(Θεατρικὸ μονόπρακτο δρόμου)
ΠΡΟΣΩΠΑ: Ἠλίας
Ὁδηγοὶ 1, 2, 3, 4, 5, 6
Γυναῖκα
(Τὸ φανάρι σὲ ἕνα μεγάλο ἀστικὸ δρόμο. Ἀπὸ κάτω τοῦ δεν περιμένει κάποιος κουτσὸς Πακιστανὸς ἢ Ἀφγανὸς ἢ Οὐρουγουανὸς οὔτε κάποιος ἀθίγγανος, ἀλλὰ ἔνας «κανονικός» ἄνθρωπος. Ὁ Ἠλίας, λευκός, ἀρτιμελής, Ἕλληνας, φρεσκοξυρισμένος καὶ μὲ καθαρὰ ῥούχα. Μόλις ἀνάβει τὸ κόκκινο πλησιάζει τὸ πρῶτο αὐτοκίνητο. Ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ ὁδηγοῦ καὶ σκύβει πρὸς τὸν καβάλο τοῦ.)....
ΗΛΙΑΣ: Νά σᾶς κάνω μιά πίπα, κύριε;
ΟΔΗΓΟΣ 1: Ὄχι, φύγε.
(Ὁ Ἠλίας ἐπιμένει καὶ προσπαθεῖ νὰ τοῦ ἀνοίξει τὸ φερμουάρ)
ΗΛΙΑΣ: Σᾶς παρακαλῶ, κύριε. Μιὰ πίπα καὶ δῶστέ μου ὅ,τι θέλετε.
ΟΔΗΓΟΣ 1: Φύγε σοῦ εἶπα!
(Τὸν κλωτσάει γιὰ νὰ φύγει. Κλείνει τὴν πόρτα καὶ κλειδώνει. Ὁ Ἠλίας πλησιάζει τὸ δεύτερο αὐτοκίνητο. Ὁ ὁδηγός, ποὺ ἔχει δεῖ τὶ ἔγινε, κλειδώνει τὴν πόρτα. Ὁ Ἠλίας πάει στὸ τρίτο καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα. Σκύβει στὸ παντελόνι τοῦ ὁδηγοῦ.)
ΗΛΙΑΣ: Θέλετε μιά πίπα, κύριε;
ΟΔΗΓΟΣ: Ὄχι, ὄχι, μόλις ποῦ ἔφυγα ἀπὸ τὸ μαγαζί, δὲ βλέπεις;
(Ὁ Ἠλίας κοιτάει τὸν καβάλο τοῦ ὁδηγοῦ)
(Ὁ ὁδηγὸς τὸν σπρώχνει καὶ κλείνει τὴν πόρτα. Ὁ Ἠλίας πλησιάζει τὸ ἐπόμενο αὐτοκίνητο, ἕνα τζιπ μεγάλου κυβισμοῦ καὶ γοήτρου, καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα.)
ΗΛΙΑΣ: Να σᾶς κάνω μιά πίπα, κύριε.
ΟΔΗΓΟΣ 3 (ποῦ εἶναι γυναῖκα): Τἰ νά κάνεις;
(Ὁ Ἠλίας τὴν κοιτάει.)
ΗΛΙΑΣ: Ὤ, μὲ συγχωρεῖτε… Θέλετε νά σᾶς κάνω ἔνα γλειφομούνι;
ΟΔΗΓΟΣ 3: Στὸ προηγούμενο φανάρι μοῦ ἔκαναν.
ΗΛΙΑΣ: Θέλετε νά σᾶς κάνω κάτι ἄλλο; Νά σᾶς πιπιλήσω τά βυζιά, νά σᾶς γλείψω τίς πατοῦσες;
ΟΔΗΓΟΣ 3: Τίς πατοῦσες; Τί εἶμαι; Καμμιά ἀνώμαλη;
ΗΛΙΑΣ: Κάτι νὰ σᾶς κάνω καὶ δῶστέ μου ὅ,τι θέλετε… Θέλετε νά προσποιηθῶ ὅτι νοιάζομαι γιά σᾶς;
ΟΔΗΓΟΣ 3: Αὐτὸ τὸ κάνει μιὰ χαρᾶ ὁ ἄντρας μου. Χωρὶς να τὸν πληρώνω.
ΗΛΙΑΣ: Ὤ, λυπᾶμαι, κυρία.
ΟΔΗΓΟΣ 3: Κι ἑγώ… Ἐλα πᾶρε.
(Τοῦ δινεῖ ἔνα πεντάευρω.)
ΗΛΙΑΣ: Εὐχαριστῶ, κυρία. Ὁ θεὸς νὰ σᾶς ἔχει καλά, κι ἐσὰς καὶ τὸν ἄντρα σας.
ΟΔΗΓΟΣ 3: Ναί, μὴ χάσω τὸ κελεπούρι.
(Κλείνει τὴν πόρτα καὶ ξεκινάει. Τὸ φανάρι ἔχει γίνει πράσινο. Ὁ Ἠλίας σέρνει τὰ πόδια του ὡς τὴν διαβάση καὶ περιμένει. Κοιτάει τὸν οὐρανό. Μόλις ἀνάβει κόκκινο πλησιάζει τὸ πρῶτο ἁμάξι, ἕνα τρακαρισμένο καὶ βρώμικο φτηνὸ αὐτοκίνητο δεκαετίας. Ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ σκύβει.)
ΗΛΙΑΣ: Να σᾶς κάνω μία πίπα, κύριε;
ΟΔΗΓΟΣ 4 (χαρούμενα ξαφνιασμένος): Ἠλία, ἐσὺ εἶσαι;
(Ὁ Ἠλίας τὸν κοιτάει μὲ ἀπορία.)
ΟΔΗΓΟΣ 4: Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Νῖκος ἀπὸ τὴν σχολή. Πόσο καιρό ἔχουμε νά τά ποῦμε;
ΗΛΙΑΣ: Πολλὰ χρόνια… Νὰ σοῦ κάνω μιά πίπα;
ΟΔΗΓΟΣ 4: Ἆσε, ῥε Ἠλία, πάλι τά ἴδια θά ἀρχίσουμε; Εἶμαι παντρεμένος τώρα.
ΗΛΙΑΣ: Δὲ θὰ τὸ κάνω μὲ ἀγάπη. Σκέτη ἰκανοποίηση, χωρὶς συναίσθημα.
ΟΔΗΓΟΣ 4: Αὐτὸ κάνω καὶ μὲ τὴν γυναῖκά μου. Ἀλλὰ χωρὶς ἰκανοποίηση.
(Γελάει. Μετὰ σοβαρεύει ἀπότομα.)
ΟΔΗΓΟΣ 4: Ποῦ βρίσκεσαι τώρα; Τὶ κανείς;
(Ὁ Ἠλίας γυρίζει καὶ κοιτάει τὸ φανάρι. Μετὰ ἀπαντάει)
ΗΛΙΑΣ: Παίρνω πίπες.
ΗΛΙΑΣ: Ἐσύ τί κάνεις; Εἶσαι ἄκομα σέ ἐκείνη τὴν ἑταιρεία… Τί ἤτανε;
ΟΔΗΓΟΣ 4: Ἀλουμίνια.
ΗΛΙΑΣ: Καλά;
ΟΔΗΓΟΣ 4: Τὰ καλλίτερα στὴν ἀγορά.
ΗΛΙΑΣ: Ὄχι, λέω: Καλά; Πάει καλά ἡ δουλεία;
ΟΔΗΓΟΣ 4: Τὶ νὰ λέει… Μᾶς μείωσαν τὸν μισθὸ στὰ διακόσια εὑρῶ καὶ ἔχω καὶ τ’ ἀφεντικὸ νὰ μοῦ πρήζει τ’ ἀρχίδια. Ἂν δεν ἀνεβοῦν οἱ πωλήσεις θὰ ἀπολυθοῦμε ὅλοι… Τὶ νὰ λέει…
ΗΛΙΑΣ: Πίπες κανεὶς κι ἐσὺ δηλαδή…
ΟΔΗΓΟΣ 4: Πάνω κάτω…
(Τὸ φανάρι γίνεται πράσινο.)
ΟΔΗΓΟΣ 4: Ἄντε φεύγω. Σοῦ ‘κοψα καὶ τὸ μεροκάματο… (Φωνάζει ἀπὸ τὸ παράθυρο): Καλὲς πίπες!
ΗΛΙΑΣ: Καὶ σὲ σένα!
(Ὁ Ἠλίας περιμένει μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες. Κοιτάει τὸν οὐρανό. Μόλις ἀνάβει κόκκινο πηγαίνει στὸ πρῶτο ἁμάξι καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα. Στο πίσω κάθισμα δύο πιτσιρίκια ποὺ τσακώνονται καὶ οὐρλιάζουν. Ὁ ὁδηγὸς φαίνεται νὰ βρίσκεται σὲ ἀπογνώση.)
ΗΛΙΑΣ: Να σᾶς κάνω μία πίπα, κύριε;
(Μόλις τὸν ἀκοῦν τὰ πιτσιρίκια ἀρχίζουν νὰ φωνάζουν ἐν χορῷ: ΠΙΠΑ! ΠΙΠΑ! ΠΙΠΑ!)
ΟΔΗΓΟΣ 5: Ἆσε μέ, ῥὲ φίλε. Ὅλα τὰ ‘χα, ἡ πίπα μου ‘λεῖπε.
(Τὰ πιτσιρίκια συνεχίζουν: ΠΙΠΑ! ΠΙΠΑ! ΠΙΠΑ!)
ΗΛΙΑΣ: Θέλετε νά σᾶς κάνω κάτι ἄλλο;
ΟΔΗΓΟΣ 5: Νά μέ πυροβολήσεις μπορεῖς;
ΗΛΙΑΣ: Δὲν ἔχω ὄπλο… Θέλετε νά πάρω ἔνα ἀπό τά πιτσιρίκια ἢ καί τά δύο νά τά πνίξω;
(Ὁ ὁδηγὸς μοιάζει νὰ τὸ σκέφτεται γιὰ λίγο. Τὰ πιτσιρίκια, ποὺ ἀντιλαμβάνονται τὸν κίνδυνο, τὸ βουλώνουν.)
ΟΔΗΓΟΣ 5: Ὄχι, ἆσε… Θὰ θυμώσει ἡ γυναῖκά μου.
/ΟΔΗΓΟΣ 5 (χαμογελώντας): Μιὰν ἅλλη φορά… Ἔλα, πᾶρε. Μοῦ ἐφτιαξες τὴν ἡμέρα.
(Τοῦ δίνει δύο εὑρῶ.)
ΗΛΙΑΣ: Εὐχαριστῶ πολύ, κύριε. Ψυχὴ βαθιά.
(Ὁ Ἠλίας πάει στο ἐπόμενο αὐτοκίνητο. Ὁ ὁδηγὸς εἶναι ἔνας γέρος.)
ΗΛΙΑΣ: Νά σᾶς κάνω μιά πίπα, κύριε;
ΟΔΗΓΟΣ 6 (ἀφοῦ τὸν κοιτάει ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω): Γιὰ κάνε μου νὰ δοῦμε, θά τά καταφέρεις;
(Ὁ Ἠλίας τοῦ ἀνοίγει τὸ παντελόνι καὶ ἀρχίζει τὴν πεολειχία. Ὁ γερὸς στην ἀρχὴ φαίνεται ἀδιάφορος, μετὰ τὰ μάτια του φωτίζονται λιγάκι.)
ΟΔΗΓΟΣ 6: Κάτι γίνεται, για συνέχισε… Κάτι γίνεται…
(Ὁ Ἠλίας κάνει τὴν δουλειά του ὄσο καλλίτερα μπορεὶ. Τὸ φανάρι γίνεται πράσινο καὶ τὰ ἁμάξια πίσω ἀρχίζουν να κορνάρουν.)
ΟΔΗΓΟΣ 6: Μὴ σταματᾶς, μὴ σταματᾶς.
(Τὰ ἁμάξια ὅλο καὶ κορνάρουν. Κάποιος φωνάζει ἀπὸ τὸ παράθυρό του: «Τὶ ἔγινε, ῥέ φίλε; Πίπα σοῦ κάνουν;» Ὁ γερὸς διώχνει τὸν Ἠλία καὶ κουμπώνεται.)
ΟΔΗΓΟΣ 6: Ῥε, τοὺς καριόληδες, τὶ βιάζονται; (Μετὰ πρὸς τὸν Ἠλία): Ἔλα, πάρε, καλὰ τὰ καταφέρνεις, ἀλλὰ πρέπει νὰ ξεκινήσω.
ΗΛΙΑΣ: Εὐχαριστῶ κύριε. Ἔδω θὰ εἶμαι καὶ αὔριο.
(Τὸ ἁμάξι φεύγει σπινιάροντας. Ὅλοι οἱ ὁδηγοί ποὺ περίμεναν βρίζουν τὸν Ἠλία καθὼς περνάνε. Κάποιος φωνάζει: «Γύρνα στὴν χώρα σου, ῥὲεεε».)
ΗΛΙΑΣ (μονολογεῖ): Στὴν χώρα μου εἶμαι.
(Πάει στο φανάρι καὶ βλέπει μιᾷ γυναῖκα να πλησιάζει. Ὁ Ἠλίας μετράει τὰ λεφτά που ἔχει στην τσέπη τοῦ.)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τὶ ἔγινε; Πῶς τὰ πῆγες;
ΗΛΙΑΣ: Εἴκοσι πέντε εὑρῶ.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Σκατά! Οὔτε γιὰ τὴν δόση τοῦ ipad δὲ φτάνουν… Ἄντε τράβα σπίτι να ἀναλάβω ἑγώ, γιατὶ ἂν περίμενα ἀπὸ ἐσένα προκοπή…
(Ὁ Ἠλίας κοιτάει για λίγο τὸν οὐρανό.)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τί κοιτᾶς; Περιμένεις νά βρέξει εὔρῳ; Ἄντε, τράβα.
(Ὁ Ἠλίας φεύγει μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι.)
ΓΥΝΑΙΚΑ (φωνάζει): Μὴν ξεχάσεις νὰ πάρεις τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Ἔχω φαΐ ἀπὸ χθὲς στο ψυγεῖο. Καὶ να διαβάσουν τὰ μαθήματά τους.
(Ὁ Ἠλίας φεύγει. Τὸ φανάρι γίνεται κόκκινο. Ἡ Γυναῖκα πάει καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ πρώτου αὐτοκινήτου.)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Νά σᾶς κάνω μιά σπέσιαλ πίπα, κύριε;
ΑΥΛΑΙΑ (μὲ κορναρίσματα)
ΚΛΙΚΑΡΕ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕ FOLLOW ΣΤΟΝ ΠΑΡΛΑΠΙΠΑ
ΣΤΗΡΙΞΕ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΟΥ
ΠΑΡΛΑΠΙΠΑ ΚΑΝΟΝΤΑΣ LIKE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου