Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Είναι γνωστό πως οι Σελτζούκοι Τούρκοι ως την μάχη του Κιοσέ Νταγ με τους Μογγόλους, είχαν υπό τον έλεγχο τους μία αυτοκρατορία, η οποία διοικούταν από τον Σελτζούκο Σουλτάνο.
[Αυτός ήταν άλλοτε ικανός και ισχυρός, και άλλοτε αδύναμος που καθοδηγούταν από το στενό του περιβάλλον (συγγενείς, βεζίρηδες ή ευνούχοι), ενώ σε άλλες περιπτώσεις εκθρονιζόταν από ισχυρότερους στρατηγούς ή συγγενείς του, οι οποίοι του έπαιρναν την θέση].
Η μάχη του Κιοσέ Νταγ (Νιοσέ Νταγ ή Κιοσέ Νταγκ), έλαβε χώρα το καλοκαίρι (26 Ιουνίου ή 2 Ιουλίου) του 1243. Συνέπεσε δε με την έναρξη της μογγολικής εισβολής στην Μικρά Ασία, η οποία στην συνέχεια επεκτάθηκε στην Ρωσία, την Ανατολική Ευρώπη, και την Κεντρική Ασία.
Η μάχη του Κιοσέ Νταγ (Νιοσέ Νταγ ή Κιοσέ Νταγκ), έλαβε χώρα το καλοκαίρι (26 Ιουνίου ή 2 Ιουλίου) του 1243. Συνέπεσε δε με την έναρξη της μογγολικής εισβολής στην Μικρά Ασία, η οποία στην συνέχεια επεκτάθηκε στην Ρωσία, την Ανατολική Ευρώπη, και την Κεντρική Ασία.
Η σύγκρουση μεταξύ του σουλτανάτου των Σελτζούκων του Ρουμ και των Μογγόλων είχε ξεκινήσει στη δεκαετία του 1220, κατά την βασιλεία του μεγάλου Μογγόλου ηγεμόνα Τζενγκίς Χαν (περ. 1155-1227). Τα μογγολικά στρατεύματα εισέβαλαν στον Καύκασο, κατέκτησαν τη Γεωργία και την Αρμενία, και νίκησαν τον σάχη της Χορεσμίας.
Προηγουμένως, στα 1225, είχαν εισβάλει στην Αρμενία, κατακτώντας την πρωτεύουσά της, και έφθασαν ως την πόλη της Τιφλίδος στη Γεωργία. Όλοι οι γειτονικοί ηγεμόνες (της Γεωργίας, της Αρμενίας οι Μογγόλοι, το Σουλτανάτο του Ικονίου, καθώς και η Αίγυπτος και η Μικρά Αρμενία (Κιλικία) συνασπίσθηκαν κατά του Τζενγκίς.
Ο σάχης της Χορεσμίας νικήθηκε από τον Μογγόλο στρατηγό Τσαρμαγκάν. Το 1235, το Κουριλτάι των μογγολικών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα Καρακορούμ αποφάσισε να εξαπολύσει εισβολή κατά της Ρωσίας και των περιοχών της Ανατολικής Ευρώπης, με επικεφαλής τον Χαν Μπατού. Μία δεύτερη πτέρυγα υπό τον στρατηγό Τσαρμακάν κατευθύνθηκε προς τον Καύκασο.
Το 1236, δέκα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση των Μογγόλων στον Καύκασο, ο Τσαρμακάν, συνοδευόμενος από τη χήρα του Τζενγκίς Χαν, αναφέρεται από τον Αρμένιο ιστορικό Γκριγκόρ Ακνερτζί να καλεί ένα Κουριλτάι από περισσότερους από 110 πολέμαρχους.
Αυτή τη φορά, οι Μογγόλοι έφεραν και τις οικογένειές τους μαζί και, οπλισμένοι με πολιορκητικούς κριούς, εισέβαλαν στην Μικρά Ασία υπό έναν νέο ηγεμόνα, τον Μπαϊτζού Νογιόν.
Στις αρμενικές πηγές, μία εντυπωσιακή δύναμη στρατολογημένη από όλους τους υπόδουλους λαούς πέρασε τα σύνορα του Σελτζουκικού σουλτανάτου (του Ικονίου) το 1242. Το Καρίν ήταν η πρώτη πόλη που κατέκτησαν και ισοπέδωσαν. Η εκστρατεία σταμάτησε μετά για να διαχειμάσει.
Ο Σελτζούκος σουλτάνος Καϊχοσρόης Β΄ (1235-1245) επωφελήθηκε από αυτή την παύση με σκοπό να κάνει πολεμικές προετοιμασίες και να διαμορφώσει συμμαχίες κατά των Μογγόλων.
Ο σελτζουκικός στρατός περιελάμβανε επίσης Έλληνες, Φράγκους, Άραβες, Αρμένιους, Λατίνους και Κούρδους. Ο σουλτάνος επιδίωξε συμμαχία με τον Αρμένιο ηγεμόνα της Μικρής Αρμενίας, Χετούμ Α΄ (1226-1269).
Κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν υπερβολικά τον αριθμό του σελτζουκικού στρατού σε 400.000, ενώ άλλοι τον μειώνουν στους 70.000. Ο Γουλιέλμος του Ρουμπρούκ, απεσταλμένος του Γάλλου βασιλιά στην αυλή των Μογγόλων, ο οποίος πέρασε από το σημείο της μάχης κάπου δέκα χρόνια αργότερα, υπολογίζει τον αριθμό στους 200.000, ο οποίος φαίνεται πλησιέστερος στην πραγματικότητα.
Η δύναμη των Μογγόλων στη μάχη θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα της τάξης των 30.000, ή τρεις τουμάν (στρατιωτικές μονάδες των 10.000 ανδρών).
Η μάχη έλαβε χώρα κοντά στο Κιοσέ Νταγ ή Τσμανκατούκ, ανάμεσα στις πόλεις Καρίν και Ερτζιντζάν. Ο Μπαϊτζού Νογιόν διαίρεσε τους Μογγόλους σε πολυάριθμες ομάδες, διασπείροντάς τους μέσα σε μονάδες από τις άλλες εθνότητες. Οι ανάμεικτες ομάδες που διοικούσαν Γεωργιανοί και Αρμένιοι πρίγκιπες επιτέθηκαν και νίκησαν τον σελτζουκικό στρατό.
Ο ίδιος ο σουλτάνος μόλις που κατάφερε να ξεφύγει. Τότε οι Μογγόλοι καταδίωξαν και έσφαξαν όσους δεν κατάφεραν να τραπούν σε φυγή. Ανατριχιαστικές αναφορές της φοβερικής μογγολικής αγριότητας και ωμότητας κατέκλυσαν τον κόσμο.
Η Σίβας (Σεβάστεια) ήταν η επόμενη πόλη που καταστράφηκε από τους Μογγόλους μετά το Ερζερούμ. Αν και οι κάτοικοι παρέδωσαν τα πάντα στους κατακτητές, η πόλη ερημώθηκε μαζί με τα τείχη της. Η Καισάρεια, δεύτερη πρωτεύουσα των Σελτζούκων, ισοπεδώθηκε εκ θεμελίων και ο πληθυσμός της αποδεκατίστηκε.
Το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ικονίου έγινε φόρου υποτελές στους Μογγόλους. Ο Καϊχοσρόης Β΄ πέθανε το 1245. Επί των διαδόχων του, το κράτος κυβερνιώταν από Μογγόλους αντιπροσώπους.
Το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ καταστράφηκε πλήρως. Μεγάλα εμπορικά κέντρα μεταξύ της Ασίας και της Ευρώπης, όπως η Καισάρεια και η Σεβάστεια (Σίβας), παρήκμασαν. Ο Μογγολικός στρατός συνέχισε τις επιδρομές του στην Μικρά Ασία. Το 1245, έφθασε ως την Δαμασκό.
Ουσιαστικά αμέσως μετά την μάχη αυτή, η αυτοκρατορία έσπασε σε πολλά κομμάτια, τα οποία διοικούταν αποκλειστικά από στρατηγούς, οι οποίοι μόνο φαινομενικά η καθόλου υπάκουαν στον «νόμιμο» Σελτζούκο Σουλτάνο.
Πολλές φορές οι στρατηγοί αυτοί πολεμούσαν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το χάος στην περιοχή, την αποδυνάμωση τους και την εμφάνιση μιας νέας δύναμης στην περιοχή, η οποία τους πήρε την θέση.
Αυτή η δύναμη ήταν οι Οθωμανοί Τούρκοι. Ξεκινώντας από μία μικρή ομάδα πολεμιστών τον 13ο αιώνα, η οποία κατέκτησε ένα μικρό εμιράτο στην περιοχή της Μικράς Ασίας, σταδιακά εξαπλώθηκε, νικώντας τους αντίπαλους Σελτζούκους στρατηγούς.
Στην συνέχεια κατέλαβε με την βία όλες τις επικράτειες των Σελτζούκων και τις ένωσε υπό την ηγεσία της, δημιουργώντας έτσι την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Αυτοκρατορία αυτή επεκτάθηκε σε πολλές περιοχές της Βόρειάς Αφρικής, της Ασίας και της Ευρώπης, υπό την διοίκηση ικανών, αλλά και ιδιαίτερα βίαιων και αιμοχαρών Σουλτάνων (π.χ. τους Μωάμεθ Β’, Σελίμ Α, Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή τον 14ο και 16ο αιώνα μ.Χ.).
Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της έπαιξαν οι Γενίτσαροι, ένα ισχυρό στρατιωτικό σώμα που δημιουργήθηκε από το βίαιο παιδομάζωμα παιδιών των Χριστιανικών λαών της Αυτοκρατορίας.
Το σώμα αυτό πρωτοσυστάθηκε από τον Σουλτάνο Ορχάν, το 1327 ως απειθάρχητα πεζικά τάγματα τα λεγόμενα «γιαγιά» (yaya). Σημειώνεται ότι ο οθωμανικός στρατός αρχικά αποτελούνταν από άτακτες ομάδες ιππέων τοπικών φυλών προσκείμενων στο Σουλτάνο.
Αυτό συνέβη λόγω της ανάγκης δημιουργίας μιας ιδιαίτερης και αφοσιωμένης στρατιωτικής μετακινούμενης δύναμης που θα εξασφάλιζε την αφοσίωση αλλά και την ισορροπία μεταξύ των φυλών, καθώς και την προστασία του Σουλτάνου.
Έτσι κατ΄ απομίμηση του συγκροτηθέντος από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό βυζαντινού επίλεκτου τάγματος των «ανδρειωμένων αγγούρων» ξεκίνησε και η επιλογή των «νέων στρατιωτών» που γίνονταν σε μορφή παιδομαζώματος που συστηματοποιήθηκε όμως επί Σουλτάνων Σελίμ Α΄ και Σουλεϊμάν Α΄, περί τον 15ο αιώνα.
Η επιλογή γινόταν μεταξύ των χριστιανοπαίδων ηλικίας από 6 – 15 ετών εξ ού και το όνομα «παιδομάζωμα», ανά πενταετία ή συντομότερα αν υπήρχαν στρατιωτικές ανάγκες και κυρίως από τις επαρχίες της Βαλκανικής, εξαιρουμένων όμως της Κωνσταντινούπολης και της Ρόδου.
Όμως σταδιακά η Αυτοκρατορία άρχισε να ηττάται παντού (ερχόμενοι σε σύγκρουση με όλες τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής), να χάνει εδάφη από τον 16ο αιώνα και μετά να εισέρχεται σε μία πορεία συνεχούς κοινωνικής, στρατιωτικής, πολιτικής, οικονομικής και εδαφικής παρακμής.
Παράλληλα με την Αυτοκρατορία, άρχισε και η παρακμή και η διαφθορά των Γενιτσάρων, οι οποίοι σταδιακά μεταλλάχθηκαν σε ένα κληρονομικό σώμα, το οποίο το μόνο που το ενδιέφερε ήταν η συγκράτηση μόνο των προνομίων του και η εξάρτηση όλων των Σουλτάνων από την δύναμη του.
Έτσι όποιος Σουλτάνος προσπάθησε να περιορίσει τα προνόμια τους, αυτοί σαν βασιλική σωματοφυλακή και εγγυητές του Σουλτανάτου έκαναν πραξικοπήματα και εξόντωναν τους Σουλτάνους που ήταν εχθροί τους (π.χ. Σελίμ ο Γ το 1806), τοποθετώντας μαριονέτες τους στην θέση τους.
Αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι που ένας πονηρός Σουλτάνος, ο Μαχμούτ ο Β (ο λεγόμενος Σουλτάνος Αρουραίος και σκορπιός), κατάφερε να τους εξοντώσει και να διαλύσει το σώμα τους μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια τους για πραξικόπημα.
Συγκεκριμένα το 1826, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ απαλλάχθηκε από τους απείθαρχους Γενίτσαρους διατάζοντας τους πιστούς σπαχήδες του να τους σφαγιάσουν στήνοντας τους ενέδρα, καθώς εξέρχονταν από στους κοιτώνες τους.
Στην συνέχεια προσπάθησε να ακολουθήσει «ευρωπαϊκές» συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την Αυτοκρατορία, προκειμένου αυτή να εκσυγχρονιστεί (με το όνομα Τανζιμάτ), μα σύντομα ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β, τις παραμέρισε και καθιέρωσε το 1876 τον ισλαμικό νόμο σαν απόλυτος αυταρχικός Χαλίφης όλων των μουσουλμάνων.
Έγιναν πολλές προσπάθειες πραξικοπημάτων εναντίον του, οι περισσότερες από τις οποίες απέτυχαν, αλλά στο τέλος, με την «επανάσταση» των Νεοτούρκων το 1908, ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β εκθρονίστηκε και την θέση του πήραν οι στρατηγοί-πασάδες, έχοντας έναν Σουλτάνο μαριονέτα στην θέση του (τον Μωάμεθ τον Ε).
Αυτοί εφάρμοσαν μία βίαιη και αιματηρή εθνικιστική πολιτική (τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων) και ήρθαν σε σύγκρουση με τους περισσότερους λαούς των Βαλκανίων σε μία σειρά από πολέμους (1912, 1913, 1914-1918) συμμαχώντας με την Γερμανία, προσπαθώντας να ξανακερδίσουν τα παλιά εδάφη της Αυτοκρατορίας.
Στο τέλος ενέπλεξαν την χώρα τους στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη ήττα και καταστροφή τους, με την παράλληλη οριστική διάλυση της Αυτοκρατορίας τους με το πέρας του πολέμου και την συνθήκη των Σεβρών (1920).
Αντίστοιχα στις μέρες μας ως τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, διοικούταν από έναν Σουλτάνο.
Αυτός ήταν άλλοτε ικανός και ισχυρός, και άλλοτε αδύναμος που καθοδηγούταν από το στενό του περιβάλλον (συγγενείς, βεζίρηδες ή ευνούχοι), ενώ σε άλλες περιπτώσεις εκθρονιζόταν από ισχυρότερους στρατηγούς ή συγγενείς του, οι οποίοι του έπαιρναν την θέση.
Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου αυτού (1918), η αυτοκρατορία έσπασε σε πολλά κομμάτια, τα οποία διοικούταν αποκλειστικά από στρατηγούς-πασάδες, οι οποίοι μόνο φαινομενικά η καθόλου υπάκουαν στον «νόμιμο» Σουλτάνο.
Πολλές φορές οι στρατηγοί αυτοί πολεμούσαν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το χάος στην περιοχή, την αποδυνάμωση τους και την εμφάνιση μιας νέας δύναμης στην περιοχή, η οποία τους πήρε την θέση.
Αυτή η δύναμη ήταν ο Κεμάλ. Ξεκινώντας με μία μικρή ομάδα πολεμιστών, την περιοχή της Μικράς Ασίας και του Πόντου με ένα λουτρό αίματος και γενοκτονιών των λαών της περιοχής (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων, Κούρδων), ενώ σταδιακά εξαπλώθηκε, νικώντας τους αντίπαλους με αυτόν στρατηγούς.
Στην συνέχεια κατέλαβε με την βία όλες τις επικράτειες τους και τις ένωσε υπό την ηγεσία του, δημιουργώντας έτσι την κεμαλική Τουρκία (1922-1923).
Η χώρα αυτή επεκτάθηκε σε κάποιες περιοχές της της Ασίας και της Ευρώπης (π.χ. Αλεξανδρέττα, Ανατολική Θράκη), υπό την διοίκηση ικανών, αλλά και ιδιαίτερα βίαιων και αιμοχαρών ηγετών (π.χ. Κεμάλ, Ινονού).
Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της έπαιξαν οι κεμαλικοί στρατηγοί, ένα ισχυρό στρατιωτικό σώμα που δημιουργήθηκε μετά τον βίαιο ξεριζωμό των Χριστιανικών λαών της Αυτοκρατορίας.
Όμως πάρα την φαινομενική ισχύ της, η κεμαλική Τουρκία, καθώς άρχισε να έχει παντού προβλήματα (ερχόμενη σε σύγκρουση με πολλές από τις μεγάλες δυνάμεις) και να εισέρχεται σε μία πορεία συνεχούς κοινωνικής, στρατιωτικής, πολιτικής, και οικονομικής παρακμής.
Παράλληλα με την χώρα αυτή, άρχισε και η παρακμή και η διαφθορά των κεμαλικών στρατηγών, οι οποίοι σταδιακά μεταλλάχθηκαν σε ένα κληρονομικό σώμα, το οποίο το μόνο που το ενδιέφερε ήταν η συγκράτηση μόνο των προνομίων του και η εξάρτηση όλων των προέδρων της χώρας από την δύναμη του.
Έτσι όποιος πρόεδρος προσπάθησε να περιορίσει τα προνόμια τους, αυτοί σαν εγγυητές του κεμαλισμού έκαναν πραξικοπήματα (π.χ. το 1960, το 1971, το 1980 και το 1996) και εξόντωναν τους προέδρους που ήταν εχθροί τους (π.χ. Μέντερες), τοποθετώντας μαριονέτες τους στην θέση τους.
Αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι το 2003, που ένας πονηρός πρόεδρος-αρχικά πρωθυπουργός (με το προσωνύμιο «ο Σουλτάνος»), ο Ταγίπ Ερντογάν, κατάφερε να τους εξοντώσει και να διαλύσει το σώμα τους μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια τους για πραξικόπημα (σχέδιο Βαριοπούλα).
Στην συνέχεια προσπάθησε να ακολουθήσει «ευρωπαϊκές» συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την χώρα, προκειμένου αυτή να εκσυγχρονιστεί, μα σύντομα τις παραμέρισε και καθιέρωσε τον ισλαμικό νόμο σαν απόλυτος αυταρχικός πρόεδρος-Χαλίφης όλων των τούρκων.
Ο Ερντογάν προσπάθησε να ξαναδημιουργήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε νέα βάση, αλλά στο τέλος απέτυχε (https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2014/11/blog-post_18.html).
Παράλληλα έγιναν και άλλες προσπάθειες πραξικοπημάτων εναντίον του, οι περισσότερες από τις οποίες απέτυχαν (π.χ. τον Ιούλιο του 2016).
Θα γίνει άραγε στο τέλος, και πάλι μία νέα «επανάσταση των Νεοτούρκων», κατά του Ερντογάν, ο οποίος όπως ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, θα εκθρονιστεί και την θέση του θα πάρουν για άλλη μία φορά οι στρατηγοί-πασάδες, έχοντας έναν πρόεδρο μαριονέτα στην θέση του;
Και θα εφαρμόσουν και αυτοί μία βίαιη και αιματηρή εθνικιστική πολιτική (τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων) ερχόμενοι έτσι σε σύγκρουση με τους περισσότερους λαούς των Βαλκανίων σε μία σειρά από πολέμους, συμμαχώντας με την Γερμανία, προσπαθώντας να ξανακερδίσουν τα παλιά εδάφη της παλαιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;
Και στο τέλος ενέπλεξαν την χώρα τους σε έναν νέο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τελικό αποτέλεσμα για ‘άλλη μία φορά την πλήρη ήττα και καταστροφή τους, με την παράλληλη οριστική διάλυση της χώρας τους με το πέρας του πολέμου και την συνθήκη των Σεβρών (https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2016/09/1893-1897-o.html);
Άγνωστο αλλά καλό θα είναι να έχουμε τον νου μας για την αποφυγή και πρόληψη παρεμφερών καταστάσεων, γιατί ως γνωστόν «το μόνο που χρειάζεται το κακό για να δυναμώσει είναι οι καλοί άνθρωποι να μην κάνουν τίποτε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου