Παράδοση είναι η συνέχεια
ενός πολιτισμού, ο
οποίος παραδίδεται από
γενιά σε γενιά,
με την προϋπόθεση
ότι κάθε γενιά
προσθέτει κάτι δικό
της. Συντήρηση αντίθετα
είναι η "στάση", η
στείρα εμμονή σε
πρόσωπα και καταστάσεις
του παρελθόντος.
Λόγω παράδοσης ο
Μάρτιος είναι φορτωμένος
με μνήμες. Μνήμες
ιστορικές, οι οποίες
συγκρούονται με την
καχεκτική μας ιστορική
παιδεία και προσπαθούν
ν' αλλάξουν προς
το καλύτερο το
επίπεδο της ιστορικής
αυτοσυνείδησης των Νεοελλήνων.
Φορτισμένος
ο Μάρτιος με
μνήμες ιστορικές. Μνήμες
που προβάλλουν τη
χρηστική ανάγνωση της
ιστορίας, η οποία
αυτοαναιρείται μέσα από
τις πρακτικές εφαρμογές
της στο πλαίσιο του
βίου του Νεοελληνικού
κράτους.
Φορτισμένος
ο Μάρτιος με
μνήμες από τις
πτώσεις και τις
ανατάσεις ενός γένους,
το οποίο στη
διάρκεια της τετρακοσάχρονης Τουρκικής
σκλαβιάς, έδωσε στην
τότε "απαστράπτουσα" Ευρώπη,
μαθήματα Ελληνικού Διαφωτισμού.
Μνήμες γεμάτες από
τη θυσία χιλιάδων
ραγιάδων (ανδρών και γυναικών).
Η
ορμητική έκρηξη της
ελληνικής ψυχής το
1821, δεν ξεχώρισε
άνδρες και γυναίκες.
Αναρίθμητες οι γυναικείες
παρουσίες που θυσίασαν
για την εθνεγερσία
περιουσίες, οικογένεια, τον
ίδιο τους τον
εαυτό. Η ιστορική
μνήμη επιβάλλει να
σταθούμε μπρος σε
κάποιες απ' αυτές
τις γυναικείες μορφές,
όπως:
Τη Μόσχω
Τζαβέλα , τη γυναίκα
του Λάμπρου Τζαβέλα
η οποία, το
1792, επικεφαλής 400
Σουλιωτών και Σουλιωτισσών
κέρδισε την περίφημη
μάχη της Κιάφας
εναντίον δεκαπλασίων Τουρκαλβανών.
Τη Ζαμπέτα, τη
μάνα του Γέρου
του Μοριά, η
οποία κατέχει ξεχωριστή
θέση ανάμεσα στις
ηρωίδες της σκλαβιάς
και της ελευθερίας.
Κόρη του οπλαρχηγού
Κωτσάκη από την
Αλωνίσταινα, το 1769
στα δεκάξη της
παντρεύτηκε τον Κων/νο
Κολοκοτρώνη. Για το
θάρρος και την
παλληκαριά της στην
Αρκαδία την αποκαλούσαν
"Καπετάνισσα". Σε διάστημα
50 ετών είδε
δύο επαναστάσεις: Την
επανάσταση του 1770
και την επανάσταση
του 1821. Και
στη μια και
στην άλλη βρισκόταν
στην πρώτη γραμμή
οπλισμένη με σπαθί
και ντουφέκι, όπως αναφέρει
στα απομνημονεύματά του
ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ευτύχησε να δει
τους πολέμους και
τις δάφνες του
γιού της Θεόδωρου
και να ζήσει
την εκπλήρωση του
ονείρου του άντρα
της Κων/νου, που
ήταν όνειρο τόσων
ελληνικών γενεών.
Την
Κατερίνα Καρούτσου, τη
γυναίκα του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη. Ο Φαλέζ, εγγονός
του Γέρου του
Μοριά, μεταξύ των
άλλων γράφει για
την Κατερίνα: "
Η μάμμη μου
Αικατερίνη, η σύζυγος
του Θεόδωρου Κ.,
ήξερε τη χρήση
των όπλων και
πολέμησε γενναιότατα στο
πλευρό των νέων
Σουλιωτισσών της Γορτυνίας.
Παντρεύτηκε το Θεόδωρο
Κ. όταν ήταν
17 χρόνων και
αυτός 20. Του
χάρισε πέντε παιδιά
τον Πάνο, τον
Ιωάννη, τον Κων/νο,
τη Γεωργίτσα και
την Ελένη. Ο
Θεόδωρος αγαπούσε θερμότατα
την Αικατερίνη. Αυτός
ο άγριος πολεμιστής,
ο κλέφτης των
βουνών είχε την
πιο τρυφερή καρδιά.
Ο συζυγικός τους
βίος διήρκεσε 30
χρόνια γεμάτος αγάπη
και σύμπνοια, σταμάτησε δε
απότομα τον Αύγουστο
του 1820, όταν
η μάμμη μου
από τις κακουχίες
έπαθε φυματίωση και
πέθανε. Ο θάνατός
της τον συγκλόνισε.
Όταν αναφερόταν σ'
αυτήν το βλέμμα
του βούρκωνε.".
Την
περίφημη Κατερίνα την
Αρκαδίτισσα, κόρη παπά
και γυναίκα του
καπετάν-Ζαχαριά, που πολεμούσε
τους Τούρκους ντυμένη
άντρας.
Την
πανέμορφη Μυκονιάτισσα Μαντώ
Μαυρογένους, κόρη του
σπαθάριου της Μολδοβλαχίας
Νικολάου Μαυρογένη και
της Μυκονιάτισσας Ζαχαρωτής
Χατζημπατή. Το 1822
δημιουργεί δικό της
εκστρατευτικό σώμα και
μάχεται στην Κάρυστο,
στο Πήλιο, στη
Φθιώτιδα, στη Βοιωτία
(όπου μόνη της
κατάφερε να αιχμαλωτίσει
περισσότερους από 100
Τούρκους και να
τους παραδώσει στους
συντρόφους της). Πούλησε
την περιουσία της
κι εξόπλισε πλοία
για τις ανάγκες
του αγώνα. Ο
Καποδίστριας της έδωσε
τον τίτλο του "επίτιμου αντιστρατήγου".
Την
Ευανθία Καΐρη, μία
από τις πιο
μορφωμένες Ελληνίδες της
εποχής της. Το 1825 τύπωσε
τις "Επιστολές Ελληνίδων
τινών προς Φιλελληνίδας" για
να ξυπνήσει το
ενδιαφέρον για τον
αγώνα. Συγκλονισμένη από
την Έξοδο του
Μεσσολογγίου, γράφει το
1862 το δράμα
"Νικήρατος".
Την
Υδραία Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα,
μία από τις
πιο θρυλικές μορφές
της Ελληνικής Επανάστασης.
Μυημένη στην Φιλική
Εταιρεία και κάτοχος
μιας τεράστιας περιουσίας
από το δεύτερο
σύζυγό της, Δημήτριο
Μπουμπούλη, χρηματοδοτεί τη
ναυπήγηση του περίφημου
πλοίου "Αγαμέμνων", του
οποίου γίνεται καπετάνισσα
και μαζί με
άλλα δύο μικρότερα
καράβια, που τα
κυβερνούσαν δύο από
τους γιούς της,
μπαίνει επικεφαλής στόλου
52 καραβιών κι
αρχίζει τον αποκλεισμό
του Ναυπλίου.
Τη
Στεκούλα, την ηρωίδα
σύζυγο του στρατηγού Πλαπούτα
που σε μια
μάχη με τους
Τουρκαλβανούς, όρμησε κι
έπιασε ζωντανό τον
αρχηγό τους τον
Αχμέτ-Αγά και πριν
προλάβουν οι δικοί
του να τον
υπερασπιστούν, του πήρε
το κεφάλι.
Τη
Μαρουλιώ, τη γυναίκα
του Λάμπρου Κατσώνη,
κόρη του προεστού
της Τζιάς.
Τη
Δέσπω Μπότσαρη, που
το Δεκέμβριο του
1803 στον πύργο
του Δημουλά στη
Ρινιάσα του Σουλίου,
μάζεψε όλη της
την οικογένεια γύρω
από ένα κιβώτιο
με πυρίτιδα κι
ανατινάχθηκαν στον αέρα
μαζί με τους
Τουρκαλβανούς που τους
πολιορκούσαν. Η πράξη
της αυτή έγινε
μονόπρακτη όπερα από
τον Πωλ Καρρέρ
το 1882 "Δέσπω,
η ηρωίδα του
Σουλίου".
Αν
ψάξει κανείς με
προσοχή την ιστορία,
είναι βέβαιο ότι θα βρει
μεγάλο αριθμό γυναικών
με ανάλογη ή
ηρωικότερη - ενδεχομένως
- δράση.
Το να μείνουμε
πιστοί στην παράδοσή
μας και να
εντρυφήσουμε περισσότερο σ'
αυτήν, δεν είναι
δείγμα συντηρητισμού. Ένα έθνος
που δεν αναστηλώνει
τις ιστορικές του
μνήμες και δεν
έχει συνείδηση της
ιστορικής του ύπαρξης,
είναι έθνος χωρίς
μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου