περιοχής περιορίζει δραστικά τις δυνατότητες τόσο του Ιράν όσο και της Αιγύπτου να αναγορευτούν σε περιφερειακές δυνάμεις, ενώ παρόμοια εξέλιξη προκαλεί σοβαρές ανησυχίες και στο Ισραήλ.
Το τελευταίο, ναι μεν επιδιώκει μια εξομάλυνση των σχέσεών του με την Τουρκία, όμως σε περίπτωση τουρκικού γεωπολιτικού «γιγαντισμού» κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια ετεροβαρή σχέση «αναγκαστικής φιλίας» και να τεθεί υπό την άτυπη σφαίρα επιρροής της Άγκυρας.
Επιπροσθέτως, η μετατροπή της Τουρκίας σε μια από τις κύριες δυνάμεις ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος καθιστά μη επιθυμητή από πλευράς της και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε παρόμοια πιθανότητα. Η εξέλιξη αυτή αφήνει ανεξέλεγκτα και τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση εν συνόλω αλλά και με πολλές από τις ευρωπαϊκές χώρες ξεχωριστά.
Εν κατακλείδι, προκύπτει η πιθανότητα εμφάνισης μιας Τουρκίας «εναντίον όλων». Μιας Τουρκίας έτοιμης να συγκρουστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και όλες τις ισχυρές χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Και με αυτήν την Τουρκία θέλει να συνδέσει τη μοίρα της η Κυπριακή Δημοκρατία διαμέσου του συζητούμενου σχεδίου «Λύσης».
Γιατί αυτό θα συμβεί ακόμη και αν η τουρκική πλευρά καλύψει όλους τις ελληνοκυπριακές απαιτήσεις. Όποιοι και αν είναι οι συμφωνηθέντες όροι, σε περίπτωση συμφωνίας η Κυπριακή Δημοκρατία θα προχωρήσει σε γεωπολιτική σύζευξη με την Τουρκία.
Για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, το ενδεχόμενο αυτό θα είναι καταστροφικό και όσον αφορά τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρώπη και τον Δυτικό Κόσμο γενικότερα. Η Κύπρος θα τεθεί υπό τη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας και θα χρησιμοποιηθεί ως εξάρτημα επιβολής των στρατηγικών της επιδιώξεων έναντι των άλλων χωρών της περιοχής αλλά και της Ρωσίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης.
Και προσέξτε, αναφέρομαι στην Τουρκία γενικώς και όχι στην «Τουρκία του Ερντογάν». Γιατί οι καταστάσεις τις οποίες εξετάζουμε είναι απρόσωπες συνέπειες ευρύτερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και όχι προσωπικές επιλογές των όποιων κυβερνόντων.
Όπως και να ‘χει, ακόμη και υπό τις ιδανικότερες συνθήκες, σε περίπτωση υπογραφής συμφωνίας, ένα μικρό γεωπολιτικό μέγεθος, δηλαδή η Κύπρος, θα «κουμπώσει» πάνω σε ένα πολύ μεγαλύτερο γεωπολιτικό μέγεθος, δηλαδή την Τουρκία. Και κατά κανόνα, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το μεγαλύτερο γεωπολιτικό μέγεθος, αργά ή γρήγορα, θέτει υπό τον έλεγχό του το μικρότερο και του επιβάλλει τις δικές του στοχοθετήσεις και σχεδιασμούς. Και οι σχεδιασμοί της Άγκυρας ενδέχεται να τη φέρουν σε τροχιά σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, τη Ρωσία καθώς και με την Ευρωπαϊκή Ένωση εν συνόλω και με πολλά επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη. Τόσο απλά.
Ιδιαίτερα δε μέσα στην Ε.Ε., μια «ενωμένη» Κύπρος, που θα έχει προκύψει μετά την όποια συμφωνία με την τουρκική πλευρά, μπορεί να θεωρηθεί από πολλές ευρωπαϊκές χώρες ως Δούρειος Ίππος μιας Τουρκίας, η οποία θα έχει απολέσει πλέον οριστικά και αμετάκλητα την «ευρωπαϊκή της προοπτική», με αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί αν όχι να εξοβελιστεί από την Ένωση.
Βέβαια, στις παραπάνω υποθέσεις μπορεί κάποιος να αντιτάξει ορισμένες πολύ λογικές αντιρρήσεις. Η πρώτη εξ αυτών είναι ότι από τη στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να στηρίζουν με πάθος την Τουρκία δεν φαίνεται να υπάρχει θέμα σύγκρουσης μαζί της. Στην πραγματικότητα όμως, αυτή η ταύτιση με την Άγκυρα κρύβει περισσότερο φόβο παρά σύγκλιση συμφερόντων από πλευράς της Ουάσιγκτον.
Πολύ απλά, οι Αμερικανοί δεν έχουν αυτήν τη στιγμή την πολυτέλεια να συγκρουστούν με την Τουρκία και δείχνουν να έχουν εγκλωβιστεί σε μια ταπεινωτική πολιτική «αναγκαστικής συμμαχίας». Όμως, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις γεωπολιτικές ταυτότητες των δύο χωρών. Αντιθέτως, σε βάθος χρόνου τα επιδεινώνει.
Και εδώ προκύπτει το ερώτημα ότι αν όντως είναι έτσι τα πράγματα, γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να πιέζουν προς την κατεύθυνση της «Λύσης» και της συνεπακόλουθης γεωπολιτικής σύζευξης Τουρκίας και Κύπρου; Η απάντηση είναι εύκολο να δοθεί αν αποδεχθούμε ότι παρόμοιες στρατηγικές αποτελούν σωρευτικό προϊόν της εργασίας πολύπλοκων γραφειοκρατικών δομών για πολλά χρόνια με αποτέλεσμα να αποκτούν τη δική τους δυναμική και δύσκολα να αντιστρέφονται.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτό συνήθως δεν είναι πρόβλημα, δεδομένου ότι οι μακρόπνοοι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί των μεγάλων δυνάμεων σπάνια αλλάζουν ριζικά σε διάστημα μερικών ετών. Όμως, οι σημερινές συνθήκες δεν είναι φυσιολογικές.
Και αυτό γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή έντονων και ριζικών αλλαγών όχι μόνο στη μορφή αλλά και στις ίδιες τις δομές του Διεθνούς Συστήματος και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων δεν έχει ακόμη προλάβει να προσαρμοστεί σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, η πορεία «επίλυσης» του Κυπριακού είναι πιθανόν ότι εξελίσσεται λόγω της κεκτημένης ταχύτητας που είχε αποκτήσει από το παρελθόν χωρίς να έχει πια σχέση με τη νέα πραγματικότητα.
Αν λοιπόν για την Ουάσιγκτον του κοντινού παρελθόντος θα ήταν θετική μια «επίλυση» του Κυπριακού που θα έθετε την Κύπρο σε μια φάση στενής συνεργασίας με την Άγκυρα, δεν ισχύει κατ’ ανάγκη το ίδιο και για μια Ουάσιγκτον του κοντινού μέλλοντος.
Αντιθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες μάλλον θα έβλεπαν με φόβο μια υπερενισχυμένη Τουρκία που θα προέκυπτε μετά την «επίλυση» του Κυπριακού γιατί θα καθίστατο ακόμη πιο ανεξέλεγκτη από αυτές.
Το πρόβλημα είναι ότι μεταξύ της Ουάσιγκτον του παρελθόντος και αυτής του μέλλοντος υπάρχει η Ουάσιγκτον του παρόντος. Η οποία δεν δείχνει να έχει συγκροτημένη στρατηγική. Και αυτό γιατί βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση και αναφέρομαι σε κάτι πολύ ευρύτερο από την αλλαγή του Προέδρου.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά το ενδεχόμενο ότι η Ιστορία έχει κάνει άλμα και οι βραδυκίνητοι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί γεωπολιτικού σχεδιασμού της Δύσης δεν έχουν προλάβει να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Σε αυτό το κενό μεταξύ του κόσμου που φεύγει και του κόσμου που έρχεται έχει εγκλωβιστεί και η Κύπρος. Και είναι δική της ευθύνη να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Δεν θα πάρει διαταγές για να αλλάξει πορεία, γιατί αυτήν τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας για να τις δώσει.
Βρισκόμαστε σε μια έντονα μεταβατική περίοδο, από αυτές που σπάνια εμφανίζονται στην Ιστορία. Σε αυτόν τον ακραία ρευστό κόσμο δεν υπάρχει η πολυτέλεια του να ταυτιστείς με κάποιον ισχυρό παράγοντα και να περιμένεις τις εντολές του, γιατί και αυτός βρίσκεται σε σύγχυση. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναγνώσεις το μέλλον όσο πιο ρεαλιστικά μπορείς και να αναλάβεις πρωτοβουλίες ώστε να πάρεις τις σωστές αποφάσεις.
Γιατί, σε παρόμοιες περιόδους, όπου χτίζονται οι βάσεις για τις ιστορικές εξελίξεις του μέλλοντος, αν πάρεις τις λάθος αποφάσεις οι συνέπειές τους θα σε ακολουθούν για δεκαετίες, αν όχι αιώνες. Και η γεωπολιτική σύζευξη με μια αυτονομημένη Τουρκία θα ήταν μια λάθος απόφαση επικών διαστάσεων.
(*) Ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου