Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Πώς βλέπει η Κίνα την Ρωσία … Το Πεκίνο και η Μόσχα είναι κοντά, αλλά όχι σύμμαχοι

Σε μια εποχή που οι ρωσικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με χώρες της Δυτικής Ευρώπης γίνονται όλο και πιο
παγωμένες [1], οι σχετικά θερμοί δεσμοί μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας έχουν προσελκύσει ανανεωμένο ενδιαφέρον. Μελετητές και δημοσιογράφοι στην Δύση συζητούν την φύση της κινεζο-ρωσικής συνεργασίας [2] και αναρωτιούνται αν θα εξελιχθεί σε μια συμμαχία.
Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δύο κύριες απόψεις έχουν την τάση να καθορίζουν τις Δυτικές εκτιμήσεις [3] επί των κινεζο-ρωσικών σχέσεων και των προβλέψεων για το μέλλον τους. Η πρώτη άποψη υποστηρίζει ότι η σχέση μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας είναι ευάλωτη, ευμετάβλητη, και χαρακτηριζόμενη από αβεβαιότητες -ένας «γάμος ευκολίας», για να χρησιμοποιήσω την αγαπημένη φράση πολλών υποστηρικτών αυτού του επιχειρήματος, οι οποίοι το βλέπουν ως απίθανο ότι οι δύο χώρες θα έρθουν πολύ πιο κοντά και πολύ πιθανό ότι θα αρχίσουν να απομακρύνονται η μια από την άλλη. Η άλλη άποψη υποθέτει ότι στρατηγικοί και ακόμη και ιδεολογικοί παράγοντες θέτουν την βάση των κινεζο-ρωσικών δεσμών και προβλέπει ότι οι δύο χώρες -οι οποίες αμφότερες βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως πιθανό εμπόδιο για τους στόχους τους- θα αποτελέσουν τελικά μια αντι-αμερικανική, αντι-Δυτική συμμαχία.

Καμία από τις δύο απόψεις δεν προσεγγίζει με ακρίβεια την πραγματική φύση της σχέσης. Η κινεζο-ρωσική σχέση είναι ένας σταθερός στρατηγικός συνεταιρισμός και με κανένα τρόπο ένας γάμος ευκολίας: Είναι σύνθετη, ανθεκτική, και βαθιά ριζωμένη. Οι αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου απλώς έχουν φέρει τις δύο χώρες πιο κοντά. Μερικοί Δυτικοί αναλυτές και αξιωματούχοι είκαζαν (και ίσως ακόμη και να ήλπιζαν) ότι οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις στην Συρία και την Ουκρανία, στις οποίες η Ρωσία συμμετέχει ενεργά, θα οδηγούσαν σε εντάσεις μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας ή ακόμη και σε ρήξη. Αλλά αυτό δεν έχει συμβεί.
Παρ’ όλα αυτά, η Κίνα δεν έχει κανένα συμφέρον σε μια επίσημη συμμαχία με την Ρωσία, ούτε στην διαμόρφωση ενός αντι-αμερικανικού ή αντι-Δυτικού μπλοκ οιουδήποτε είδους. Αντίθετα, το Πεκίνο ελπίζει ότι η Κίνα και η Ρωσία μπορούν να διατηρήσουν την σχέση τους με έναν τρόπο που θα παρέχει ένα ασφαλές περιβάλλον στους δύο μεγάλους γείτονες για να επιτύχουν τους αναπτυξιακούς τους στόχους και να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον μέσω της αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας, προσφέροντας ένα πρότυπο για το πώς οι μεγάλες χώρες μπορούν να διαχειρίζονται τις διαφορές τους και να συνεργάζονται με τρόπους που ενισχύουν το διεθνές σύστημα.
ΔΕΣΜΟΙ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΥΝ
Σε αρκετές περιπτώσεις μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και των μέσων του 20ού αιώνα, η Κίνα εισήλθε σε μια συμμαχία με την Ρωσική Αυτοκρατορία και την διάδοχό της, την Σοβιετική Ένωση. Αλλά κάθε φορά, η διευθέτηση αποδείχθηκε βραχύβια, καθώς η κάθε μια δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια σκοπιμότητα μεταξύ χωρών άνισης δύναμης. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι δύο ισχυρές υπό κομμουνιστική ηγεσία χώρες προχώρησαν στα θολά, συνεργαζόμενες περιστασιακά αλλά συχνά κυριαρχούμενες από ανταγωνισμό και δυσπιστία [4]. Το 1989, κατά την παρακμή της σοβιετικής κυριαρχίας, τελικά αποκατέστησαν την ομαλότητα στις σχέσεις τους. Δήλωσαν από κοινού ότι θα αναπτύξουν διμερείς σχέσεις που θα βασίζονται σε «αμοιβαίο σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας, σε αμοιβαία μη επιθετικότητα, μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου, ισότητα και αμοιβαίο όφελος, και ειρηνική συνύπαρξη». Δύο χρόνια αργότερα, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, αλλά οι κινεζο-ρωσικές σχέσεις συνέχισαν με την αρχή της «μη συμμαχίας, μη σύγκρουσης, και μη στόχευσης σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα».
Λίγο μετά, η νεογέννητη Ρωσική Ομοσπονδία αγκάλιασε την λεγόμενη ατλαντική προσέγγιση. Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την βοήθεια της Δύσης, η Ρωσία ακολούθησε, όχι μόνο τις Δυτικές συνταγές για οικονομική μεταρρύθμιση, αλλά επίσης παραχωρήσεις για τα μεγάλα ζητήματα της ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των αποθεμάτων των στρατηγικών πυρηνικών όπλων της. Ωστόσο, τα πράγματα δεν πήγαν με τον τρόπο που είχαν ελπίσει οι Ρώσοι, καθώς η οικονομία της χώρας απέτυχε και η περιφερειακή επιρροή της εξασθένισε. Το 1992, απογοητευμένοι με αυτό που είδαν ως ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής βοήθειας και ερεθισμένοι από την ρητορική της προς ανατολάς επέκτασης του ΝΑΤΟ, οι Ρώσοι άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στην Ασία. Εκείνη την χρονιά, η Κίνα και η Ρωσία ανακοίνωσαν ότι η κάθε μια θα θεωρεί την άλλη ως «φιλική χώρα» και εξέδωσαν κοινή πολιτική δήλωση που ορίζει ότι «πρέπει να γίνει σεβαστή η ελευθερία των ανθρώπων να επιλέγουν τα δικά τους αναπτυξιακά μονοπάτια, ενώ οι διαφορές στα κοινωνικά συστήματα και στις ιδεολογίες δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την κανονική εξέλιξη των σχέσεων».
Από τότε, οι κινεζο-ρωσικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί σταδιακά και έχουν εμβαθυνθεί. Κατά την διάρκεια των τελευταίων 20 ετών ή περίπου τόσο, το διμερές εμπόριο και οι επενδύσεις έχουν επεκταθεί σε μαζική κλίμακα. Το 2011, η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας. Το 2014 μόνο, οι επενδύσεις της Κίνας στην Ρωσία αυξήθηκαν κατά 80%, και η τάση για αύξηση των επενδύσεων παραμένει ισχυρή. Για να πάρετε μια αίσθηση της αύξησης των οικονομικών δεσμών, δείτε ότι στις αρχές του 1990 το ετήσιο διμερές εμπόριο μεταξύ Κίνας και Ρωσίας ανήλθε σε περίπου 5 δισ. δολάρια˙ από το 2014, ήρθε κοντά στα 100 δισ. δολάρια. Εκείνη την χρονιά, το Πεκίνο και η Μόσχα υπέγραψαν μια συμφωνία-ορόσημο για την κατασκευή ενός αγωγού που, από το 2018, θα φέρνει 38 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου στην Κίνα κάθε χρόνο. Οι δύο χώρες σχεδιάζουν επίσης σημαντικές συμφωνίες που αφορούν στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, τις αεροδιαστημικές κατασκευές, σιδηροδρομικές γραμμές υψηλής ταχύτητας, καθώς και την ανάπτυξη υποδομών. Επιπλέον, συνεργάζονται σε νέα πολυεθνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank, ΑΙΙΒ), η νέα Τράπεζα Ανάπτυξης BRICS και το συλλογικό συναλλαγματικό απόθεμα των BRICS.
Εν τω μεταξύ, οι δεσμοί ασφαλείας έχουν βελτιωθεί επίσης. Η Κίνα έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικών όπλων, και οι δύο χώρες συζητούν μια σειρά από κοινά αμυντικά σχέδια έρευνας και ανάπτυξης. Η εκτεταμένη κινεζο-ρωσική αμυντική συνεργασία περιλαμβάνει διαβουλεύσεις μεταξύ υψηλού επιπέδου στρατιωτικό προσωπικό, και κοινά εκπαιδευτικά προγράμματα και ασκήσεις [5], συμπεριλαμβανομένων πάνω από μια ντουζίνα κοινών ασκήσεων αντιτρομοκρατίας κατά την τελευταία δεκαετία ή περίπου, πραγματοποιηθείσες είτε διμερώς είτε υπό την αιγίδα του Οργανισμού της Συνεργασίας της Σαγκάης. Κατά τα τελευταία 20 χρόνια, χιλιάδες Κινέζοι στρατιωτικοί έχουν σπουδάσει στην Ρωσία, και πολλοί Ρώσοι στρατιωτικοί έχουν λάβει βραχυπρόθεσμη εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Εθνικής Άμυνας της Κίνας.
Καθώς οι οικονομικοί και στρατιωτικοί δεσμοί έχουν ενισχυθεί, το ίδιο έχουν κάνει και οι πολιτικοί. Το 2008, η Κίνα και η Ρωσία ήταν σε θέση να επιλύσουν ειρηνικά εδαφικές διαφορές που είχαν διαταράξει τις σχέσεις τους εδώ και δεκαετίες, οριοθετώντας επισήμως τα μήκους 2.600 μιλίων και πλέον σύνορά τους και εξαλείφοντας έτσι την μεγαλύτερη ενιαία πηγή έντασης, ένα σπάνιο επίτευγμα για μεγάλους γείτονες. Τα τελευταία χρόνια, οι δύο χώρες έχουν πραγματοποιήσει τακτικές ετήσιες συναντήσεις μεταξύ των αρχηγών των κρατών, των πρωθυπουργών, κορυφαίων βουλευτών και υπουργών Εξωτερικών. Από το 2013, όταν Xi Jinping έγινε πρόεδρος της Κίνας, έχει κάνει πέντε επισκέψεις στην Ρωσία, και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει ταξιδέψει τρεις φορές στην Κίνα κατά την ίδια χρονική περίοδο. Τούτων λεχθέντων, Σι και Πούτιν έχουν συναντηθεί 12 φορές, κάνοντας τον Πούτιν τον ξένο αρχηγό κράτους τον οποίο ο Xi έχει συναντήσει πιο συχνά από τότε που ανέλαβε την προεδρία.
27102016-1.jpg
Ο πρόεδρος της Ρωσίας Vladimir Putin και ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping σε τελετή υποδοχής στην Σαγκάη, τον Μάιο του 2014. CARLOS BARRIA / REUTERS
—————————————————
ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Παρ’ όλη αυτή την πρόοδο, υπάρχουν ακόμα διαφορές μεταξύ των δύο γειτόνων, και δεν μοιράζονται πάντοτε την ίδια εστίαση όταν πρόκειται για την εξωτερική πολιτική. Η Ρωσία είναι παραδοσιακά προσανατολισμένη προς την Ευρώπη, ενώ η Κίνα ανησυχεί περισσότερο για την Ασία. Το διπλωματικό στυλ των δύο χωρών διαφέρει επίσης. Η Ρωσία είναι πιο έμπειρη στο παγκόσμια θέατρο, και τείνει να ευνοεί ισχυρούς, δραστήριους, και συχνά ξαφνικούς διπλωματικούς ελιγμούς. Η κινεζική διπλωματία, αντίθετα, είναι πιο αντιδραστική και προσεκτική.
Η άνοδος της Κίνας έχει δημιουργήσει δυσφορία μεταξύ κάποιων στην Ρωσία, όπου μερικοί άνθρωποι είχαν δυσκολία προσαρμογής στην μετατόπιση της σχετικής ισχύος μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας. Υπάρχει ακόμα ρητορική στην Ρωσία περί της «απειλής της Κίνας», μια έκφραση που έρχεται από προηγούμενες εποχές. Μια δημοσκόπηση που διενεργήθηκε το 2008 από το Ίδρυμα Κοινής Γνώμης της Ρωσίας έδειξε ότι περίπου το 60% των Ρώσων εξέφρασαν την ανησυχία ότι η κινεζική μετανάστευση στις παραμεθόριες περιοχές της Άπω Ανατολής θα μπορούσε να απειλήσει την εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας˙ το 41% πίστευαν ότι μια ισχυρότερη Κίνα θα έβλαπτε τα ρωσικά συμφέροντα. Και καθώς η επιδίωξη της Κίνας για νέες επενδυτικές και εμπορικές ευκαιρίες στο εξωτερικό οδήγησε σε αυξημένη κινεζική συνεργασία με τα πρώην σοβιετικά κράτη, οι Ρώσοι ανησυχούν ότι η Κίνα ανταγωνίζεται για επιρροή στην γειτονιά τους. Εν μέρει ως αποτέλεσμα, η Μόσχα αρχικά δίστασε να υποστηρίξει την πρωτοβουλία της Οικονομικής Ζώνης του Δρόμου του Μεταξιού του Πεκίνου [6] πριν τελικά την αγκαλιάσει το 2014. Εν τω μεταξύ, ορισμένοι Κινέζοι συνεχίζουν να τρέφουν ιστορικά παράπονα όσον αφορά την Ρωσία. Παρά την επίλυση του ζητήματος των συνόρων, Κινέζοι σχολιαστές μερικές φορές κάνουν επικριτικές αναφορές στα σχεδόν 600.000 τετραγωνικά μίλια της κινεζικής επικράτειας που η τσαρική Ρωσία προσάρτησε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ωστόσο, οι διαφορές αυτές δύσκολα υποστηρίζουν την πιθανολόγηση στην Δύση ότι το Πεκίνο και η Μόσχα απομακρύνονται η μία από το άλλο. Αυτή η θεωρία έχει κατά καιρούς εμφανιστεί στον Δυτικό σχολιασμό τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς οι σχέσεις της Ρωσίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΕ επιδεινώθηκαν λόγω των κρίσεων στην Συρία και την Ουκρανία. Παρά τις κάποιες διαφορές, ωστόσο, η Κίνα και η Ρωσία μοιράζονται την επιθυμία να αναπτύξουν σταθερά τις διμερείς σχέσεις τους και καταλαβαίνουν ότι πρέπει να ενώσουν τα χέρια τους για την επίτευξη εθνικής ασφάλειας και ανάπτυξης. Η συνεργασία τους είναι ευνοϊκή για την εξισορρόπηση στο διεθνές σύστημα και μπορεί να διευκολύνει την λύση ορισμένων διεθνών προβλημάτων. Μερικές φορές συμφωνούν˙ Μερικές φορές όχι. Αλλά είναι σε θέση να αναγνωρίζουν και να διαχειρίζονται τις διαφωνίες τους, ενώ συνεχίζουν να επεκτείνουν τους τομείς της συναίνεσης. Όπως έχει σημειώσει ο Κινέζος Υπουργός Εξωτερικών, Wang Yi, η κινεζο-ρωσική σχέση προσφέρει μια νέα προσέγγιση για την διεξαγωγή των εξωτερικών σχέσεων και αντιπροσωπεύει ένα πιθανό μοντέλο για άλλα κράτη ώστε να το ακολουθήσουν.
Οι κρίσεις στην Συρία και την Ουκρανία φώτισαν τους τρόπους με τους οποίους η Κίνα και η Ρωσία έχουν καταφέρει αποτελεσματικά την συνεργασία τους. Πολλοί στις Ηνωμένες Πολιτείες είδαν την στάση της Κίνας ως προς την σύγκρουση στην Ουκρανία ως ασαφή [7] ή υποψιάστηκαν ότι η Κίνα έχει συμμαχήσει με την Ρωσία. Στην πραγματικότητα, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας δήλωσε κατηγορηματικά ότι πρέπει να γίνεται σεβαστή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας. Η Κίνα τόνισε ότι όλα τα μέρη που εμπλέκονται στην ουκρανική διαμάχη θα πρέπει να επιλύσουν τις διαφορές τους μέσω του διαλόγου, να καθιερώσουν μηχανισμούς συντονισμού, να απέχουν από δραστηριότητες που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την κατάσταση, και να βοηθήσουν την Ουκρανία στην διατήρηση της οικονομικής και χρηματοοικονομικής σταθερότητάς της. Η Κίνα δεν πήρε καμία πλευρά: Η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα χρησιμεύουν ως κατευθυντήριες αρχές για το Πεκίνο στην αντιμετώπιση των διεθνών υποθέσεων.
Αλλά οι Κινέζοι διπλωμάτες και ηγέτες έχουν επίσης επίγνωση του τι οδήγησε στην κρίση, συμπεριλαμβανομένης της σειράς των υποστηριζόμενων από την Δύση «έγχρωμων επαναστάσεων» στα μετα-σοβιετικά κράτη και την πίεση στην Ρωσία που προέκυψε από την προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι υπάρχουν εδώ και καιρό περίπλοκα ιστορικά, εθνικά, θρησκευτικά και εδαφικά ζητήματα μεταξύ της Ρωσίας και των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Η κρίση στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων. Όπως το έθεσε ο Xi, η κρίση «δεν έρχεται από το πουθενά».
Στην Συρία, η θεώρηση στο Πεκίνο είναι ότι η Ρωσία ξεκίνησε την στρατιωτική επέμβασή της μετά από αίτημα της συριακής κυβέρνησης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των εξτρεμιστικών δυνάμεων. Παρά το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον έχει ζητήσει την παραίτηση του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ-Άσαντ, συμμερίζεται τον στόχο της Ρωσίας να επιχειρήσει κατά του Ισλαμικού Κράτους (επίσης γνωστού ως ISIS). Έτσι, από τη μια πλευρά οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επικρίνει την ρωσική επέμβαση, αλλά από την άλλη πλευρά έχουν εκφράσει την προθυμία να συνεργαστούν με την Ρωσία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η ρωσική κίνηση, στην συνέχεια, δεν ήταν ακριβώς ό, τι ήθελαν να δουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ούτε ήταν ένα εντελώς κακό πράγμα για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Από την πλευρά της Κίνας, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κοινό συμφέρον στην αντιμετώπιση των βάναυσων τρομοκρατών του ISIS. Η ελπίδα στην Κίνα είναι ότι οι συνομιλίες μεταξύ της Ρωσίας, των ΗΠΑ, του Ιράν, καθώς και μιας σειράς από άλλες περιφερειακές δυνάμεις θα φέρουν κάποια πρόοδο στην επίλυση της σύγκρουσης.
Αλλά είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο μακριά μπορεί να πάει η αμερικανο-ρωσική συνεργασία στην Συρία χωρίς μια κοινή αντίληψη για το τι θα οδηγήσει στην ειρήνη και στην τάξη. Και πολλοί στην Κίνα το βρίσκουν περίεργο ότι οι αμερικανικές και οι ρωσικές αντιλήψεις εξακολουθούν να είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό επηρεασμένες από τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι Αμερικανοί πολιτικοί και σχολιαστές έχουν την τάση να μιλούν για την Ρωσία ως σαν να είναι ακόμα η αποτυχημένη αντίπαλος του Ψυχρού Πολέμου. Εν τω μεταξύ, Ρώσοι αξιωματούχοι και παρατηρητές συχνά επικρίνουν την συμπεριφορά της Ουάσιγκτον ως αλαζονική ή αυτοκρατορική. Ορισμένοι αναλυτές και στις δύο πλευρές έχουν δείξει ότι η αντιπαράθεση μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον για την Συρία και την Ουκρανία θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Αλλά από την πλευρά της Κίνας, οι τρέχουσες αντιπαραθέσεις φαίνονται περισσότερο σαν ένα παρατεταμένο τέλος του αρχικού Ψυχρού Πολέμου. Παραμένει ασαφές εάν η Μόσχα και η Ουάσινγκτον θα επωφεληθούν αυτής της ευκαιρίας για να θέσουν επιτέλους στην άκρη τις παλιές έχθρες.
27102016-2.jpg
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama, ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping, και ο πρόεδρος της Ρωσίας Vladimir Putin στο Πεκίνο, τον Νοέμβριο του 2014. KIM KYUNG-HOON / REUTERS
—————————————–
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝΙΚΟ ΑΘΡΟΙΣΜΑ
Δεδομένου του τρόπου που οι σχέσεις μεταξύ της Κίνας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών διαπλέκονται, καμιά ανάλυση των κινεζο-ρωσικών σχέσεων δεν θα ήταν πλήρης χωρίς μια εξέταση του πού βρίσκονται τα πράγματα μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών [8]. Σε σύγκριση με την κινεζο-ρωσική σχέση, εκείνη ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ουάσινγκτον είναι ευρύτερη και πιο περίπλοκη. Συνδυασμένες, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2014, το αμερικανο-κινεζικό εμπόριο έφθασε σχεδόν τα 600 δισ. δολάρια, και οι συνολικές αμοιβαίες επενδύσεις υπερέβησαν τα 120 δισεκατομμύρια δολάρια. Τριάντα επτά χρόνια πριν, όταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας συνήψε διπλωματικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, κανείς δεν περίμενε να αναδυθεί μια τόσο ισχυρή εταιρική σχέση.
Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τις διαρθρωτικές δυσκολίες στην σχέση. Σημαντικές διαφορές [9] παραμένουν μεταξύ των κινεζικών και των αμερικανικών πολιτικών αξιών, καθώς και μεταξύ των διοικητικών συστημάτων των δύο χωρών. Και πολλοί Αμερικανοί αντιλαμβάνονται την αυξανόμενη οικονομική ισχύ της Κίνας και την αντίστοιχα μεγαλύτερη διεθνή επιρροή της ως δυνητική απειλή [10] για την παγκόσμια ηγεσία της Ουάσιγκτον. Η Κίνα έχει αναρριχηθεί γρήγορα στην δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Όταν τα στρατεύματα των ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ το 2003, το ΑΕΠ της Κίνας ήταν περίπου το ένα όγδοο των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι την στιγμή που οι Αμερικανοί αποχώρησαν από το Ιράκ οκτώ χρόνια αργότερα, το ΑΕΠ της Κίνας είχε αυξηθεί στο μισό των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις, το ΑΕΠ της Κίνας θα προσεγγίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2020. Οι αλλαγές αυτές έχουν προκαλέσει φόβους στην Ουάσινγκτον ότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης. Διαφωνίες σχετικά με τις κατασκευαστικές δραστηριότητες της Κίνας [11] στα νησιά Spratly, στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, έχουν πυροδοτήσει μια έντονη συζήτηση σχετικά με το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ανταποκριθούν σε αυτό που κάποιοι Αμερικανοί μελετητές και σχολιαστές βλέπουν ως επεκτατισμό. Εν τω μεταξύ, το Πεκίνο βλέπει την παρουσία στρατιωτικών σκαφών των ΗΠΑ [12] κοντά στο κινεζικό έδαφος στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας ως προκλητική πράξη. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η πολιτική των ΗΠΑ ως προς την Κίνα μπορεί να μετατοπιστεί από την εποικοδομητική δέσμευση στην ανάσχεση.
27102016-3.jpg
Το αντιτορπιλικό κατευθυνόμενων πυραύλων του Ναυτικού των ΗΠΑ, USS Lassen, στον Ειρηνικό Ωκεανό, τον Νοέμβριο του 2009. US NAVY/CPO JOHN HAGEMAN/REUTERS
————————————–
Αυτές οι συζητήσεις παρείχαν το σκηνικό για την επίσημη επίσκεψη του Xi στην Ουάσιγκτον τον περασμένο Σεπτέμβριο. Σε σχόλιά του κατά την διάρκεια της επίσκεψης, ο Xi αντιμετώπισε άμεσα την ιδέα ότι η ανάπτυξη της Κίνας αποτελεί πρόκληση για την παγκόσμια ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. «Το μονοπάτι που ακολουθεί η Κίνα είναι της ειρηνικής ανάπτυξης, και η Κίνα δεν αποτελεί απειλή για άλλες χώρες», δήλωσε ο Σι. Αργότερα πρόσθεσε ότι «Οι άνθρωποι πρέπει να εγκαταλείψουν τις παλιές έννοιες του ‘εσύ χάνεις, έχω κερδίζω’, ή του παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, και να δημιουργήσουν μια νέα έννοια ειρηνικής ανάπτυξης και win-win συνεργασίας. Αν η Κίνα αναπτύσσεται καλά, αυτό θα ωφελήσει ολόκληρο τον κόσμο και θα επωφεληθούν και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αναπτύσσονται καλά, αυτό θα ωφελήσει επίσης τον κόσμο και την Κίνα».
Οι Κινέζοι ηγέτες αποδίδουν μεγάλο μέρος της ταχείας ανόδου της χώρας τους στην επιτυχή ένταξη της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία. Βλέπουν την Κίνα ως ευεργετούμενη από την διεθνή τάξη, με τον ΟΗΕ στον πυρήνα του, και ως έναν ένθερμο υποστηρικτή αρχών, όπως η κυριαρχική ισότητα και η μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών, τα οποία κατοχυρώνει ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών. Η Κίνα αναμένει ότι θα πρέπει να επικεντρωθεί στην δική της εγχώρια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μέλλον και έτσι εκτιμά ιδιαιτέρως την διατήρηση ενός σταθερού και ειρηνικού εξωτερικού περιβάλλοντος. Παρά το γεγονός ότι η Κίνα είναι αποφασισμένη να προστατεύσει τα συμφέροντά της και θα απαντήσει αποφασιστικά σε προκλήσεις, σε παραβιάσεις της εδαφικής κυριαρχίας της ή σε απειλές για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της, ο κύριος στόχος της παραμένει να εξασφαλίσει ότι αυτή η ειρήνη και η σταθερότητα [13] θα επικρατήσουν. Και η Κίνα έχει δεσμευτεί για την διαφύλαξη της διεθνούς τάξης και της περιφερειακής τάξης στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, καθώς και την περαιτέρω ενσωμάτωσή της στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Η βελτίωση των αμερικανο-κινεζικών σχέσεων αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της διπλωματικής προσπάθειας της Κίνας. Ο περασμένος Σεπτέμβριος σηματοδοτήθηκε από την πρώτη επίσημη επίσκεψη του Xi στην Ουάσιγκτον, αλλά εκείνος και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, είχαν προηγουμένως συναντηθεί πέντε φορές από το 2013 και είχαν μιλήσει από το τηλέφωνο σε τρεις περιπτώσεις. Τον Ιούνιο του 2013, όταν οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν στην σύνοδο κορυφής Sunnylands, στην Καλιφόρνια, μίλησαν για περισσότερο από επτά ώρες. Μετά την συνάντηση, ο Xi ανακοίνωσε ότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιδιώξουν ένα «νέο μοντέλο σχέσης μεγάλων χωρών», κάτι που όρισε ως μια σχέση που βασίζεται στην μη σύγκρουση, μη αντιπαράθεση, στον αμοιβαίο σεβασμό και στην win-win συνεργασία. Οι δύο ηγέτες έκτοτε συνέχισαν τις συνομιλίες τους για το θέμα αυτό: Τον Νοέμβριο του 2014 στο Πεκίνο, πραγματοποίησαν τον «διάλογο Yingtai», ο οποίος διήρκεσε σχεδόν πέντε ώρες. Και κατά την διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του Xi, εκείνος και ο Ομπάμα πέρασαν περίπου εννέα ώρες μιλώντας ο ένας στον άλλο και συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις μαζί. Αυτές οι μεγάλες συναντήσεις μεταξύ των δύο ηγετών έχουν βοηθήσει να οικοδομήσουν κατανόηση και να απωθήσουν την αντιπαράθεση που ορισμένοι αναλυτές των ΗΠΑ πιστεύουν ότι είναι αναπόφευκτη.
Η επίσημη επίσκεψη, ειδικότερα, ήταν πολύ παραγωγική. Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων του συντονισμού της μακροοικονομικής πολιτικής, της κλιματικής αλλαγής, της παγκόσμιας υγείας, της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, και της πυρηνικής μη διάδοσης. Ο Σι και ο Ομπάμα μίλησαν επίσης με ειλικρίνεια για τα θέματα ασφάλειας στον κυβερνοχώρο που αντιπροσωπεύουν ένα σοβαρό σημείο τριβής μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον˙ οι δύο ηγέτες αποσαφήνισαν τις προθέσεις των χωρών τους, συμφώνησαν να σχηματίσουν έναν κοινό διάλογο υψηλού επιπέδου σχετικά με το θέμα, και δεσμεύτηκαν να εργαστούν από κοινού για την δημιουργία ενός διεθνούς κώδικα ασφάλειας συμπεριφοράς στον κυβερνοχώρο. Αυτή είναι μια ισχυρή απόδειξη ότι οι δύο χώρες μπορούν να προωθήσουν την παγκόσμια συνεργασία για σημαντικά ζητήματα.
Φυσικά, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον μπορούν να συνεχίσουν να έχουν διαφωνίες για την Θάλασσα της Νότιας Κίνας, την Ταϊβάν, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την εμπορική πολιτική και άλλα θέματα. Οι προθέσεις των στρατιωτικών συμμαχιών των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού εξακολουθούν να αποτελούν ιδιαίτερη πηγή ανησυχίας για την Κίνα, ιδίως δεδομένου ότι η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε την «στροφή» της [14] στην Ασία το 2011. Ορισμένοι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή έχουν απαιτήσεις σε κυριαρχικό έδαφος της Κίνας και παραβίασαν τα κινεζικά θαλάσσια δικαιώματα, ελπίζοντας ότι φλερτάροντας την Ουάσιγκτον, θα μπορούσαν να εμπλέξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες στις διαφορές τους με το Πεκίνο. Αυτό είναι ένα επικίνδυνο μονοπάτι, που θυμίζει τις «πολιτικές των μπλοκ» του Ψυχρού Πολέμου.
Μερικοί μελετητές στην Κίνα και αλλού έχουν προτείνει ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιμείνουν στην επιβολή πολιτικών τύπου μπλοκ στην περιοχή, η Κίνα και η Ρωσία θα πρέπει να εξετάσουν να αντιδράσουν με τον σχηματισμό ενός δικού τους συνασπισμού. Όμως, η κινεζική ηγεσία δεν εγκρίνει τέτοια επιχειρήματα. Η Κίνα δεν επιδιώκει συνασπισμούς ή συμμαχίες, ούτε οι ρυθμίσεις αυτές ταιριάζουν καλά με την κινεζική πολιτική κουλτούρα. Ούτε η Ρωσία προτίθεται να σχηματίσει ένα τέτοιο μπλοκ. Κίνα και Ρωσία θα πρέπει να τηρήσουν την αρχή της εταιρικής σχέσης αντί να οικοδομήσουν μια συμμαχία. Όσο για την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα πρέπει να συνεχίσουν να επιδιώκουν ένα νέο μοντέλο σχέσεων μεγάλων χωρών και να επιτρέψουν στον διάλογο, την συνεργασία και την διαχείριση των διαφορών να επικρατήσουν.
ΤΡΕΙΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΥΠΟΘΕΣΗ
Οι σχέσεις μεταξύ της Κίνας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών μοιάζουν σήμερα με ένα σκαληνό τρίγωνο, στο οποίο η μέγιστη απόσταση μεταξύ των τριών σημείων βρίσκεται μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον. Μέσα σε αυτό το τρίγωνο, οι κινεζο-ρωσικές σχέσεις είναι οι πιο θετικές και σταθερές. Η αμερικανο-κινεζική σχέση έχει συχνά σκαμπανεβάσματα, και οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις έχουν γίνει πολύ τεταμένες, ειδικά επειδή η Ρωσία έχει τώρα να αντιμετωπίσει σημαντικές κυρώσεις των ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα αντιτίθενται στην χρήση βίας από την Ουάσιγκτον εναντίον -και επιβολής κυρώσεων κατά- άλλων χωρών και στα διπλά μέτρα και σταθμά που οι Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόζουν στην εξωτερική πολιτική τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τους στενότερους δεσμούς μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας ως απόδειξη μιας πρώιμης συμμαχίας που προτίθεται να διακόψει ή να αμφισβητήσει την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ παγκόσμια τάξη. Αλλά από την προοπτική της Κίνας, η τριμερής σχέση δεν θα πρέπει να θεωρείται ένα παιχνίδι στο οποίο δύο παίκτες συμμαχούν εναντίον ενός τρίτου. Η υγιής ανάπτυξη στις κινεζο-ρωσικές σχέσεις δεν προορίζεται να βλάψει τις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε θα πρέπει η Ουάσιγκτον να επιδιώξει να τις επηρεάσει. Ομοίως, η συνεργασία της Κίνας με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επηρεαστεί από την Ρωσία, ούτε από τις εντάσεις μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον. Η Κίνα δεν θα πρέπει ούτε να σχηματίσει μια συμμαχία που να βασίζεται στην πολιτική των συνασπισμών, ούτε να επιτρέψει στον εαυτό της να στρατολογηθεί ως σύμμαχος από άλλες χώρες.
Η τρέχουσα διεθνής τάξη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της παγκόσμιας σταθερότητας, αλλά δεν είναι τέλεια. Το 2005, η Κίνα και η Ρωσία εξέδωσαν κοινή δήλωση σχετικά με την «διεθνή τάξη στον εικοστό πρώτο αιώνα», η οποία έκανε έκκληση προς το διεθνές σύστημα να γίνει πιο δίκαιο, αντλώντας την νομιμοποίησή του από τις αρχές και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η δήλωση κατέστησε σαφές ότι το Πεκίνο και η Μόσχα βλέπουν την εξέλιξη των σχέσεών τους -από την δυσπιστία και τον ανταγωνισμό τους στην εταιρική σχέση και την συνεργασία- ως ένα πρότυπο για το πώς οι χώρες μπορούν να διαχειριστούν τις διαφορές τους και να συνεργαστούν σε τομείς που συμφωνούν με τρόπο που να υποστηρίζει την παγκόσμια τάξη και να μειώνει την πιθανότητα ότι ο κόσμος θα διολισθήσει σε σύγκρουση μεγάλων δυνάμεων και σε πόλεμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις