«Ανοίξαμε το 1980 και μέχρι το 2000, κατορθώσαμε να διατηρούμε μια υγιή επιχείρηση. Είχαμε φτάσει μάλιστα στο σημείο, να απασχολούμε περίπου 60 εργαζόμενους,
διαθέτοντας παράλληλα πλήρη εξοπλισμό. Τροφοδοτούσαμε την εσωτερική αγορά, κάναμε όμως και εξαγωγές. Από τότε όμως που οι εγκατάσταθηκαν οι κινέζοι στην χώρα μας, τα πράγματα ξεκίνησαν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Το σημαντικότερο από όλα είναι, ότι είμαστε θύματα ενός άγριου, αθέμιτου ανταγωνισμού. Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν είτε να κλείσουν, είτε να μεταναστεύσουν σε γειτονικές χώρες, όπως στην Βουλγαρία, για να επιβιώσουν. Δεν είναι όμως αυτό, το μοναδικό μας πρόβλημα. Οι κινέζοι πουλούν προϊόντα «σκουπίδια», κάκιστης ποιότητας ρούχα, αγνώστου προελεύσεως. Σιγά σιγά οι πελάτες μας, άρχισαν να μας εγκαταλείπουν, επιλέγοντας τα πιο φθηνά εμπορεύματα των κινέζων. Αναγκαστήκαμε να μειώσουμε το προσωπικό μας. Σήμερα απομείναμε μόνο εγώ και ο γιος μου να το παλεύουμε. Ρίξαμε τις τιμές μας προκειμένου να μείνουμε όρθιοι. Και αυτό, παρά το γεγονός, ότι τα ρούχα μας δεν είναι απλώς καλύτερα των κινέζικων, είναι ανώτερα από άποψη ποιότητας και ποικιλίας μεγεθών. Την ίδια ώρα, το κράτος χάνει τεράστια ποσά από την φοροδιαφυγή. Η συντριπτική πλειοψηφία των ρούχων που φεύγουν από εκεί, είναι χωρίς αποδείξεις αγοράς, χωρίς τιμολόγια ή αν κόβονται είναι πλαστά, εικονικά. Τέτοιες μεθόδους χρησιμοποιούν» εξηγεί με παράπονο στο bangladeshnews.gr η βιοτέχνης Άννα Διονυσοπούλου.ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΜΠΟΡΟΙ ΒΓΗΚΑΝ ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΙΣΩΠΟΥ ΓΙΑ…ΨΩΝΙΑ.
Τους πετυχαίνεις σχεδόν πάντα τις πρωϊνές ώρες. Γύρω στις 08:30 με 09:00. Πριν ανοίξουν τα εμπορικά καταστήματα. Κινούνται βιαστικά. Σήμα κατατεθέν τους; Οι μαύρες τσάντες με την μονωτική ταινία γύρω γύρω. Λίγο πιο κάτω, περιμένουν τα αυτοκίνητα τους. Με τα πορτ-μπαγκαζ ανοιχτά. Πετούν μέσα τα εμπορεύματα και εξαφανίζονται γρήγορα. Αν και επιδίδονται στην συγκεκριμένη πρακτική εδώ και χρόνια, τους περισσότερους εξακολουθεί να τους διαπερνά μια νευρικότητα. Ενδεχομένως, και ενοχές. Άλλωστε, δεν θα ήταν ιδιαίτερα κομψό, να τους πετύχει κάποιος πελάτης τους, την ώρα που αγοράζουν μπουφάν ή παπούτσια με 10 ευρώ από τα κινεζάδικα της Αισώπου. Σίγουρα πάντως θα περιέρχονταν και οι δύο σε αμηχανία, αν ο καταναλωτής αργότερα, έβλεπε τα ίδια ακριβώς προϊόντα στην βιτρίνα του… «ανταγωνιστικού» έλληνα εμπόρου να μεταπωλούνται…50 και 60 ευρώ. Εννοείται με την στάμπα της ακριβής εισαγωγής και όχι της φθηνιάρικης όσο και κουτοπόνηρης αγοράς από ένα υπόγειο, κακοφωτισμένο κατάστημα, μερικά μόλις χλμ. μακριά από το δικό του. Αυτή όμως είναι η αλήθεια, σκηνές της οποίας εκτυλίσσονται κάθε μέρα εντός των κινεζικών επιχειρήσεων. Εις βάρος των ελληνικών βιοτεχνιών που αδυνατούν να τις ανταγωνιστούν εκ των πραγμάτων. Το αποτέλεσμα είναι το λουκέτο ή η μετανάστευση, με την αναπόφευκτη απώλεια θέσεων εργασίας και φόρων για το κράτος. Οι εγχώριοι βιοτέχνες δεν έχουν αντικείμενο εργασίας. Για αυτό, φρόντισε το ελληνικό κράτος με την υπέρμετρη φορολόγηση που «εξαφάνισε» τους καταναλωτές και οι κινέζοι με την ανεξέλεγκτη φοροδιαφυγή την οποία εξασκούν με συνέπεια και χάρη. Εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ τζιράρουν καθημερινά οι μικροκαμωμένοι έμποροι της Αισώπου και των λοιπών παράδρομων. Όπως έχει εκμυστηρευτεί άλλωστε εγκυρότατη πηγή στοbangladeshnews. gr, είναι τακτικότατοι πελάτες του καζίνο «HYATT», με τα «τούβλα» από τα χαρτονίσματα των 200 και 500 ευρώ να προκαλούν μεγάλο φθόνο στους… «συμπαίκτες» τους, γύρω από το τραπέζι της ρουλέτας ή του blackjack.
Οι έλληνες έμποροι επικαλούνται το υψηλό κόστος των εγχώριων προϊόντων ως αποτρεπτικό παράγοντα για την αγορά τους. Σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς ζούμε, όλες οι επιλογές είναι ανοιχτές. Είναι διαφορετικό πράγμα όμως, να αγοράζεις από ένα κινέζο έμπορο, ρούχα, μέσω μιας νόμιμης συναλλαγής και εντελώς διαφορετικό να «σηκώνεις» το μαγαζί του, κλέβοντας το κράτος. «Χαντακώνοντας» παράλληλα, τον επιχειρηματία που επιλέγει την νομιμότητα. Σύμφωνα με εφοριακούς, τα «κόλπα» που λαμβάνουν χώρα στην συγκεκριμένη περιοχή, είναι βασικά τρία: «Μαύρες» αγορές που δεν συνοδεύονται από κανενός είδους απόδειξη ή τιμολόγιο, ακολουθεί η υποτιμολόγηση, όπου στο εικονικό τιμολόγιο αναγράφεται συνήθως μικρότερη ποσότητα προϊόντων από αυτή που αγοράστηκε στην πραγματικότητα, και τρίτον, χαμηλότερες αναγραφόμενες τιμές, έτσι ώστε και ο κινέζος να παρουσιάσει χαμηλότερα κέρδη, επομένως να υποστεί μικρότερη φορολόγηση, και ο έλληνας χαμηλότερες αγορές. Όχι πως οι δικοί μας δεν τα κάνουν αυτά. Θα τα φανερώσουμε όμως σε άλλο ρεπορτάζ…
ΚΙΝΕΖΟΙ ΞΕΦΟΡΤΩΝΟΥΝ ΤΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΑΜΑΞΙ ΕΛΛΗΝΑ ΕΜΠΟΡΟΥ…
ΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ. ΝΟΜΙΜΕΣ; ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ…
ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΜΕ ΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΣΤΗ ΤΟΥΣ…
«Oι συνέπειες; Καταστροφή, εκφυλισμός της αγοράς. Μιλάμε για προϊόντα χείριστης ποιότητας, κατασκευασμένα από παράγωγα πετρελαίου, κακοραμμένα, κανείς δεν γνωρίζει από που προέρχονται. Τα περισσότερα ρούχα τους βρομοκοπούν πετρέλαιο, όμως ο κόσμος συνεχίζει να τα αγοράζει γιατί είναι φθηνά. Όταν δεν υπάρχει επαρκής ζήτηση για τα προϊόντα των ελληνικών βιοτεχνιών, ο επιχειρηματίας ρίχνει αναγκαστικά τους ρυθμούς παραγωγής, απολύει προσωπικό και μετά από εκεί, κλείνει το μαγαζί του ή μεταναστεύει σε κάποια γειτονική χώρα για να μην σβήσει από τον χάρτη. Η κρίση έχει σπρώξει τον κόσμο στα κινεζάδικα. Αναζητούν πάση θυσία το φθηνό. Δεν τους ενδιαφέρει αν του χρόνου δεν θα μπορούν να το χρησιμοποιήσουν. Τους νοιάζει να μην ξοδέψουν πολλά. Όσον αφορά την ελληνική βιοτεχνία, αυτή έχει γίνει «ακριβή» λόγω της φορολογίας. Δείτε μόνο το ΦΠΑ και θα καταλάβετε. Το κόστος των εργατικών χεριών, έτσι και αλλιώς, προσαρμόστηκε γρήγορα στους νόμους της προσφοράς και ζήτησης. Οι μισθοί ποτέ δεν ήταν χαμηλότεροι. Το πρόβλημα όμως είναι, ότι το εργατικό κόστος στις γειτονικές χώρες είναι τόσο εξευτελιστικά χαμηλό, που ότι και να κάνουμε θα φαινόμαστε πάντα πιο ακριβοί» δηλώνει η υπάλληλος της ελληνικής βιοτεχνίας «ASSY» Bίκυ Γκολοβόδα.
ΔΕΝ «ΣΗΚΩΝΕΙ» ΤΟ ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ ΜΑΣ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ…
«Τα ελληνικά προϊόντα είναι ακριβά. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε τα μαγαζιά μας ανοιχτά, οι αγορές προϊόντων από άλλες χώρες είναι μονόδρομος. Παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά ρούχα είναι καλύτερα από τα κινέζικα ή τα τούρκικα σε ποικιλία, ποιότητα και μεγέθη, το κόστος αγοράς από τις ελληνικές βιοτεχνίες είναι απαγορευτικό. Εγώ πουλάω ζακετάκι με 6 και 7 ευρώ. Μόνο με αυτές τις τιμές μπορώ να επιβιώσω επιχειρηματικά. Πηγαίνεις ένα φερμουάρ να αλλάξεις σε ελληνικό μαγαζί και σου ζήτα όσο θα αγόραζε κάποιος, ένα μπουφάν από εμένα. Και προσέξτε. Μιλάμε για φερμουάρ, ούτε καν για το ρούχο ολόκληρο. Έτσι όπως τα έκαναν, η ελληνική βιοτεχνία έχει πεθάνει. Οι κινέζοι σίγουρα έφεραν μαζί τους τον πιο άγριο ανταγωνισμό, ρίχνοντας τις τιμές στα Τάρταρα, την ώρα που το κόστος για τους έλληνες βιοτέχνες σε όλα τα επίπεδα, ανέβηκε κατακόρυφα. Η αλήθεια είναι μία, για εμάς τους εμπόρους: Αν δεν προτιμήσουμε τα φθηνά, εισαγόμενα, κλείσαμε την επόμενη ημέρα» παραδέχεται με ωμή ειλικρίνεια στοbangladeshnews.gr η έμπορος Δήμητρα Βλαχοπούλου.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΛΣΑΜΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο ΠΑΡΛΑΠΙΠΑΣ δεν παίρνει θέση με πολιτική άποψη σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διαφορά ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δίκη σας ενημέρωση.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.