Τι κρύβουν η υπονόμευση της Συνθήκης της Λωζάνης και η προκλητικότητα των Τούρκων
Αν ήταν μόνο οι δηλώσεις από το σύνολο του πολιτικού προσωπικού της Τουρκίας – μηδέ εξαιρουμένου και του προέδρου Ερντογάν – για το status της ελληνοτουρκικής μεθορίου, θα μπορούσε ίσως και κάποιος να πει ότι περιγράφουν μια άσκηση πλειοδοσίας στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι.
Όταν όμως αυτές οι τοποθετήσεις συνοδεύονται από μαχητικά τουρκικά αεροσκάφη, τα οποία οπλισμένα πραγματοποίησαν σε μια μόνο μέρα 23 παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και τέσσερις του FIR Αθηνών, τότε τα πράγματα δεν είναι απλά και επιβάλλουν μεγαλύτερη προσοχή απ’ αυτήν με την οποία το υπουργείο Εξωτερικών συνηθίζει να αντιμετωπίζει τις κινήσεις της Άγκυρας.
Και για να μην είμαστε άδικοι με τη σημερινή κυβέρνηση και την ηγεσία του ΥΠΕΞ, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι «παραδοσιακά» οι ελληνικές κυβερνήσεις, ειδικά μετά την κρίση των Ιμίων το 1996, επέλεξαν να κρύβουν το κεφάλι τους στην άμμο και να αγνοούν τα διπλωματικά δεδομένα τα οποία η Άγκυρα δημιούργησε στήνοντας και αξιοποιώντας εκείνο το επεισόδιο.
Από τότε, λοιπόν, με αμερικανική διαμεσολάβηση και ελληνική υπογραφή (του Σημίτη, με τη Συμφωνία της Μαδρίτης), η Ελλάδα αναγνωρίζει τα τουρκικά ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο και η Άγκυρα έχει βάλει στο τραπέζι τις διεκδικήσεις της επί εκατοντάδων νησιών, νησίδων και βραχονησίδων. Με πιο απλά λόγια, η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης (η οποία εκτός των άλλων ορίζει και τα ελληνοτουρκικά σύνορα) έχει γίνει εμπράκτως (τουλάχιστον) από τότε.
Εσωτερική κατανάλωση
Αν υπάρχει κάτι νέο σ’ αυτήν τη συνεχή και συστηματική προσπάθεια της Άγκυρας να υπονομεύσει τη Συνθήκη της Λωζάνης και να φτάσει στην αναθεώρησή της είναι η άμεση τοποθέτηση του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος σε ομιλία του σε μουχτάρηδες (χαμηλόβαθμους αξιωματούχους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης) υιοθέτησε ανοιχτά την πάγια, σταθερή και αναλλοίωτη ατζέντα την οποία η τουρκική εξωτερική πολιτική ακολουθεί ανεξαρτήτως κυβερνήσεων.
Η προσχώρηση του Ερντογάν στην «εθνικιστική» ατζέντα που διαρκώς κοιτάζει προς το Αιγαίο, μπορεί να εξηγηθεί από τις ανάγκες του εσωτερικού πολιτικού παιχνιδιού.
Μετά το πραξικόπημα, ο Ερντογάν είναι υποχρεωμένος να υπερφαλαγγίσει την αντιπολίτευση και να αλιεύσει εκεί τους ψηφοφόρους που χάνει από το κουρδικό στοιχείο, το οποίο διεγείρεται από την πιθανότητα της εθνικής ολοκλήρωσης λόγω των ανακατατάξεων στη Συρία. Ο Ερντογάν προβάλλει τον κίνδυνο ακρωτηριασμού του τουρκικού κράτους και με αυτόν τον τρόπο «καπελώνει» τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα, υιοθετώντας την εθνικιστική ρητορική τους μιλώντας για κατάργηση της Συνθήκης της Λωζάνης, προωθεί έναν ακόμη εσωτερικό βασικό του πολιτικό στόχο: την αναθεώρηση του Συντάγματος, που ουσιαστικά σημαίνει το οριστικό ξήλωμα του «κεμαλικού κράτους».
Κι αυτό γιατί η Συνθήκη της Λωζάνης είναι για την Τουρκία πρώτα και κύρια η αφετηρία της ύπαρξης του σύγχρονου κεμαλικού κοσμικού κράτους, το οποίο σιγά-σιγά και μεθοδικά ξηλώνει ο Ερντογάν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ερντογάν για δικούς του πολιτικούς εσωτερικούς λόγους μιλά με απαξίωση για τη Συνθήκη της Λωζάνης και για «τους δύο μεθύστακες που την υπέγραψαν», υπονοώντας τον Κεμάλ Ατατούρκ και τον Ισμέτ Ινονού, «πατέρες» του σύγχρονου κεμαλικού κράτους.
Θα ήταν επιπόλαιο και επικίνδυνο αν η ελληνική κυβέρνηση και το υπουργείο Εξωτερικών επιμείνει στην «ανάλυση» ότι όλα αυτά – δηλαδή η αμφισβήτηση του θεμέλιου λίθου των ελληνοτουρκικών σχέσεων – οφείλεται απλώς στις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες και σκοπιμότητες του Ερντογάν.
Πραγματικός κίνδυνος
Μια τέτοια προσέγγιση αγνοεί πραγματικά σημερινά δεδομένα, την Ιστορία αλλά και βασικές αρχές της διάρθρωσης των Διεθνών Σχέσεων.
Η Ιστορία μάς διδάσκει πως όταν η Άγκυρα προσθέτει μία νέα μονομερή διεκδίκηση στο καλάθι των ελληνοτουρκικών δεν την ξεχνάει.
Η πραγματικότητα της ισορροπίας της στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει διαταραχτεί επικίνδυνα σε βάρος της Ελλάδας.
Σπανίως ο αντίπαλος δεν θα εκμεταλλευτεί προς όφελός του μια καταφανή αδυναμία και τις ευκαιρίες που αυτή η αδυναμία τού προσφέρει.
Κανείς – σύμμαχος ή εταίρος – δεν πρόκειται να υπερασπιστεί τα ελληνικά συμφέροντα αν η ίδια η χώρα και οι δυνάμεις της δεν είναι σε θέση να το κάνουν.
Οι πιο πάνω «βασικές αρχές» για μια ρεαλιστική εξωτερική πολιτική έχουν επιβεβαιωθεί περισσότερες από μια φορά, όπως θα πρέπει να ενθυμείται διαρκώς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών:
Οι κρίσεις στο Αιγαίο (1987, 1996) είναι ένα καλό σεμινάριο για όποιον επιθυμεί να διδαχτεί πώς μέσα στο πέρασμα των δεκαετιών προχωρούν διεκδικήσεις και κατοχυρώνονται νέα διπλωματικά – κατ’ αρχήν – δεδομένα.
Για την τρέχουσα ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ας αποφύγουμε να μιλήσουμε, ελπίζοντας ότι ο πρωθυπουργός είναι ενημερωμένος και έχει ιδία αντίληψη και όχι αυτήν που του μεταφέρουν οι υπουργοί του για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και τα τρία όπλα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Δεν θα πρέπει να διαφεύγει την προσοχή της κυβέρνησης και του ΥΠΕΞ το ότι η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε τη χούντα για να κάνει το πρώτο βήμα στην Κύπρο και την αστάθεια της πτώσης της χούντας για να προχωρήσει σε καταγραφή της αμφισβήτησης της θαλάσσιας περιοχής δυτικά της Λέσβου προχωρώντας σε έρευνες. Το ίδιο έπραξε και το 1996 όταν έστησε την κρίση των Ιμίων με μια κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ) που είχε να λύσει το θέμα της διαδοχής του Α. Παπανδρέου.
Σε καμία περίπτωση, ούτε το 1974 ούτε το 1987 ούτε το 1996, κανένα εταίρος ή σύμμαχος δεν έσπευσε να υπερασπιστεί αυτά που η ίδια η χώρα δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί.
Προκαλεί, λοιπόν, ιδιαίτερη εντύπωση και απορία η επιμονή της ελληνικής κυβέρνησης και του ΥΠΕΞ να καλλιεργούν προσδοκίες ότι τελικά η Ευρώπη θα υπερασπιστεί τα ελληνικά - ευρωπαϊκά σύνορα ή ότι οι ΗΠΑ θα φρενάρουν τις επιδιώξεις της Άγκυρας.
Ας μη μας κάνει εντύπωση, λοιπόν, το ότι οι ΗΠΑ δεν καταδίκασαν την αναθεωρητική στάση Ερντογάν σε βάρος της Ελλάδας ούτε το ότι ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, απαντώντας σε ερώτηση για την αλλαγή της Συνθήκης της Λωζάνης, αρχικά παρέπεμψε στην τουρκική κυβέρνηση για περαιτέρω σχολιασμό των δηλώσεων του Ταγίπ Ερντογάν και στη συνέχεια πρόσθεσε τα εξής: «Η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν επί μακρόν εδραιωμένους διπλωματικούς διαύλους για την αντιμετώπιση των θεμάτων του Αιγαίου.
Το Στειτ Ντιπάρτμεντ ενθαρρύνει την Τουρκία και την Ελλάδα να εργαστούν από κοινού για να διατηρήσουν καλές γειτονικές σχέσεις και να διασφαλίσουν την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Η σταθερότητα στο Αιγαίο είναι προς το συμφέρον ολόκληρης της περιοχής».Με πιο απλά λόγια: το τυράκι στην Τουρκία (για να αντισταθμίσει τη χασούρα στη Συρία) και εσείς κόψτε τον λαιμό σας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου